Η έξοδος του Μεσολογγίου

Λογοτεχνία

▲▲

Η αηδονόπιτα

(απόσπασμα)


Στις αρχές του Απρίλη απέτυχε και η τελευταία προσπάθεια του σταρένιου αγίου της πόλης, του προστάτη της, του Μιαούλη, να ξεφορτώσει αλεύρι και ζαϊρέδες. Η τελευταία τρύπα ανεφοδιασμού εντοπίστηκε από τα πλοιάρια του κλοιού και κλείστηκε με ισχυρή δύναμη. Την ίδια νύχτα ο Γκάμπριελ κατηφόρισε απ’ την ντάπια και πήγε να τη συναντήσει. Τη βρήκε έξω στην αυλή του μικρού νοσοκομείου. Μόνη ήταν, καθόταν κι ακουμπούσε στο πέτρινο χείλος ενός πηγαδιού.

«Σε περίμενα», του είπε και ανασηκώθηκε.

[…]

Το βράδυ η πόλη γέμισε φανάρια, κόσμος πολύς πήγαινε κι ερχόταν μέσα στα στενά. Άντρες της φρουράς περνούσαν από σπίτι σε σπίτι και διαλαλούσαν στις φαμίλιες να ξεφορτωθούν πράγματα. Δεν είχαν καμιά ελπίδα, τους φώναζαν, αν έβγαιναν έτσι φορτωμένοι σαν τα μουλάρια.

«Έχει χαντάκια όξω!» κραύγαζαν. «Θα κάμετε άλλο βιος όξω, να σωστούμε πρώτα!»

Οι πιο πολλοί καταλάβαιναν κι άφηναν μεσοστρατίς τα συγύρια τους, προικιά, τσάντες και κειμήλια. Όλοι οι δρόμοι θύμιζαν μεγάλο παζάρι, μόνο που όλοι χαρίζανε και δεν έπαιρνε κανείς.

Οι εκκλησίες όλο το απόγευμα ήταν γεμάτες, μιλιούνια κόσμος κοινωνούσε χωρίς αντίδωρο, με το χνότο βρομισμένο απ’ την πείνα γυρνούσε πίσω και χαζίρευε τα απαραίτητα. Είχε βγει σχέδιο που καθοδηγούσε τον κόσμο σε καθεμιά από τις τρεις εξόδους. Τα γυναικόπαιδα και οι φαμελίτες θα βγαίνανε απ’ τ’ ανατολικά στους βάλτους, ένα στενό γεφύρι ήταν ετοιμασμένο να πέσει πάνω απ’ την τάφρο. Οι πληγωμένοι και οι ανήμποροι θα μένανε στην πόλη συντροφιά με την τελευταία μπαρούτη.

[…]

Κάθισαν κάτω στο χώμα και περίμεναν. Γύρω τους σιωπηλές συντροφιές από αρματωμένους. Δυο τρεις τούς κοίταζαν περίεργα, γιατί η έξοδος για τις φαμίλιες ήταν απ’ την άλλη πλευρά. Ο Γκάμπριελ φοβόταν μια διαταγή που θα τους έστελνε προς τα εκεί, ευτυχώς ο χρόνος της πόλης τελείωνε, δεν προλάβαιναν πια.

Ήταν όλοι τους πια κάτω απ’ το φως του φεγγαριού, είχε σελήνη δέκα ημερών. Η μικρή είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της Λαζαρίνας. Κάποια στιγμή έσκυψε και της έδειξε ένα κομμάτι σχοινί.

«Θα δεθούμε μέση με μέση, τα χέρια μου πρέπει να ’ναι ελεύθερα».

«Σάματις δεμένοι δεν είμαστε τόσα χρόνια;» του είπε και γέλασε.

Ύστερα έσφιξε πάνω της το κορμάκι της μικρής, μύρισε ηδονικά τα μαλλιά της κι έκλεισε τα βλέφαρα.

Όταν ένα σύννεφο έκρυψε το φεγγάρι, σκοτάδι απλώθηκε παντού. Είχε έρθει η ώρα. Άνοιξαν οι πόρτες της ντάπιας και ήσυχα άρχισαν να περνούν έξω. Το απόγευμα έπεφταν διάσπαρτες κανονιές απ’ το εχθρικό ορδί, τώρα τα ταμπούρια πέρα απ’ την τάφρο ήταν ήσυχα και σκοτεινά. Πολλοί απ’ αυτούς που περνούσαν την πόρτα της ντάπιας για να βγουν τη φιλούσαν και δάκρυζαν. Περνούσαν ομάδες τώρα γρήγορα πάνω απ’ τη γέφυρα. Όταν ακούστηκαν οι πρώτες μπαταριές απ’ το βάθος, η κολόνα τους ολόκληρη έτσι όπως προχωρούσε αντιλάλησε απ’ τις φωνές. Οι Σουλιώτες, έτοιμοι από ώρα και με γυμνά γιαταγάνια, κραύγαζαν την πολεμική τους ιαχή.

Μια οχλοβοή σηκώθηκε από παντού, τα ντουφέκια ξεκρεμάστηκαν απ’ τους ώμους, και οι πιο πολλοί ξεθηκάρωσαν τα σπαθιά.

«Δίπλα μου!» της είπε μόνο και ξεκρέμασε κι αυτός το ντουφέκι.

Εκείνη έσφιξε τη μικρή πάνω της κι έπιασε τη γεμισμένη πιστόλα με το αριστερό. Το περπάτημα είχε γίνει πια τρεχαλητό. Ευτυχώς είχαν προλάβει να περάσουν τη γέφυρα, πίσω τους στριμώχνονταν πια στο πέρασμά της και τα βόλια πέφτανε βροχή, πολλοί έπεσαν μέσα στο χαντάκι και δεν ξανασηκώθηκαν. Συνέχιζαν να τρέχουν και να σκουντουφλάνε, δεν πυροβολούσαν ακόμα γιατί έβλεπαν μόνο δικούς τους.

Ξαφνικά φάνηκαν μπροστά τους φλόγες, οι πρώτοι Σουλιώτες είχαν πατήσει τα ταμπούρια κι αναποδογύριζαν ό,τι έβλεπαν μπροστά τους, είχαν βάλει φωτιά σε σκηνές και καλύβες. Ο Γκάμπριελ κατάλαβε πως σε λίγο έμπαιναν στην πραγματική μάχη.

Το ευεργετικό σύννεφο εγκατάλειψε όμως τότε το φεγγάρι κι άρχισε σιγά σιγά να αχνοφωτίζει ο κάμπος.

«Όλοι μαζί, μη σκορπάτε τώρα, όλοι μαζί!» ακούστηκε μια φωνή.

Τα βόλια που ως τότε περνούσαν πάνω από τα κεφάλια τους είχαν αρχίσει πια να βρίσκουν τον στόχο τους, καταλάβαιναν δίπλα τους κορμιά να πέφτουν και να μην ξανασηκώνονται.

«Όλοι μαζί!» ακούστηκε πάλι η φωνή.

Είχαν μπει πια στο εχθρικό στρατόπεδο, έβλεπαν δεξιά κι αριστερά σφαγμένους Τούρκους κι Αράπηδες, σκηνές και καλύβες που είχαν λαμπαδιάσει φώτιζαν τον τόπο, οι Σουλιώτες μπροστά συνέχιζαν ν’ ανοίγουν δρόμο. Βρίσκονταν όμως πια μέσα σε πυκνά εχθρικά πυρά. Πολλά κορμιά έπεφταν, κουφάρια δικών τους τους έκλειναν το δρόμο, άλλοι σκόνταφταν και ξανασηκώνονταν.

«Μη σταματάτε!» κραύγασε ο Γκάμπριελ κι άπλωσε το χέρι να την αγγίξει.

«Καλά είμαι, προχώρα!» η φωνή της ήταν κοφτή και λαχανιασμένη απ’ την τρεχάλα.

