Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Γιώργος Σεφέρης

Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)

© Άννα Λόντου
Εκδ. Ίκαρος

Γ΄

Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα! Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής σήκωσε το κεφάλι από τα χέρια τα καμπύλα το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς

5 τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη· κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.

Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο 10 που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί. Λησμονημένο ανάγνωσμα σ’ ένα παλιό ευαγγέλιο το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:

«Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει 15 χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ’ όνειρο μένει απόντιστο κι είναι σα να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.

»Με του ματιού τ’ αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα 20 ανθρώπινο άγγιγμα στον κόρφο μου τ’ αστέρια.

»Την ακοή μου ως να ’σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος μά ειναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.

25 »Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου…»

Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη 30 κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ’ ουρανού. Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ’ αγκάθι βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.

…Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς 35 μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς…