Περιμένουμε τα σχόλια σας

Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας

«Η νέα πολιτική ηγεσία στάθηκε ανίκανη να οργανώσει τις εθνικές δυνάμεις και ν’ ανταπεξέλθει στους κινδύνους που είχε ν’ αντιμετωπίσει η Επανάσταση το 1825, όταν ο Μουχαμέτ Αλή, ο αντιβασιλιάς της Αιγύπτου, με τα τακτικά στρατεύματά του και τον ευρωπαϊκά οργανωμένο στόλο του, μπήκε ενεργά στον πόλεμο. Το 1825 ο Ιμπραήμ πασάς, ο γιος του Μουχαμέτ Αλή, αφού πρώτα κατάπνιξε την επανάσταση στην Κάσο και στην Κρήτη, αποβίβαζε σημαντικά ταχτικά στρατεύματα στην Πελοπόννησο. Για δυο χρόνια, απ’ το 1825 ως το 1827, ο Ιμπραήμ ρήμαζε τη χώρα. Με την κατάληψη του Μεσολογγίου (1826), που η θρυλική του "έξοδος" αναζωπύρωσε τον ευρωπαϊκό φιλελληνισμό, και με το πάρσιμο της Ακρόπολης των Αθηνών, οι Τούρκοι έγιναν κύριοι της Στέρεας Ελλάδας και η Επανάσταση φάνηκε ότι θα έσβηνε. Η κυβέρνηση, τρομοκρατημένη, δεν έκανε τίποτα σοβαρό για ν’ αντιμετωπίσει την κατάσταση. Είχε τοποθετήσει όλες τις ελπίδες της στη ξένη βοήθεια κι εμπιστευτεί στην Αγγλία την υπόθεση της Ανεξαρτησίας. Ωστόσο οι εθνικές δυνάμεις φαίνονταν ανεξάντλητες. Συσπειρωμένες γύρω απ' τον Κολοκοτρώνη στην Πελοπόννησο, τον Καραϊσκάκη στη Στερεά Ελλάδα, τον Μιαούλη και Σαχτούρη στη θάλασσα, αναζωογονούσαν την αντίσταση κι υποχρέωναν τις μεγάλες Δυνάμεις, Ρωσία, Αγγλία και Γαλλία, να επέμβουν στο Ελληνικό ζήτημα που, απ' την αρχή, διατάραζε τη διπλωματία τους.»

Η γέννηση ενός κράτους-έθνους

«Στην επετηρίδα των πολεμικών συγκρούσεων στη διάρκεια της Επανάστασης εμβληματική θέση κατέχουν οι πολιορκίες και τελικά η άλωση του Μεσολογγίου. Η σπουδαιότητα της πόλης ήταν μεγάλη. Ήταν η έδρα του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και πόλος έλξης πολλών φιλελεύθερων φιλελλήνων που εμπνέονταν από τις ίδιες αξίες. Υπήρξε επίσης σημαντικό εμπορικό λιμάνι και μάλιστα κερδοφόρο, συνεισφέροντας χρήματα στο κρατικό ταμείο. Αποτελούσε, τέλος, τη μεγαλύτερη πόλη στη δυτική Στερεά Ελλάδα και ενδιάμεσο σταθμό για τα στρατεύματα που κινούνταν προς τον Νότο από την περιοχή της Ηπείρου. Η πρώτη πολιορκία ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1822 και ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του ίδιου έτος. Τον Απρίλιο του 1825 ξεκίνησε η δεύτερη πολιορκία του από τους Οθωμανούς με επικεφαλής τον Κιουταχή. Ωστόσο, η αποτυχία του προκάλεσε εντύπωση, αύξησε τη δυσαρέσκεια εναντίον του και οδήγησε στην άφιξη του Ιμπραήμ.»