[…]

Οι άντρες του Μακρή και οι Σουλιώτες προπορευόντουσαν, δεν είχαν όμως αφήσει ίχνη, η νύχτα μπέρδευε το πλήθος, δεν άκουγαν πια τις πολεμικές ιαχές τους που ήταν παρηγοριά στο κρύο σκοτάδι.

Ξαφνικά άκουσαν τη γης να τρέμει ολάκερη, ήταν φανερό ότι πλησίαζε καβαλαρία απ’ τη μεριά του Αντελικού, κάποιες γυναίκες πίσω τσίριξαν.

«Χαθήκαμε!» ακούστηκε από πολλές φωνές.

«Στην άκρια του δρόμου γρήγορα! Ταμπουρωθείτε!»

Το πλήθος σχίστηκε στα δυο και μοιράστηκε δεξιά κι αριστερά του χωματόδρομου. Έβλεπαν τώρα μπροστά τους δαδιά αναμμένα, το βροντοκόπημα των αλόγων δυνάμωνε. Αλογίσια κεφάλια, τουρμπάνια και γυμνά σπαθιά έδειχναν έναν δράκο του πολέμου με δεκάδες πόδια και χέρια που πλησίαζε, ό,τι βρισκόταν στο πέρασμά του θα ροβόλαγε στον Άδη.

«Φωτιά!» ακούστηκε μια φωνή στο σκοτάδι.

Τα καριοφίλια, οι σισανέδες και οι πιστόλες βρόντηξαν το ένα πίσω απ’ το άλλο. Τα πρώτα άλογα και οι καβαλαραίοι τους πήγαν κουρμπάνι στον κάτω κόσμο. Ξεχώριζαν δαδιά να γλιστρούν απ’ τα χέρια και να πέφτουν στο χώμα, υφάσματα, στολισμένες σέλες, χάμουρα, οπλές ανασηκωμένες ψηλά σαν πόδια ενός μεγάλου σκαθαριού.

Ξαπλωμένοι στην άκρη του δρόμου άρχισαν να γεμίζουν με γρήγορες κινήσεις, οι μισοί πρόλαβαν, οι άλλοι τσαλαπατήθηκαν γρήγορα από τα πρώτα άλογα. Οι ντελήδες πετούσαν αναμμένα δαδιά μες στα χορτάρια και τους ξετρύπωναν. Πότε έδειχναν οι φωτιές έναν κιτρινιάρη γέρο, πότε χωλούς πολεμιστές σκελετωμένους, πότε γυναίκες που έκρυβαν το πρόσωπο στη γη πριν κάποιο δαδί τις φωτίσει μπρος στα ψηλά πόδια των αλόγων.

Τα μακριά γιαταγάνια των ντελήδων άρχισαν να δουλεύουν απ’ τα ψηλά με δίπλα τους φανούς και τα δαδιά που διέλυαν το σκοτάδι του κάμπου. Οι πεινασμένοι κουλουριάζονταν εδώ κι εκεί αποκαμωμένοι απ’ το τρεχαλητό και τον τρόμο.

Ο Γκάμπριελ άδειασε την πιστόλα στο στήθος ενός ντελή που τον πλησίασε κι έβγαλε από μέσα του μια κραυγή θηρίου, που σκέπασε όλον τον ορυμαγδό. Πέταξε την πιστόλα κι έσυρε το γιαταγάνι. Το παιδί ήταν αφημένο δίπλα τους στα χορτάρια. Βρήκε μπροστά του έναν άλλο ντελή που είχε πέσει απ’ το άλογο. Ο νους του είχε θολώσει, η άγρια κραυγή είχε κάνει πέτρα όλο του το κορμί, το αίμα κυλούσε άγρια στις φλέβες του, ένιωθε πως με την πίεση θα τα έσπαγε όλα μέσα του και θα χυνόταν με δύναμη έξω σαν κόκκινο σπέρμα. Έμπηξε τα δάχτυλα στα μάτια του ιππέα και με το γιαταγάνι του ’κοψε σύρριζα το λαιμό. Έβγαλε άλλη μια κραυγή πιο άγρια απ’ την πρώτη, στο χέρι τώρα κρατούσε το κομμένο κεφάλι και το έδειχνε γύρω γύρω. Απ’ τους πεσμένους πυρσούς είχαν πιάσει φωτιά τα ξερόχορτα και τον φώτιζαν, σκηνή άγριας θυσίας.

