«Οι δεκαετίες του 1860 και 1870 σημάδεψαν όσο λίγες τη νεότερη ιστορία των Βαλκανικών χωρών, εγκαινιάζοντας μια μακρά περίοδο εθνικών ανταγωνισμών και συγκρούσεων. Τότε εμφανίζεται στο προσκήνιο ο βουλγαρικός παράγοντας, αρχίζει ο ανταγωνισμός Ελλήνων και Βουλγάρων για τη Μακεδονία και τη Θράκη, ενώ αναδύεται και ο αλβανικός εθνικισμός.
Στο ξεκίνημα της δεκαετίας, ο βουλγαρικός εθνικισμός, διαθέτοντας την υποστήριξη των Ρώσων πανσλαβιστών, εξασφάλισε την εκκλησιαστική αυτονομία των βουλγαρικών επαρχιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ίδρυση της Εξαρχίας προκάλεσε την αντίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που κήρυξε, τελικά, τη βουλγαρική Εκκλησία σχισματική.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1870, οι εξεγέρσεις των χριστιανών Σλάβων της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και της Βουλγαρίας έδωσαν στη Ρωσία την ευκαιρία να επέμβει στρατιωτικά. Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1877-1878) έληξε με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, που προέβλεπε την ίδρυση μεγάλης βουλγαρικής ηγεμονίας. Όλο αυτό το διάστημα οι ελληνικές κυβερνήσεις, κάτω από ισχυρή βρετανική πίεση, απέφυγαν να κινηθούν στρατιωτικά. Μόνο το φάσμα της επιβολής των πανσλαβικών σχεδίων ώθησε την Αθήνα να υποστηρίξει εξεγέρσεις στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και την Κρήτη. Τελικά, χάρη στην αντίθεση της Βρετανίας και της Αυστρίας, οι όροι του Αγίου Στεφάνου ανατράπηκαν από το Συνέδριο του Βερολίνου, που επέβαλε την ίδρυση δύο ηγεμονιών, της Βουλγαρίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας, ενώ έδωσε παράταση ζωής στην οθωμανική κυριαρχία στη Μακεδονία.
Στο Βερολίνο η ελληνική πλευρά, απέσπασε ως αντάλλαγμα για την αυτοσυγκράτηση που επέδειξε σε όλη τη διάρκεια της κρίσης, υπόσχεση για τη "διαρρύθμιση" των συνόρων της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Χρειάστηκαν, όμως, άλλα τρία χρόνια επίπονης διπλωματικής προσπάθειας, μέχρι να παραχωρηθούν τελικά στην Ελλάδα η Θεσσαλία (πλην της επαρχίας Ελασσόνας) και η Άρτα.»