Η κρίσιμη τριετία, 1825-1827

«Οι μαχητές του Μεσολογγίου, οι δημιουργοί του κορυφαίου γεγονότος της Επανάστασης, πολεμώντας μέσα από το τειχάκι της μικρής πόλης και κατά την έξοδο από αυτή, έδειξαν ποια είναι τα ακραία όρια της ανθρώπινης ευψυχίας. Οι Έλληνες συγκλονισμένοι, συνειδητοποίησαν πόσο δύσκολη ήταν η κατάσταση. Παρόλο, όμως, που το συλλογικό άρχισε να κερδίζει έδαφος, οι φιλοδοξίες των πολιτικών και στρατιωτικών δεν καταλάγιασαν. Αντίθετα, ο φιλελληνισμός, που είχε καμφθεί εξαιτίας των εμφυλίων πολέμων, φούντωσε ξανά σε όλη την Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Άρχισε να κινείται δραστήρια και να στέλνει τρόφιμα, χρήματα και πολεμοφόδια σε μεγάλες ποσότητες. Στη διάρκεια του ενός χρόνου που το Μεσολόγγι έμεινε απόρθητο, η Επανάσταση, αν και σε κρίσιμη φάση, δεν έσβησε και, επομένως το αγγλικό σχέδιο και οι αγγλο-ρωσικές διαπραγματεύσεις, που έθεσαν τις βάσεις για την επίλυση του ελληνικού ζητήματος με διπλωματικά μέσα, έγιναν σε χρονική περίοδο που η Επανάσταση όχι μόνο ήταν ζωντανή αλλά και που προκαλούσε το θαυμασμό της Ευρώπης για την αντοχή και το σθένος των πολιορκημένων.»

Η κρίσιμη τριετία, 1825-1827

«Από τις πρώτες εβδομάδες της πολιορκίας, ο κλοιός άρχισε να στενεύει επικίνδυνα και από την ξηρά και από τη θάλασσα. Οι πολιορκημένοι με υπεράνθρωπες προσπάθειες ανταπέδιδαν τα πυρά και τους κανονιοβολισμούς, απέκρουαν επιθέσεις και ενεργούσαν αντεπιθέσεις, επιδιόρθωναν τα ρήγματα του τείχους και κατασκεύαζαν πρόχειρα οχυρώματα σε μια δεύτερη γραμμή άμυνας. Το Ανατολικό (Αιτωλικό) και τα νησιά της λιμνοθάλασσας, το Βασιλάδι, η Κλείσοβα και ο Ντολμάς, αποτέλεσαν στόχο των πολιορκητών αλλά και σοβαρά ερείσματα των πολιορκημένων. Γρήγορα, ωστόσο, βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Η έλλειψη πολεμοφοδίων, τροφίμων και νερού, οι επιδημίες άρχισαν να γίνονται πιεστικά ως ανυπέρβλητα προβλήματα και να θέτουν σε δοκιμασία την αντοχή τους. Εκεί, όμως, που όλα έδειχναν ότι δεν υπήρχαν άλλα περιθώρια, στα μέσα Ιουλίου αναθέρμανε τις ελπίδες τους η είδηση ότι σύντομα φθάνουν σε βοήθεια ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και ο Κίτσος Τζαβέλλας. […] Τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο οι πολιορκημένοι δέχθηκαν νέες επιθέσεις, μεγάλο μέρος του τείχους από τα συνεχή πλήγματα κατέρρευσε αλλά και η άμυνα ενισχύθηκε σοβαρά. Στο Μεσολόγγι μπήκαν πάνω από 1.000 άνδρες και ο στόλος έφερε νέα πολεμοφόδια και τρόφιμα. Σημαντικές υπήρξαν και οι επιτυχίες των οπλαρχηγών, που εμπόδιζαν τον ανεφοδιασμό του Κιουταχή. Η επίθεση Καραϊσκάκη μαζί με άλλους οπλαρχηγούς στον Καρβασαρά (Αμφιλοχία), στις 28 Σεπτεμβρίου, προκάλεσε πολλές απώλειες. Οι επιτιθέμενοι, γι' άλλη μια φορά, αποκόμισαν πλούσια λάφυρα. Από αυτή τη δράση εκτός των τειχών προκλήθηκαν στο τουρκικό στρατόπεδο ελλείψεις και σημειώθηκαν λιποταξίες.»