«Νικήτα, πού είσαι;» κραύγασε μ’ όλη του τη δύναμη κρατώντας το κομμένο κεφάλι.

Μέσα στις φωτιές που έζωσαν τον τόπο έμοιαζε με τον ίδιο το διάβολο που είχε ανέβει απ’ τα καταχθόνια στον κάμπο, το αίμα κι ο ιδρώτας του μύριζαν θειάφι. Δυο τρεις απ’ τους συντρόφους εδώ κι εκεί αναθάρρησαν κι όρμηξαν με τα γιαταγάνια να πελεκάνε τα γόνατα των αλόγων. Αρκετοί απ’ τους ντελήδες είχαν αρχίσει να τα χάνουν, η δεισιδαιμονία τους άπλωσε πάνω στη νύχτα ένα δίχτυ τρόμου.

«Σεΐτάν!» ακούστηκε μια φωνή μέσα απ’ την καβαλαρία.

Πέταξε το κεφάλι μακριά και κοίταξε γύρω του. Το παιδί ήταν πεσμένο στα χόρτα, η φωτιά σιγά σιγά το πλησίαζε. Έκανε δυο βήματα κι έπιασε το φαρί του σφαγμένου ντελή απ’ τα χάμουρα. Το ζώο είχε ανοίξει διάπλατα τα πελώρια μαύρα μάτια του, αυτός ο παλιός γητευτής των αλόγων του Κόνκορντ έπρεπε να δείξει τώρα το χάρισμά του.

«Θεέ μου, βοήθα με!» είπε κι ακούμπησε τα χείλη του στο κεφάλι του αλόγου.

Δάκρυα κυλούσαν απ’ τα μάτια του, τα χέρια του τα μουσκεμένα στο αίμα χάιδευαν τώρα τρυφερά το αλογίσιο κεφάλι.

«Βοήθα μας, Θεέ μου!» τα δάκρυά του κυλούσαν βρόχινα στο πιγούνι και στον λαιμό, για να ξεπλύνουν τις κούπες από το αίμα της σφαγής.

Όλα έπειτα έγιναν τρομερά γρήγορα. Το πόδι του βρήκε τον αναβατήρα και καβάλησε, το φαρί δεν αντιστάθηκε, η μυρωδιά του αίματος και τα λόγια του γητευτή το είχαν καταβάλει. Την είδε που ανασηκώθηκε λίγα μέτρα παραπέρα από το χώμα όπου ήταν πεσμένη. Της έδειξε πιο πέρα, εκεί που ήταν ξαπλωμένο το παιδί. Γρήγορα εκείνη έτρεξε, το σήκωσε και του το ’δωσε. Της άπλωσε το χέρι και την τράβηξε στα καπούλια.

«Κρατήσου!» φώναξε και σπιρούνισε.

Βγήκαν στο δρόμο κι άρχισαν να τροχοβολάνε προς τα σκοτεινά. Σε λίγη ώρα περνούσαν μέσα από αμπέλια, το άλογο βαριοπατούσε και κάθε τόσο σκόνταφτε σε σκληρούς σβώλους από χώμα. Ο Γκάμπριελ αφίππευσε και βάδιζε μπροστά σέρνοντάς τους απ’ το χαλινάρι. Κάποια στιγμή κοίταξαν πέρα στο βάθος την πολιτεία που ήταν μες στις φλόγες. Το Μεσολόγγι καιγόταν, η φεγγοβολή του ήταν πιο τρανή κι απ’ τη σελήνη ακόμα και φώτιζε όλη τη λιμνοθάλασσα. Η Ουράνια Ιερουσαλήμ των Ρωμιών δεν υπήρχε πια, κάηκε σαν μια ξύλινη φάτνη ξημερώνοντας Μεγάλη Βδομάδα. Ελπίδα στο γένος τους δε φαινόταν πια πουθενά.

