«Από τα μέσα του καλοκαιριού του χρόνου αυτού [1825] γίνηκε φανερό σ’ όλους- και στους δικούς μας, και στους εχθρούς, και στους ξένους- πως μπροστά στο Μεσολόγγι παιζόταν το μέγα δράμα του αγώνα. Ορθώθηκε, η μικρή αυτή πολιτεία, δώδεκα μήνες άπαρτο ταμπούρι της λευτεριάς. Άγνωστη σχεδόν ως τότε, άρχισε να προφέρεται τ’ όνομά της από τα χείλια εκατομμυρίων ανθρώπων, για να γίνει, στο τέλος, θρύλος και δόξα.
Τα πάρσιμο της Τριπολιτσάς, η σφαγή της Χίου, τα κατορθώματα του Κανάρη και των άλλων μπουρλοτιέρηδων, η καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια, οι νίκες των ναυτικών μας με τα σιτοκάραβά τους ενάντια στις τούρκικες φρεγάδες, τα Ψαρά, το χάνι της Γραβιάς, σπάζοντας τον επίσημο κλοιό της σιωπής, ξάφνιασαν τους λαούς, που ζούσαν κάτω από την αντιδραστική παλίρροια της Ιερής Συμμαχίας. Η ηρωική όμως άμυνα του Μεσολογγίου, η έξοδος και τ' ολοκαύτωμα, προκάλεσαν καθολική συγκίνηση και θαυμασμό. Ο τέτοιος δοξασμένος θάνατος δεν είταν, όπως φάνηκε την πρώτη στιγμή, το τέλος της πολύχρονης πάλης, μα η αρχή της δικαίωσης τόσων θυσιών. Μέσα από τα ερείπια και τις στάχτες της μικρής πολιτείας των φτωχών ψαράδων πρόβελνε, κόκκινη από το αίμα και μαύρη από το μπαρούτι, η λευτεριά.»