Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Γιάννης Ρίτσος

Γιάννης Ρίτσος (1909-1990)

© Έρη Ρίτσου
Εκδ. Κέδρος

  • Γιάννης Ρίτσος

  • Με τη γυναίκα του Φαλίτσα, και την κόρη του Έρη.

  • Εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης (1934)

  • Εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του Επιτάφιου

  • Ο Ρίτσος στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. όπου αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας (1975)

  • Αφιέρωση στο ζεύγος Μιλλιέξ. Από την ψηφιακή συλλογή Χειρόγραφες αφιερώσεις στη συλλογή βιβλίων του ζεύγους Μιλλιέξ

  • Η πρώτη δημοσίευση του Ρίτσου, στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων 52 (22.11.1924), σ. 414, με το ψευδώνυμο Ιδανικό Όραμα

1. Ποίηση αυτοβιογραφική: στα ίχνη μιας τραγικής βιογραφίας

Τα ξέγνοιαστα χρόνια της παιδικής ζωής του Γιάννη Ρίτσου στη Μονεμβασιά σημαδεύει ανεξίτηλα μια σειρά τραγικών συμβάντων: η ασθένεια και ο θάνατος του αδερφού του και της μητέρας του από φυματίωση την ίδια χρονιά, το 1921, και η οικονομική κατάρρευση του μεγαλοκτηματία πατέρα του.

Το 1925 μετακομίζει στην Αθήνα μαζί με την κατά ένα χρόνο μεγαλύτερη αδερφή του. Η ζωή το ίδιο δύσκολη κι εκεί. Τα δύο αδέλφια είναι αναγκασμένα να εργάζονται για να επιβιώσουν, ενώ το τρίτο κρούσμα φυματίωσης στην οικογένεια σημειώνεται το 1926 με την προσβολή του ίδιου του Γιάννη Ρίτσου. Από το 1927 νοσηλεύεται στο νοσοκομείο Σωτηρία για τρία χρόνια, στην τρίτη θέση των άπορων ασθενών, και μετά στο Άσυλο Φυματικών Καψαλώνας, κοντά στα Χανιά. Ο πατέρας του εισάγεται το 1932 στο δημόσιο ψυχιατρείο Δαφνί, όπου και πεθαίνει κάποια χρόνια αργότερα.

Όλα αυτά μεταγράφονται σε ποίηση. Ο Γ. Βελουδής κάνει λόγο για μια «αυτοβιογραφική ιδιοτυπία», ιδιαίτερα έντονη σε κάποια ποιήματα αυτής της εποχής, όπως αυτό που ο Ρίτσος αφιερώνει στον πατέρα του στην πρώτη του ποιητική συλλογή (Τρακτέρ, 1934):

[…] Η πρωτοθυγατέρα σου, θάμπος του αγέρα και της γης,
που τα μαλλιά της τα χρυσά, όπως έλυνε ως το γόνα
χύνονταν δυό ποτάμια φως κ' έτρεμαν γύρω άνθη σιγής,
σε χέρια βάναυσα έπεσε, σκυφτή σ' άγονο αγώνα.

Κ' η δεύτερη, η αμίλητη, σαν πονεμένη προσευχή,
πούχε δυό χέρια διάφανα σα σταυρωμένα κρίνα,
τώρα, σ' ένα ταμείο βουβή, με νυχτωμένη την ψυχή,
μετράει ξένα νομίσματα, κι αυτή κρατάει την πείνα.

Κι ο ωραίος σου γιος, φως κι αρετή, που πίστευες ―καημός βουβός―
πως θα 'σπαγε, μονάχα αυτός, του ίσκιου την αλυσίδα,
στα εικοσιδυό του εκίνησε κι έσβησε πέρα, στο Νταβός,
πριν βάλει το μακρύ σπαθί και τη χρυσή επωμίδα.