Βιβλιογραφικά

Ισίδωρος Ζουργός, Η Αηδονόπιτα, Πατάκης, Αθήνα 2008, σ. 475-476, 481-482, 485-486 & 489-491 .

Μεταδεδομένα

< Πολεμική σκηνή > < Τούρκοι > < Φιλέλληνες > < Μεσολόγγι >

▲▲▲

Περί των τελευταίων στιγμών του Μεσολογγίου και της ηρωικής αναχωρήσεως της φρουράς


(απόσπασμα)


Αι τροφαί είχαν αρχίσει προ ημερών βαθμηδόν να ελαττούνται, έως ότου εξέλιπον διόλου περί τας 25 του Μαρτίου. Κατ’ εκείνας τας ημέρας έφθασε και η παρά του ναυάρχου Μιαούλη διοικουμένη μοίρα και επροσπάθει να ανοίξει την λίμνην, διά να εμβάσει τροφάς. Αλλ’ ο εχθρός είχε προκαταλάβει όλας τας εισόδους, κατασκευάσας επ’ αυτών κανονοστάσια, τα οποία κατέσταινον αδύνατον την εισχώρησην των βαρκών του στόλου μας, όστις, ων ολιγάριθμός και μη έχων ικανούς ναύτας, δεν εδύνατο να αποχωρίζεται πολύν καιρόν από αυτάς.

Η εμφάνισις του στόλου και τα εγκαρδιωτικά γράμματα των εν αυτώ οπλαρχηγών και του ναυάρχου εμψύχωσαν εν μέσω τοσούτων στερήσεων και ταλαιπωριών την φρουράν, ώστε απεφάσισε να υποφέρει και άλλας πολύ σκληροτέρας, ελπίζουσα να λάβει τας τροφάς και να θριαμβεύσει τελευταίον κατά των βαρβάρων, τους οποίους κατετρόμαξε και αδυνάτισε τόσον η αξιομνημόνευτος μάχη της Κλείσοβας. Άρχισε λοιπόν να τρέφεται με κρέατα ίππων, μουλαρίων, όνων, σκύλων, γατών, ποντικών, με καβούρους της θαλάσσης, τους οποίους ηγόραζον ακριβά, πυροβολούμενοι από τα λαντσόνια του εχθρού, και τελευταίον με αρμύρας, φυτά φυόμενα παρά την λίμνην, τα οποία αδυνάτιζαν έτι μάλλον τους τρώγοντας, ερεθίζοντα την κένωσην. Εις τοιαύτην κατάστασην πολλοί των ασθενών απέθνησκον, και άλλοι, διά την ακαθαρσίαν της τροφής ή την παντελή στέρησην, έπιπτον λιποθυμημένοι καταγής.

Αι ημέραι επροχωρούσαν, τα κακά της φρουράς ηύξανον και ο στόλος εν τοσούτω δεν εδύνατο να κατορθώσει τίποτε. Μία μικρά και κεκρυμμένη είσοδος είχε μείνει άγνωστος εις τους εχθρούς και, ενώ ήρχετο να έμβει εν πλοιάριον από του στόλου με ειδήσεις και με ολίγους σάκους αλεύρου, παρετηρήθη και αυτή από αυτούς και οχυρώθη. Η φρουρά, τελευταίον, απελπισθείσα από του να λάβει βοήθειαν, έγραψε προς τους έξω οπλαρχηγούς να κατεβούν εις ρητήν ημέραν (την 10 Απριλίου) εις τα οπίσθια του εχθρού και να δώσουν σημείον, διά να εξέλθουν και αυτοί με έφοδον και να δυνηθούν να σώσουν και τον αδύναμον κόσμον. Τα γράμματα ταύτα έφθασαν ασφαλώς προς τους έξω, και η φρουρά επερίμενεν ανυπομόνως την στιγμήν του τολμηρού τούτου επιχειρήματος, αν και ήξευρεν ότι έμελλε να διαβεί από τόσας φάλαγγας, από διπλά και τριπλά περιχαρακώματα και πύργους. Κατά δυστυχίαν ένας Βούλγαρος ή Σέρβος, εξελθών εκ της φρουράς, αυτομόλησε προς τους εχθρούς και εφανέρωσε και τον σκοπόν και το σχέδιον και την ημέραν της εξόδου.