Μεσολόγγι, το έπος της μεγάλης πολιορκίας

«Από τα μέσα του καλοκαιριού του χρόνου αυτού [1825] γίνηκε φανερό σ’ όλους- και στους δικούς μας, και στους εχθρούς, και στους ξένους- πως μπροστά στο Μεσολόγγι παιζόταν το μέγα δράμα του αγώνα. Ορθώθηκε, η μικρή αυτή πολιτεία, δώδεκα μήνες άπαρτο ταμπούρι της λευτεριάς. Άγνωστη σχεδόν ως τότε, άρχισε να προφέρεται τ’ όνομά της από τα χείλια εκατομμυρίων ανθρώπων, για να γίνει, στο τέλος, θρύλος και δόξα.

Τα πάρσιμο της Τριπολιτσάς, η σφαγή της Χίου, τα κατορθώματα του Κανάρη και των άλλων μπουρλοτιέρηδων, η καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια, οι νίκες των ναυτικών μας με τα σιτοκάραβά τους ενάντια στις τούρκικες φρεγάδες, τα Ψαρά, το χάνι της Γραβιάς, σπάζοντας τον επίσημο κλοιό της σιωπής, ξάφνιασαν τους λαούς, που ζούσαν κάτω από την αντιδραστική παλίρροια της Ιερής Συμμαχίας. Η ηρωική όμως άμυνα του Μεσολογγίου, η έξοδος και τ' ολοκαύτωμα, προκάλεσαν καθολική συγκίνηση και θαυμασμό. Ο τέτοιος δοξασμένος θάνατος δεν είταν, όπως φάνηκε την πρώτη στιγμή, το τέλος της πολύχρονης πάλης, μα η αρχή της δικαίωσης τόσων θυσιών. Μέσα από τα ερείπια και τις στάχτες της μικρής πολιτείας των φτωχών ψαράδων πρόβελνε, κόκκινη από το αίμα και μαύρη από το μπαρούτι, η λευτεριά.»

Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία

«Η χειμερινή περίοδος δεν είχε φέρει τη συνηθισμένη ανάπαυλα. Οι ελπίδες των Ελλήνων ότι ο Κιουταχής θα έλυνε την πολιορκία του Μεσολογγίου έσβησαν πολύ γρήγορα. Αντί γι’ αυτό, στις αρχές του Ιανουαρίου του 1826, ο Ιμπραήμ, χρησιμοποιώντας ως βάση το Κρυονέρι, συγκέντρωσε μεγάλες δυνάμεις γύρω από την οχυρωμένη πόλη, η όποια ήταν, επιπλέον, και στενά αποκλεισμένη από τη θάλασσα. Στις 9/21 Ιανουαρίου 1826 εμφανίστηκε ο Μιαούλης με κάπου είκοσι πέντε πλοία- η δαπάνη τους είχε καλυφθεί με δημόσιο έρανο- κι επανέλαβε το καταπληκτικό κατόρθωμα που είχε επιχειρήσει και τον Αύγουστο του 1825: ανάγκασε τα τουρκικά πλοία να αναζητήσουν καταφύγιο κάτω από τα κανονιοβολεία της Πάτρας και ανεφοδίασε την πόλη για δύο μήνες. Αυτή τη φορά όμως δεν μπόρεσε ν’ αποκτήσει τον θαλάσσιο έλεγχο της περιοχής. οι προμήθειες και τα πυρομαχικά τού είχαν τελειώσει κι έπρεπε να γυρίσει στη βάση του. Στις αρχές Μαρτίου, οι Αιγύπτιοι, μ' ένα στολίσκο από τριάντα δύο κανονιοφόρα με επίπεδο πυθμένα, κατέλαβαν το Βασιλάδι, τον Ντολμά, το Αιτωλικό και το Μοναστήρι. Το ίδιο το Μεσολόγγι βομβαρδιζόταν συνεχώς και η πόλη είχε μεταβληθεί σε ερείπια. Οι κάτοικοι, εκτεθειμένοι στη βροχή και το κρύο και αντιμετωπίζοντας σε κάθε βήμα τη λάσπη και το νερό, βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση.»