Κι η άγια γυναίκα σου έσβησε μονάχη της στην ερημιά,
σε σανατόριο μακρινό, κι όλο-όλο είχεν αφήσει
το μέγα πατρογονικό διαμάντι της κληρονομιά
στο νεκρό γιο της, που κρυφό της το 'χαμε κρατήσει.

Τρύπησε ο σκόρος το ψηλό καπέλο σου, και με καιρό
ξέφτισε το αλαζονικόν ύφος απ' τη μορφή σου,
μα δεν ξεχνούσες να περνάς στο πέτο σου ένα ρόδο ωχρό
που να θυμίζει την ευγένεια της καταγωγής σου.
[…]

Πάνε τ' αμάξια τ' άλογα τα κυνηγετικά σκυλιά,
άδειασε η κάσα κι άδειασες απ' όλων τη φιλία,
μόνο οι καθρέφτες έκπληκτοι, που αναπολούσαν τα παλιά,
σε βλέπαν, φάσμα, να μετράς τίτλους και μεγαλεία.
[…]

Πατέρα, εγίνης «ένδοξος των αγαλμάτων στρατηγός».
Ω, τι καλά, που στο «Δαφνί» μένεις φυλακισμένος
κ' έτσι δε θα 'χει σημασία καμιά που εγώ, ο στερνός σου γιος,
σου γράφω από τη «Σωτηρία» βουβός κι απαυδισμένος.

Η αδερφή του Λούλα εισάγεται το Φεβρουάριο του 1937 στο Δαφνί. Η νέα οικογενειακή συμφορά είναι ένα οξύ πλήγμα για τον Ρίτσο, που του εμπνέει το Τραγούδι της αδελφής μου. Η θερμή και πηγαία υποδοχή που επιφυλάσσει στη σύνθεση ο Παλαμάς αποτυπώνεται στον περίφημο στίχο, «Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις», από το τετράστιχο που του αφιερώνει.

Μαζί με το αυτοβιογραφικό στοιχείο η τάση του προς μια ποίηση αγωνιστική είναι ήδη αυτή την εποχή ιδιαίτερα έντονη. Και δε θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι η προσωπική του δυστυχία είναι και πάλι ο καμβάς πάνω στον οποίο εγγράφεται το δράμα ενός ολόκληρου κόσμου: νιώθει οικεία με τους δυστυχισμένους. Ο κοινωνικός συγχρωτισμός στο Σωτηρία, το πλέον γνωστό θεραπευτήριο της ασθένειας-μάστιγας, είναι μεγάλος. Εκεί συντελείται η επαφή του νεαρού Ρίτσου με τα λαϊκότερα κοινωνικά στρώματα αλλά και η μύησή του στην ιδεολογία του μαρξισμού. Πιθανόν εκεί να βλέπει για πρώτη φορά τον Θανάση Κλάρα, τον μετέπειτα Άρη Βελουχιώτη, όταν ο τελευταίος παραβρίσκεται στο νοσοκομείο, ως συντάκτης του Ριζοσπάστη, προκειμένου να πάρει συνέντευξη από ασθενείς. Εκεί γνωρίζει τη Μαρία Πολυδούρη, η οποία νοσηλεύεται επίσης, και συνδέεται μαζί της με τρυφερή φιλία. Διαβάζει πολύ και γράφει ποιήματα που αντανακλούν μια έντονη επιρροή της καρυωτακικής ποίησης.

Καρυωτάκη […] [έ]κλεισες μες τα τραγούδια σου όλη τη μεταπολεμική ψυχική ανησυχία. Η αγωνία σου κι ο πόνος μας δίνουν την πιο ειλικρινή συγκίνηση γιατί μας ερμηνεύουν πιστά. Κάθε δύσκολη στιγμή της ζωής μας ανοίγουμε τα Ελεγεία και Σάτιρες σου, ζητώντας τη μοναδική συντροφιά που δεν μπορούν να μας δώσουν οι γύρω μας. Είσαι ο φίλος της ψυχής μας, είσαι η ψυχή μας η ίδια.

Ρ. Ι. [=Γιάννης Ρίτσος], «Από το ημερολόγιο ενός φθισικού», Παρατηρητής, 15.3.1931.