[…]

Η 10 του Απριλίου έφθασε, και προς τας 12 ώρας της ημέρας ηκούσθη ένας τουφεκοβολισμός εις την κορυφήν του Ζυγού προς το μέρος του Αγίου Συμεώνος, και τότε εκατάλαβεν η φρουρά ότι ήρχετο η έξωθεν βοήθεια. Αμέσως εσυνάχθησαν οι στρατηγοί εις την ανατολικήν πλευράν του οχυρώματος και, συσκεφθέντες, απεφάσισαν τον τρόπον της φυγής και έβγαλαν ένα περίπολον (ρόνταν), να περιέλθει όλα τα κανονοστάσια και να τον γνωστοποιήσει εις όλους τους στρατιώτας και λοιπούς και ότι εις τας 2 ώρας της νυκτός έμελλον να έβγουν από το οχύρωμα. Εις το διάστημα τούτο διορίσθησαν να φυλάττουν άκραν σιωπήν και να μη πυροβολούν, εκτός των φυλακών, αι οποίαι έπρεπε κατά την τάξην να φωνάζουν και να τουφεκίζουν από καιρόν εις καιρόν.

Εν τοσούτω τα τέσσαρα γεφύρια ετοιμάζοντο από σανίδας. Όσα πράγματα δεν ήθελον να αφήσουν εις τα χείρας των εχθρών αφανίζοντο, η πυρίτις και τα φισέκια μετεκομίζοντο εις τα σπίτια όπου έμελλον να κλεισθούν οι ασθενείς και οι αδύνατοι, οι οποίοι απεφάσισαν να πολεμήσουν, όσον εδύναντο, και να καούν έπειτα με τους εχθρούς των. Αι γυναίκες ενδύοντο την ανδρικήν στολήν και πολλαί εξ αυτών εζώνοντο και την σπάθην, διά να απαντήσοσιν ευκολότερον τον εχθρόν και να μη πέσουν ζώσαι εις τας χείρας των βαρβάρων, αλλ’ ή να σωθούν με τους άνδρας των, ή να φονευθούν εις την συμπλοκήν. Οι χαρακτήρες της τυπογραφίας, οίτινες ετύπωσαν εις τας σελίδας της ιστορίας και εμετοχέτευσαν εις τας επερχομένας γενεάς τας αξιομνημονεύτους περιστάσεις της πολιορκίας, τα λαμπρά κατορθώματα της φρουράς και τα αθάνατα ονόματα τοσούτων ηρώων, ως και αυτοί και τα πιεστήρια διεσκορπίσθησαν και ετάφησαν εις το έδαφος του Μεσολογγίου, διά να μη μολυνθώσιν από βαρβαρικάς χείρας, αφού εχρησίμευσαν εις τοιούτον ιερόν έργον. Αι πολεμικαί αποσκευαί αφανίζοντο και τα κανόνια ετοιμάζοντο να κρημνισθούν και να παραχωθούν εις το χανδάκιον. έπρεπε ενταυτώ και να καρφωθούν, αλλ’ οι κανονιέροι ήσαν Μεσολογγίται, και, καθώς όλους τους λοιπούς, πολύ περισσότερον εκολάκευεν αυτούς η ελπίς ότι ήθελον επανέλθει νικηταί εις την πόλην. Ενώ έως τότε, οσάκις ήθελον, ολίγοι εκ της φρουράς, εκπηδώντες από το οχύρωμα, κατετρόμαζον και κατέσφαζον τους εχθρούς, τι παράδοξον, επιπεσόντων των έξωθεν από τα οπίσθια, και γενομένης ενταυτώ γενικής και με έφοδον της εξόδου έξωθεν, τι παράδοξον ήθελε φανεί το να διασκορπίσουν το εχθρικόν στρατόπεδον και να επιστρέψουν θριαμβεύοντες εις το Μεσολόγγιον; Η καταφρόνησις του θανάτου και αι καθημεριναί νίκαι δικαίως τους έκαμον να στοχάζονται ότι δύνανται να κατορθώσουν τοιαύτα θαύματα. Αλλά τοιούτος ηρωισμός εις εκείνην την περίστασην μόνον εις τους εν Μεσολογγίω ευρίσκετο.