Η κρίσιμη τριετία, 1825-1827

«Ο Φεβρουάριος του 1826 υπήρξε ένας φοβερός μήνας με πολλά θύματα από τους συνεχείς κανονιοβολισμούς. Οι υπερασπιστές με μεγάλη αυταπάρνηση προσπαθούσαν, κυρίως τις νύχτες, να υψώσουν όπως όπως τα οχυρά τους. […] Στις αρχές Μαρτίου οι προτάσεις του Ιμπραήμ για άνευ όρων παράδοση απορρίφθηκαν. Στις 25 Μαρτίου δέχθηκε τρομερή επίθεση η Κλείσοβα, που αποκρούσθηκε. Οι απώλειες των Αιγυπτίων, όπως και στο Βασιλάδι, ήταν μεγάλες. Ο Ιμπραήμ, συγκλονισμένος από αυτές- ανάμεσα στους νεκρούς και ένα μεγάλο όνομα, ο γαμπρός του, Χουσεΐν μπέης, που είχε υποτάξει την Κρήτη- απέφυγε νέες επιθέσεις. Συνέχισε τους σφοδρούς κανονιοβολισμούς και περίμενε να λυγίσουν οι υπερασπιστές από την πείνα. Ο στόλος, υδραίικα και σπετσιώτικα πλοία, στο τέλος Μαρτίου, παρά τις προσπάθειες δεν μπόρεσαν να διασπάσουν τις γραμμές του διπλάσιου αντίπαλου στόλου και ο Καραϊσκάκης χωρίς τα αναγκαία, αδυνατούσε να επιτεθεί στο τουρκο-αιγυπτιακό στρατόπεδο. Οι πολέμαρχοι, κάτω από αυτές τις συνθήκες αποφάσισαν έξοδο την Κυριακή των Βαΐων, στις 10 Απριλίου και ενημέρωσαν τις δυνάμεις του στρατοπέδου της Δερβέκιστας, για να ενεργήσουν ταυτόχρονα επίθεση στα νώτα του αντιπάλου. Σύμφωνα με το σχέδιο, όσοι δεν μπορούσαν να μετακινηθούν παρέμειναν οχυρωμένοι στα σπίτια, για να πεθάνουν πολεμώντας, και όσοι είχαν ακόμη δυνάμεις, μαζί και τα γυναικόπαιδα, χωρισμένοι σε τρία τμήματα, θα επιχειρούσαν, με το όπλο και το γιαταγάνι στο χέρι, την έξοδο.»