Το παραπάνω απόσπασμα μεταδίδει άλλη μια ποιητική «ιδιαιτερότητα» αυτής της εποχής, δίπλα στην αυτοβιογραφική: στην ανάγνωσή του της καρυωτακικής ποίησης εντοπίζει κανείς ίχνη όχι μόνο του πόνου της προσωπικής ζωής του Ρίτσου αλλά και της αγωνιστικής του συνείδησης. Δεν τα εντοπίζει απλώς όλα αυτά στον Καρυωτάκη ο Ρίτσος, επενδύει μ' αυτά την ποίησή του. Η μεσοπολεμική αριστερά άλλωστε «διαβάζει» τον Καρυωτάκη ως έναν πικραμένο αρνητή του συστήματος και όχι (ακόμη) ως έναν παρακμιακό ποιητή.

Την περίοδο που περνά στο άσυλο της Καψαλώνας σημειώνονται και τα πρώτα ίχνη συλλογικής δράσης: με επιστολή του στην εφημερίδα Εφεδρικός Αγών των Χανίων, που συνυπογράφεται και από άλλους ασθενείς, καταγγέλλει τις άθλιες συνθήκες στο θεραπευτήριο και εκφράζει την αγανάκτησή του για την αδιαφορία των αρχών. Ένα μήνα μετά τη δημοσίευση της επιστολής οι ασθενείς μεταφέρονται στο σανατόριο του Αγίου Ιωάννη.

2. Ποίηση πολιτική: υπηρετώντας το «ιδανικό όραμα»

Εν τω μεταξύ, στο Τρακτέρ, οι κοινωνικοί αγώνες των Ευρωπαίων κομουνιστών, που πλέον συνδυάζονται με την αντίσταση στο εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς, απασχολούν έντονα τον ποιητή. Στο εξής, εκτός από τα ποιήματα που αντανακλούν το γενικό ενδιαφέρον για τους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, αρκετά ξεκινούν να γράφονται την ημέρα που οι εφημερίδες δημοσιεύουν μια είδηση, εμφαίνοντας τον «επικαιρικό» χαρακτήρα ενός μέρους της ποίησής του και απαθανατίζοντας μεγάλες και μικρές στιγμές της ιστορίας.

Η αριστερή κριτική χαιρετίζει την πρώτη ποιητική του συλλογή με συγκρατημένο ενθουσιασμό. Κάποιες επιφυλάξεις αφορούν στον «κάπως θεαματικ[ό] και λίγο οραματικ[ό], σαν ονειρώδικ[ο] χαρακτήρα των ποιητικών του εικόνων» [Ν. Βιτώλης (=Νίκος )] ― καθώς και στη «σκοτεινή, [τ]η μπερδεμένη γλώσσα, το περιττό νοητικό παραφόρτωμα της φράσης», που «κάνει την ποίηση του Ρίτσου απρόσιτη στις πλατιές μάζες αναγνωστών» [Αλεξάνδρα Αλαφούζου]. Επισημαίνεται ακόμα η «απήχηση» Καρυωτάκη [Κλ. Παράσχος], παρατήρηση που φέρει έντονο το αρνητικό επίχρωμα της ένταξης της ποίησης του Ρίτσου στο κλίμα του «καρυωτακισμού» [Καραντώνης, 1935]. Ξεκινά η συνεργασία του με τον Ριζοσπάστη, όπου θα δημοσιεύσει μια σειρά ποιημάτων με το ψευδώνυμο Γ. Σοστίρ. Γίνεται μέλος του ΚΚΕ.