Βιβλιογραφικά

«Περί των τελευταίων στιγμών του Μεσολογγίου και της ηρωικής αναχωρήσεως της φρουράς» στο Γιώργος Κεχαγιόγλου (επιμ.), Πεζογραφική Ανθολογία. Αφηγηματικός γραπτός νεοελληνικός λόγος, τ. 2, ΙΝΣ, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 1198-1199 & 1200.

Μεταδεδομένα

< Δημοσιογραφικός λόγος > < Μεσολόγγι >

Ιστορία

Γραπτές πηγές

  1. Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας
  2. Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας

    «Η νέα πολιτική ηγεσία στάθηκε ανίκανη να οργανώσει τις εθνικές δυνάμεις και ν’ ανταπεξέλθει στους κινδύνους που είχε ν’ αντιμετωπίσει η Επανάσταση το 1825, όταν ο Μουχαμέτ Αλή, ο αντιβασιλιάς της Αιγύπτου, με τα τακτικά στρατεύματά του και τον ευρωπαϊκά οργανωμένο στόλο του, μπήκε ενεργά στον πόλεμο. Το 1825 ο Ιμπραήμ πασάς, ο γιος του Μουχαμέτ Αλή, αφού πρώτα κατάπνιξε την επανάσταση στην Κάσο και στην Κρήτη, αποβίβαζε σημαντικά ταχτικά στρατεύματα στην Πελοπόννησο. Για δυο χρόνια, απ’ το 1825 ως το 1827, ο Ιμπραήμ ρήμαζε τη χώρα. Με την κατάληψη του Μεσολογγίου (1826), που η θρυλική του "έξοδος" αναζωπύρωσε τον ευρωπαϊκό φιλελληνισμό, και με το πάρσιμο της Ακρόπολης των Αθηνών, οι Τούρκοι έγιναν κύριοι της Στέρεας Ελλάδας και η Επανάσταση φάνηκε ότι θα έσβηνε. Η κυβέρνηση, τρομοκρατημένη, δεν έκανε τίποτα σοβαρό για ν’ αντιμετωπίσει την κατάσταση. Είχε τοποθετήσει όλες τις ελπίδες της στη ξένη βοήθεια κι εμπιστευτεί στην Αγγλία την υπόθεση της Ανεξαρτησίας. Ωστόσο οι εθνικές δυνάμεις φαίνονταν ανεξάντλητες. Συσπειρωμένες γύρω απ' τον Κολοκοτρώνη στην Πελοπόννησο, τον Καραϊσκάκη στη Στερεά Ελλάδα, τον Μιαούλη και Σαχτούρη στη θάλασσα, αναζωογονούσαν την αντίσταση κι υποχρέωναν τις μεγάλες Δυνάμεις, Ρωσία, Αγγλία και Γαλλία, να επέμβουν στο Ελληνικό ζήτημα που, απ' την αρχή, διατάραζε τη διπλωματία τους.»

  3. Η γέννηση ενός κράτους-έθνους
  4. Η γέννηση ενός κράτους-έθνους

    «Στην επετηρίδα των πολεμικών συγκρούσεων στη διάρκεια της Επανάστασης εμβληματική θέση κατέχουν οι πολιορκίες και τελικά η άλωση του Μεσολογγίου. Η σπουδαιότητα της πόλης ήταν μεγάλη. