Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Γιώργος Σεφέρης

Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)

© Άννα Λόντου
Εκδ. Ίκαρος

Piazza san Nicolò

Longtemps je me suis couché de bonne heure * το σπίτι γεμάτο γρίλιες και δυσπιστία σαν το καλοκοιτάξεις στις σκοτεινές γωνιές «για χρόνια πλάγιαζα νωρίς» ψιθυρίζει «κοίταζα την εικόνα του Ύλα και την εικόνα της Μαγδαληνής 5 προτού καλονυχτίσω κοίταζα τον πολυέλαιο με τ’ άσπρο φως τα μέταλλα που γυάλιζαν και δύσκολα άφηνα τις τελευταίες φωνές της μέρας». Το σπίτι σαν το καλοκοιτάξεις μέσα από τις παλιές κορνίζες ξυπνά με τα πατήματα της μητέρας στα σκαλοπάτια 10 το χέρι που φτιάνει τα σκεπάσματα ή διορθώνει την κουνουπιέρα τα χείλια που σβήνουν τη φλόγα του κεριού.

Κι όλα τούτα είναι παλιές ιστορίες που δεν ενδιαφέρουν πια κανέναν δέσαμε την καρδιά μας και μεγαλώσαμε. Η δροσιά του βουνού δεν κατεβαίνει ποτέ χαμηλότερα από το καμπαναριό 15 που μετρά τις ώρες μονολογώντας και το βλέπουμε σαν έρχεται τ’ απόγεμα στην αυλή η θεία Ντάρια Ντιμιετρόβνα το γένος Τροφίμοβιτς. Η δροσιά του βουνού δεν αγγίζει ποτέ το στιβαρό χέρι του αϊ-Νικόλα μήτε το φαρμακοποιό που κοιτάζει ανάμεσα σε μια κόκκινη και μια πράσινη σφαίρα 20 σαν υπερωκεάνιο μαρμαρωμένο. Για να βρεις τη δροσιά του βουνού πρέπει ν’ ανέβεις ψηλότερα από το καμπαναριό κι από το χέρι του αϊ-Νικόλα κάπου 70 ή 80 μέτρα δεν είναι πολύ. Κι όμως εκεί ψιθυρίζεις όπως σαν πλάγιαζες νωρίς 25 και μέσα στην ευκολία του ύπνου χάνονταν η πίκρα του αποχωρισμού όχι λέξεις πολλές δυο τρεις μονάχα και τούτο φτάνει αφού κυλάνε τα νερά και δε φοβούνται μη σταματήσουν ψιθυρίζεις ακουμπώντας το κεφάλι στον ώμο ενός φίλου σα να μην είχες μεγαλώσει μέσα στο σπίτι το σιωπηλό 30 με φυσιογνωμίες που βάρυναν και μας έκαμαν αδέξιους ξένους. Κι όμως εκεί, λίγο ψηλότερα από το καμπαναριό, αλλάζει η ζωή σου. Δεν είναι μεγάλο πράγμα ν’ ανεβείς μα είναι πολύ δύσκολο ν’ αλλάξεις σαν είναι το σπίτι μέσα στην πέτρινη εκκλησιά κι η καρδιά σου μέσα στο σπίτι που σκοτεινιάζει κι όλες οι πόρτες κλειδωμένες από το μεγάλο χέρι τ’ αϊ-Νικόλα.

Πήλιο – Κορυτσά, καλοκαίρι – φθινόπωρο 1937