Το 1935 με την έκδοση της δεύτερης συλλογής του υπό τον τίτλο Πυραμίδες δεν καταφέρνει να διασκεδάσει εντελώς τις δογματικές υποψίες της αριστερής κριτικής που αποφαίνεται τώρα ότι η ποίησή του «δε βρίσκεται σε πραγματική σχέση με τη λαϊκή μάζα», και τον κατηγορεί για «εγωκεντρισμό», εκτός από την επίμονη επισήμανση της «εξεζητημένης γλώσσας», της «τεχνικής επιτήδευσης» και της «υπερεκτίμησης της φόρμας» [Αλεξάνδρα Αλαφούζου]. Θερμότερη είναι η υποδοχή του Αιμίλιου Χουρμούζιου.

Εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του Επιτάφιου

Η μεγάλη εργατική απεργία στη Θεσσαλονίκη τον Μάιο του 1936 προκαλεί αναταραχές, στη διάρκεια των οποίων σκοτώνεται ο Τάσος Τούσης. Εμπνευσμένος από το θρήνο της μητέρας του νέου, όπως αποτυπώνεται σε πρωτοσέλιδη φωτογραφία του Ριζοσπάστη, ο Ρίτσος γράφει τον Επιτάφιο. Τρία από τα άσματα της σύνθεσης δημοσιεύονται άμεσα στον Ριζοσπάστη. Λίγες εβδομάδες αργότερα τα 14 πρώτα από τα είκοσι άσματα της τελικής σύνθεσης συγκεντρώνονται στην πρώτη έκδοση του έργου. Το πρότυπο του δημοτικού τραγουδιού, που ακολουθεί εμφανώς η σύνθεση του Ρίτσου, αποδεικνύεται για την ελληνική Αριστερά ο καταλληλότερος δρόμος πραγμάτωσης του δόγματος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Ο Ρίτσος κερδίζει πλήρη κομματική υποστήριξη και λαϊκή αναγνώριση, ακριβώς την ώρα που το καθεστώς της 4ης Αυγούστου επιχειρεί να ανακόψει τη διάδοση του έργου. Τα τελευταία 250 από τα 10.000 αντίτυπα της έκδοσης κατάσχονται από τις καθεστωτικές αρχές και καίγονται.

3. Ημερολόγια Κατοχής και Εξορίας

Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής ο Ρίτσος φιλοξενείται σε σπίτι φίλων του. Η ασθένεια σε συνδυασμό με τις συνθήκες υποσιτισμού βάζουν και πάλι τη ζωή του σε κίνδυνο. Προσχωρεί στο μορφωτικό τομέα του ΕΑΜ. Ο σκληρός απολογισμός του χειμώνα της μεγάλης πείνας γίνεται στην Τελευταία π. Α. [=προ Ανθρώπου] Εκατονταετία, που γράφεται το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς: 1942.

Λιώσαν τα χιόνια κατέβηκαν πο-
τάμια φύγαν κι αυτά.
Ο θάνατος περπατούσε μεσ' στη
λάσπη τα χειράμαξα στη λάσπη
Απάνου στην πεσμένη πόρτα του
καλοκαιριού κουβάλαγαν
τους πεθαμένους.

Μετά τα Δεκεμβριανά, καθώς οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ διατάσσονται να εκκενώσουν την πρωτεύουσα, ο Ρίτσος παραδίδει το αρχείο του προς φύλαξη σε έμπιστά του άτομα και ακολουθεί το κύριο σώμα της φάλαγγας. Οι βασικές στάσεις στην πορεία που ακολουθεί είναι Λαμία, Τρίκαλα, Βόλος, Κοζάνη. Στα Τρίκαλα συναντά τον Άρη Βελουχιώτη. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, στις 12 Φεβρουαρίου 1945, επιστρέφει με πλήθος κόσμου στην Αθήνα. Διαπιστώνει ότι το αρχείο του έχει καταστραφεί. Στην κεντρική Λέσχη της ΕΠΟΝ, όπου συχνάζει, συναναστρέφεται ομάδα νέων ποιητών, ανάμεσα στους οποίους και ο Τάσος Λειβαδίτης. Στον ίδιο χώρο γνωρίζεται με τον Μίκη Θεοδωράκη. Τον Μάιο επιστρέφει στην Αθήνα ο Νίκος Ζαχαριάδης από το Νταχάου. Ο Ρίτσος χαιρετίζει την επιστροφή του αφιερώνοντάς του το ποίημα Ο σύντροφός μας Νίκος Ζαχαριάδης, ενώ με αφορμή το θάνατο του Άρη Βελουχιώτη γράφει Το υστερόγραφο της δόξας, που θα παραμείνει αδημοσίευτο ώς τον Οκτώβριο του 1975.

Τον Ιούλιο του 1948 συλλαμβάνεται και εκτοπίζεται στο στρατόπεδο Κοντοπούλι της Λήμνου, όπου αρχίζει, το Δεκέμβριο, να γράφει το Καπνισμένο τσουκάλι. Συγγράφει επίσης δύο Ημερολόγια εξορίας. Κατά την παραμονή του στη Λήμνο, αλλά και σε όλους τους τόπους εξορίας, καταφεύγει στη ζωγραφική. Το Μάιο του 1949 μεταφέρεται στη Μακρόνησο, όπου συγγράφει τον Πέτρινο Χρόνο. Ανάμεσα στους συνεξόριστούς του και οι Λειβαδίτης, Δεσποτόπουλος, Κατράκης, Καρούσος. Σύντροφοί του θάβουν τα χειρόγραφα αυτής της περιόδου και καταφέρνουν έτσι να τα περισώσουν. Ο ίδιος ο Κατράκης τα παραδίδει αργότερα στον συγγραφέα, που τα θεωρούσε χαμένα. Τα ζωγραφικά έργα βγαίνουν από το στρατόπεδο χάρη πάλι σε κάποιο συνεξόριστό του. Στο πιεστικό αίτημα των αρχών να υπογράψει «δήλωση μετανοίας» ο Ρίτσος αντιστέκεται και τελικά δεν υπογράφει. Τον Ιούλιο του 1950, βαριά ασθενής, απολύεται από τη Μακρόνησο. Περίπου ένα μήνα μετά συλλαμβάνεται εκ νέου και επανεξορίζεται. Μετά τη διάλυση του στρατοπέδου στη Μακρόνησο μεταφέρεται στον Αϊ-Στράτη.

Δελτίο ταυτότητας κρατούμενου στη Μακρόνησο

Η ποιητική παραγωγή αυτής της περιόδου είναι μεγάλη: γράφει τη συλλογή Ακροβολισμός, ένα ακόμα Ημερολόγιο εξορίας, το ποίημα Γράμμα στο Ζολιό Κιουρί και μεταφράζει ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ. Αποσπάσματα από το ποίημα Γράμμα στο Ζολιό Κιουρί, που έχει σταλεί στο Βουκουρέστι, μεταφράζονται στα γαλλικά από τη Μέλπω Αξιώτη και κυκλοφορούν το 1951 εκτός εμπορίου. Είναι η πρώτη εμφάνιση μετάφρασης έργου του Ρίτσου σε αυτοτελή μορφή.

Συγκλονισμένος από την είδηση της εκτέλεσης του Μπελογιάννη γράφει στον Αϊ-Στράτη την ίδια μέρα, 30 Μαρτίου 1952, το ποίημα Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο. Συνεξόριστοί του αντιγράφουν το ποίημα σε τσιγαρόχαρτα και το «φυγαδεύουν» στη Ρουμανία, όπου και εκδίδεται από το εκδοτικό του ΚΚΕ «Νέα Ελλάδα». Είναι σε εξέλιξη αγώνες για την απελευθέρωση του Ρίτσου. Σε επιστολές προς την αδερφή του, τον Ιούνιο, γράφει:

Λουλίτσα μου, χτες το βράδυ πήρα το τηλεγράφημά σου το σχετικό με την έφεση. Δεν ξέρω αν πρέπει να χαρώ ή όχι. Φοβάμαι μήπως δε γίνει τίποτα και ταλαιπωρηθώ άδικα στα τμήματα μεταγωγών. Θα δούμε ακόμη δεν είχα καμιά ειδοποίηση από τη Διοίκηση.