Απομνημονεύματα της Επαναστάσεως των Ελλήνων

«Από τα μέσα Φεβρουαρίου (1826) άρχισαν πολλαίς φαμελλιαίς να υστερούνται το ψωμί. Μια Μεσολογγίτισσα, Βαρβάρηνα ωνομάζετο, ήτις περίθαλπεν ασθενήν (και) τον αυτάδελφόν μου Μήτρον, ετελείωσεν την θροφήν της και μυστικά (μαζί) με άλλαις δύο φαμελλιαίς Μεσολογγίτικες, έσφαξαν ένα γαϊδουράκι και το έφαγαν. Ταις ηύρα οπού έτρωγαν ερώτησα που ηύραν το κρέας και τρόμαξεν η ψυχή μου όταν άκουσα ότι ήτον γαϊδούρι. Μια συνδροφιά στρατιωτών Κραβαριτών είχεν έναν σκύλον και, κρυφά και αυτοί, τον έσφαξαν και τον μαγείρευσαν. Εμαθητεύθη και τούτο. Ημέραν παρ' ημέραν αυξάνουσα η πείνα, έπεσεν και η πρόληψις και όλα του να τρώγουν ακάθαρτα και άρχισαν αναφανδόν πλέον να σφάζουν άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια και ακόμη να τα πωλούν μία λίρα την οκά οι ιδιοκτήται (των) και πού να προφθάσουν; Τρεις ημέραις απέρασαν και τελείωσαν και αυτά τα ζώα… Ο συνεργάτης του κου Γ. Μεσθενέα τυπογράφου, καθήμενος εις την οικίαν μας, έσφαξεν και έφαγεν μίαν γάταν και έβαλεν τον ψυχογυιόν του Στορνάρη και εσκότωσαν άλλην μίαν. Τούτος υπέμνησεν εις τους άλλους (να πράξουν το ίδιον) και εις ολίγαις ημέραις γάτα δεν έμεινεν. Ο Αγιομαυρίτης ιατρός (Π. Στεφανίτσης) εμαγείρευσεν τον σκύλον του με λάδι, από το οποίον είχαμεν αρκετόν και επαινούσεν το φαγί του ότι ήτον το πλέον νοστιμώτερον.»

Η γέννηση ενός κράτους-έθνους

«Στις 4 Απριλίου του 1826 απεσταλμένοι των Οθωμανών διεμήνυσαν στους πολιορκημένους να παραδοθούν, για να λάβουν όμως την παρακάτω αρνητική απάντηση: "Η φρουρά του Μεσολογγίου απέδειξεν εναργέστατα εν ήδη έτος τίνι τρόπω παραδίδει τα όπλα ες τους εχθρούς της. Επολέμησε και θέλει πολεμήσει και έως την υστερινήν ημέραν με όλην την γενναιότητα και αν μέχρι τέλους δεν ιδή καμμίαν βοήθειαν, τότε πάλιν θέλει ορμήσει καθ' υμών και ή θέλει αποθάνει ενδόξως εντός των οχυρωμάτων σας και των στρατοπέδων σας, ή θέλει εξέλθει με το ξίφος εις τας χείρας, αφού πρώτον διασπείρει εις όλους υμάς τον όλεθρον".»

Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία

«Απελπισμένοι πια, οι υπερασπιστές του Μεσολογγίου αποφάσισαν να επιχειρήσουν έξοδο. Υπήρχαν 3.000 πολεμιστές, από τους οποίους μερικοί δεν είχαν ούτε όπλα, και 9.000 άμαχοι- γέροι, έφηβοι, γυναίκες και παιδιά. Σύμφωνα με το σχέδιο που είχαν καταστρώσει, θα δοκίμαζαν ν' ανοίξουν δρόμο μέσ’ από τις δυνάμεις που πολιορκούσαν την πόλη, ελπίζοντας ότι μέσα στη γενική αναταραχή, το μεγαλύτερο μέρος της φρουράς και των άμαχων θα κατόρθωνε να ξεφύγει. Το απεγνωσμένο αυτό εγχείρημα αποφασίστηκε να γίνει τη νύχτα της 10ης προς 11η/22ας προς 23η Απριλίου. Είχαν συνεννοηθεί και με τον Καραϊσκάκη να χτυπήσει την ίδια νύχτα με 1.500 Ρουμελιώτες τα νώτα του εχθρού από τα βουνά που βρίσκονταν πίσω από την πόλη. Μια ομοβροντία από την κορυφογραμμή του Ζυγού (Αράκυνθου) θα έδινε το σύνθημα στη φρουρά ν’ αρχίσει την έξοδο. Η φρουρά θα οδηγούσε τους πολιορκημένους μέσ’ από ένα άνοιγμα του τείχους και πάνω από γεφύρια που είχαν στηθεί στην τάφρο. Ένας λιποτάκτης, ωστόσο, πρόδωσε το σχέδιο. Οι Μωαμεθανοί κατόρθωσαν όχι μόνο να συγκρατήσουν τις δυνάμεις του Καραϊσκάκη αλλά και να συγκεντρώσουν στρατεύματα και ιππικό στην πρώτη γραμμή. έδωσαν οι ίδιοι το σύνθημα για την έξοδο, προτού ακόμη πάρουν όλοι οι άνδρες της φρουράς τις θέσεις τους. Μεγάλη σύγχυση επικράτησε όταν οι Μωαμεθανοί άνοιξαν πυρ εναντίον εκείνων που προσπαθούσαν να περάσουν τις γέφυρες. Παρ’ όλα αυτά, η εμπροσθοφυλακή της φρουράς άνοιξε δρόμο ανάμεσα τους. Οι άμαχοι όμως δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν. Η φρουρά τούς περίμενε κάτω από τα καταιγιστικά πυρά του εχθρού, και όταν οι πρώτοι άμαχοι πέρασαν τις γέφυρες, προχώρησε σε φάλαγγες για να φτάσει στο σημείο της συνάντησης, πάνω στις πλαγιές του Ζυγού.»

Απομνημονεύματα της Επαναστάσεως των Ελλήνων

Από τον πρόλογο του σχεδίου Εξόδου που συντάχθηκε το μεσημέρι της 10ης Απριλίου 1826:

«Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος

Βλέποντες τον εαυτόν μας, το στράτευμα και τους πολίτας εν γένει μικρούς και μεγάλους παρ’ ελπίδαν υστερημένους από όλα τα καταπείγοντα αναγκαία της ζωής προ 40 ημέρας και ότι εκπληρώσαμεν τα χρέη μας ως πιστοί στρατιώται της πατρίδος εις την στενήν πολιορκίαν ταύτην και ότι, εάν μίαν ημέραν υπομείνωμεν περισσότερον, θέλομεν αποθάνει όρθιοι εις τους δρόμους όλοι.

Θεωρούντες εκ του άλλου ότι μας εξέλιπεν κάθε ελπίς βοηθείας και προμηθείας, τόσον από την θάλασσαν καθώς και από την ξηράν (ώστε να δυνηθώμεν) να βαστάζωμεν, ενώ ευρισκόμεθα νικηταί του εχθρού, αποφασίσαμεν ομοφώνως: Η έξοδό μας να γίνη βράδυ εις τας δύο ώρας της νυκτός της 10 Απριλίου, ημέραν Σάββατον και ξημερώνοντας των Βαΐων, κατά το εξής σχέδιον, ή έλθη ή δεν έλθη βοήθεια.»

Η κρίσιμη τριετία, 1825-1827

«Οι απώλειες υπήρξαν βαριές, όπως και η αγριότητα που επέδειξαν και ο Ιμπραήμ και ο Κιουταχής εντός της πόλης και προς τους αιχμαλώτους. Από τους άνδρες σώθηκαν 1.300 και ελάχιστες γυναίκες, 1.700 βρήκαν το θάνατο, ανάμεσα τους ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ο Μιχαήλ Κόκκινης, ο Ιάκωβος Μάγερ και άλλοι, κυρίως Γερμανοί φιλέλληνες, ενώ περί τις 6.000 γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν για να πουληθούν στη Μεθώνη ή στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης και της Αλεξάνδρειας. Σε όλο το διάστημα που εκτυλίχθηκε το γεγονός, χάθηκαν περί τις 17.000, το ένα τέταρτο από αυτούς από την πλευρά των επιτιθέμενων.»