Λες να ανταμώσουμε σύντομα Λουλίτσα; Το ελπίζεις; Εγώ πολύ λίγο (Ρίτσος, 1997: 266).

Επιστρέφει τελικά από την εξορία τον Αύγουστο. Εργάζεται και πάλι στις εκδόσεις Γκοβόστη ως επιμελητής και διορθωτής κειμένων. Εκλέγεται στη Διοικούσα Επιτροπή της νεοσύστατης ΕΔΑ.

Τα επόμενα χρόνια η κυκλοφορούν μεταφράσεις του ξένων ποιημάτων και πολλές δικές του ποιητικές συλλογές, ανάμεσα σε άλλες οι σημαντικές συνθέσεις Ρωμιοσύνη και Η Κυρά των Αμπελιών ενσωματωμένες στη Αγρύπνια. Παντρεύεται με τη Γαρυφαλιώ Γεωργιάδη ―γιατρό από τη Σάμο―-, γεννιέται το «Πρωινό άστρο» ―η μονάκριβη κόρη του Έρη―, και πραγματοποιεί το πρώτο του ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση.

4. Η Τέταρτη Διάσταση

Η Σονάτα του σεληνόφωτος (1956), για την οποία ο Ρίτσος κερδίζει το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (εξ ημισείας με τον Άρη Δικταίο), εγκαινιάζει μια σειρά ποιητικών μονολόγων, που θα συγκεντρωθούν το 1972 στον τόμο Τέταρτη Διάσταση.

Τον Φεβρουάριο του 1957 δημοσιεύεται στο περιοδικό Les Lettres Françaises άρθρο του Αραγκόν για τον Ρίτσο και ολόκληρη Η σονάτα του σεληνόφωτος σε γαλλική μετάφραση. Ο μεταφραστής, Αλέκος Καταζάς, υποστηρίζει ότι το ποίημα «εκφράζει το τραγικό αδιέξοδο στο οποίο έχει περιπέσει ο ατομικός και ολόκληρος ο αστικός πολιτισμός». Ο Αραγκόν ωστόσο, μεταγράφοντας τη θέση του Καταζά σε ερώτηση, επιχειρεί ευθέως τη διάνοιξη του ερμηνευτικού ορίζοντα του έργου σε περισσότερες κατευθύνσεις. Η δημοσίευση πάντως, με την ενθουσιώδη παρουσίαση του Αραγκόν, που αποκαλεί τον Ρίτσο «Έλληνα Άμλετ», σηματοδοτεί τη διεθνή αναγνώριση του ποιητή.

Στην Τέταρτη Διάσταση αρχίζει ουσιαστικά η εμπλοκή του Ρίτσου με την αρχαιότητα σε 12 μείζονες συνθέσεις αρχαιογνωστικού τύπου. Είναι παράλληλα τα ποιήματα στα οποία αναπτύσσεται η μυθολογική του μέθοδος: το μυθολογικό-ιστορικό υπόβαθρο δίνεται μέσα από την περιγραφή της αρχέτυπης οικογένειας, που συμβολοποιείται συνηθέστερα στο πρότυπο της οικογένειας των Ατρειδών, και τις πράξεις αρχαίων ηρώων. Στον ίδιο καμβά αποτυπώνεται και η προσωπική μνήμη της παιδικής ηλικίας του ποιητή: η μνήμη της δικής του οικογένειας, που σφραγίστηκε κι αυτή από τα χτυπήματα της μοίρας. Ο συμφυρμός των δύο αυτών στοιχείων ζωντανεύει απολύτως πρωτότυπους ήρωες, οικείους και μαζί μακρινούς, την εξιδανικευμένη μορφή μιας μάνας Κλυταιμνήστρας, ενός τρομερού κυρίαρχου πατέρα κ.α. Παράλληλα τα γνωστά απότο μύθο γεγονότα ξαναζωντανεύουν μετατοπισμένα στο υπαρξιακό πεδίο που δημιουργεί ένας διάχυτος προβληματισμός: «προς τι;»

Αρχίζει παράλληλα να γράφεται η πρώτη σειρά των ολιγόστιχων ποιημάτων με τίτλο Μαρτυρίες που εγκαινιάζουν «μια νέα περίοδο των μικρών ποιημάτων, μέσα στην οπτική της Τέταρτης Διάστασης» (Προκοπάκη, 1981: 39).

Ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί ορισμένα αποσπάσματα της Ρωμιοσύνης τον Ιανουάριο του 1966. Στο δίσκο, που κυκλοφορεί την ίδια χρονιά, τους στίχους ερμηνεύει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

Παρτιτούρα του Μίκη Θεοδωράκη. Πηγή: Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας

5. Η δεύτερη περίοδος της εξορίας

Αμέσως μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ο Ρίτσος ειδοποιείται από τους φίλους του να φύγει. Αρνείται, ετοιμάζει τη βαλίτσα του και περιμένει. Τα χειρόγραφά του και το αρχείο του μεταφέρονται προς φύλαξη σε σπίτια φίλων. Ο Ρίτσος συλλαμβάνεται αμέσως, μεταφέρεται στον Ιππόδρομο του Νέου Φαλήρου μαζί με χιλιάδες άλλους συλληφθέντες και λίγες μέρες αργότερα εξορίζεται στη Γυάρο. Σύντομα μεταφέρεται στη Λέρο. Μετά τον εγκλεισμό του επισπεύδεται μια προγραμματισμένη έκδοση ποιημάτων του στα γαλλικά, στην οποία συμπεριλαμβάνονται πέντε ποιήματα της ανέκδοτης ακόμα συλλογής στα ελληνικά Ταναγραίες. Τρία από τα ανέκδοτα ποιήματα παρουσιάζονται στα ελληνικά. Τα χειρόγραφα έχει στείλει ο Ρίτσος πριν τη σύλληψή του στη Χρύσα Προκοπάκη.

Τον Αύγουστο του 1968 ο Ρίτσος οδηγείται στο αντικαρκινικό κέντρο «Άγιος Σάββας» στην Αθήνα μετά από σχετική ιατρική γνωμάτευση. Περίπου ένα μήνα αργότερα μεταφέρεται και πάλι στη Λέρο. Γράφει μέσα σε μια μέρα, το Σεπτέμβριο, τα περισσότερα από τα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας μετά από αίτημα του επίσης κρατούμενου Μίκη Θεοδωράκη να του αποστείλει πρόσφατους στίχους του προς μελοποίηση. Δεν καταφέρνει ωστόσο να στείλει τα ποιήματα. Γράφει επίσης τα Επαναλήψεις. Σειρά δεύτερη και Πέτρες. Τέλη Οκτωβρίου του δίνεται η άδεια να πάει στη Σάμο για λόγους υγείας, όπου βρίσκεται σε καθεστώς περιορισμού στο σπίτι της γυναίκας του. Έχει προηγηθεί κύμα εντονότατων διαμαρτυριών σε ολόκληρη την Ευρώπη για το γεγονός της κράτησης του ποιητή.

Καταφέρνει από τη Σάμο να στείλει στο Παρίσι, στη Χρύσα Προκοπάκη, τις συλλογές Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα για να μεταφραστούν στα γαλλικά και να εκδοθούν εκφράζοντας την επιθυμία η έκδοση να περιλαμβάνει και το ελληνικό κείμενο. Η έκδοση πραγματοποιείται το 1971 από τον οίκο Gallimard με πρόλογο του Λουί Αραγκόν, ενώ η πρώτη ελληνική έκδοση κυκλοφορεί την επόμενη χρονιά. Τέλη Οκτωβρίου 1970 αίρεται ο κατ' οίκον περιορισμός και ο Ρίτσος επιστρέφει οριστικά στην Αθήνα, όπου, το Δεκέμβριο, υποβάλλεται σε εγχείρηση.

Χωρίς να εκλείπει η αγωνιστική διάθεση, όπως στο ποίημα Ο αφανισμός της Μήλος (1969) ή στα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1968), η κυρίαρχη αίσθηση που αποπνέουν τα ποιήματα αυτών των χρόνων αποκρυσταλλώνεται σε μια αίσθηση ματαιότητας. Ωστόσο μετά την επάνοδό του στην Αθήνα, μέσα ακόμα στην περίοδο της δικτατορίας, ο Ρίτσος συνθέτει τα έργα που αποδεικνύουν ακατάβλητη την επαναστατική του διάθεση, εκφρασμένη τώρα με τρόπο ανανεωμένο: Κωδωνοστάσιο και Γκραγκάντα (1972).

Από την άλλη, έχει έρθει για τον Ρίτσο η ώρα της ύψιστης αναγνώρισης: του αποδίδονται μια σειρά εγχώριες και διεθνείς διακρίσεις, η πιο σημαντική από τις οποίες είναι το Βραβείο Λένιν στη Μόσχα (1977). Ο λόγος του καθηγητή Σαββίδη κατά τη βραδιά της αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1976) συμπράττει σημαντικά στην ανανέωση της προσληπτικής οπτικής πάνω στο έργο του Ρίτσου και του προσφέρει την κατοχύρωση της ακαδημαϊκής αποδοχής. Το Νόμπελ δεν το πήρε, παρόλο που προτάθηκε.

6. Αυτοβιογραφώντας (ώς) το τέλος

μόνος με πυκνωμένες νύχτες κάτω απ' τα έπιπλα με αναρίθμητα αόρατα πλήθη στον αέρα και στο χώμα

Έτσι περίπου ο Ρίτσος επανέρχεται στις αυτοβιογραφικές του τάσεις το 1977 με τη σύνθεση Το τερατώδες αριστούργημα συμπλέκοντας τώρα την αυτοβιογραφία με την ιστορία. Σύνθεση χειμαρρώδης, απολογισμός και αναπόληση των γεγονότων και των συνθηκών μέσα στις οποίες διαμορφώθηκε ποιητικά και κοινωνικά.

Στη μυθιστορηματική εννεαλογία με τον γενικό τίτλο Εικονοστάσιο ανωνύμων αγίων (1983-1986) παρακολουθεί κάνεις μια τολμηρή συνένωση ατομικών και κοινωνικών βιωμάτων και ερωτικών φαντασιώσεων.

Αφιέρωση στο ζεύγος Μιλλιέξ. Από την ψηφιακή συλλογή Χειρόγραφες αφιερώσεις στη συλλογή βιβλίων του ζεύγους Μιλλιέξ

Ο Γιάννης Ρίτσος πεθαίνει στις 11 Νοεμβρίου 1990. Στις συλλογές που άφησε ανέκδοτες και που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του υπό τον γενικό τίτλο Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα τον παρατηρούμε να αποχαιρετά το «Τελευταίο καλοκαίρι» της ζωής του, στο Καρλόβασι, στις 3 Σεπτεμβρίου:

[…] τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη, θα ξανακοιτάξω
τους στίχους που έγραψα Ιούλιο και Αύγουστο
αν και φοβάμαι, πως τίποτα δεν πρόσθεσα, μάλλον
πως έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς ανάμεσα τους διαφαίνεται
η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι
με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,
με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα,
με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ' τα μπαλκονάκια
και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα 'ναι το τελευταίο.
«Τελευταίο καλοκαίρι», Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα

Αγγέλα Γιώτη*

© 2014 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



* Υλικό για το χρονολόγιο έχει αντληθεί από το Αγγέλα Γιώτη, «Γιάννης Ρίτσος 2009. Εκατό χρόνια από τη γέννησή του. Ψηφιακό αρχείο. Στοιχεία βιογραφίας», (Ε.ΚΕ.ΒΙ.). Για τις βιβλιογραφικές πηγές που δεν δηλώνονται εντός του κειμένου βλ. την ενότητα Εργογραφία-Βιβλιογραφία.