Οι γυναίκες της Εξόδου

«Οι γυναίκες του Μεσολογγίου εξευγενίστηκαν από τον Πόνο. Κάποτε ήταν κι αυτές χαρούμενες και "καθημερινές", αδήριτη όμως ανάγκη τις έκανε να ξεχάσουν τον εαυτό τους, να παραμερίσουν την υπερηφάνεια τους και πολλές φορές να αντροποιηθούν. Υπομένουν χωρίς μεμψιμοιρίες και παράπονα, γιατί, με τη βαθιά τους αίσθηση των πραγμάτων, νιώθουν πως "παράπονο χαμός καιρού σ' ό,τι κανείς κι αν χάσει". Από τις πρώτες μέρες της πολιορκίας, με θάρρος κι απλότητα- λες κι αυτός ήταν ο φυσικός τους ρόλος- ανακατεύονται με τους άντρες, κουβαλάνε πολεμοφόδια, λιώνουν εχθρικά βλήματα ή μολύβια απ' τα δίχτυα τους και φτιάχνουν βόλια, αλέθουν σκόνες κι αλοιφές για τους τραυματίες, σκίζουν απ' τα σεντόνια τους λουρίδες για επιδέσμους, κουβαλάνε πέτρες κι επισκευάζουν τα γκρεμισμένα τείχη κι όταν οι πέτρες σωθούν, γκρεμίζουν τα σπίτια τους και παίρνουν άλλες. Και μαζί μ' όλα αυτά, και με τις δουλειές του σπιτιού και τη φροντίδα των παιδιών, έχουν πάντα δίπλα τους το καρυοφίλι, το σπαθί, το μαχαίρι, γιατί τώρα το επάγγελμά τους είναι ο πόλεμος.»

Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα

«Την ημέραν των Βαΐων έκαναν γιουρούσι στο Μισολόγγι οι ήρωες του Μισολογγιού… μας ήλθε είδησις, μεγάλη Τετράδη, εις το δειλινό, που είχε παύσει η Συνέλευσις και είμεθα εις κάτι ίσκιους. Μας ήλθε είδησις ότι το Μισολόγγι εχάθη. Έτσι εβάλαμεν τα μαύρα όλοι, μισή ώρα εστάθη σιωπή που δεν έκρινε κανένας, αλλ' εμέτραε καθένας με τον νουν του τον αφανισμόν μας. Βλέποντας εγώ την σιωπήν, εσηκώθηκα εις το πόδι και τους ωμίλησα λόγια διά να εμψυχωθούν. Τους είπα ότι το Μισολόγγι εχάθη ενδόξως και θα μείνη αιώνας αιώνων η ανδρεία. Εάν βάλωμεν τα μαύρα και οκνεύσωμεν, θα πάρωμεν το ανάθεμα και θα πάρωμεν το αμάρτημα των αδυνάτων όλων.»

Μεσολόγγι, το έπος της μεγάλης πολιορκίας

«Όταν η είδηση της άλωσης του Μεσολογγίου και της εξόδου μαθεύτηκε νύχτα στο Παρίσι, οι φοιτητές σχηματίζουν, τα μεσάνυχτα, μια πρόχειρη διαδήλωση, τρέχουν στο παλάτι, ζητωκραυγάζουν για την Ελλάδα και ζητούν από το βασιλιά Κάρολο να επέμβει για να δοθεί λευτεριά στους Έλληνες.

Τόση είναι η δημοτικότητα της πολύκροτης πολιορκίας, που σ’ αρκετές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, για να ικανοποιήσουν τη δίψα του κοινού, ανεβάζουν θεατρικά έργα με υποθέσεις παρμένες απ’ αυτή. Στο Λονδίνο παίζεται ένα μελόδραμα και στο Παρίσι το θέατρο Οντεόν ανεβάζει, στις 10 του Απρίλη 1828, το σε στίχους δράμα του G. Ozaneaux "Η τελευταία μέρα του Μεσολογγίου". Κύρια πρόσωπα σ’ αυτό είναι ο Νότης Μπότσαρης, ο Καψάλης, ο Τζαβέλας, ο Μάγερ, ο Θέμελης, ο Ταχίρ πασάς, αγωνιστές κι ο λαός του Μεσολογγίου. Το δράμα τελειώνει με την ανατίταξη της μπαρουταποθήκης από τον Καψάλη. Ο Ουγκώ γράφει τον Ιούνη του 1826 τα "Κεφάλια του Σεραγιού".»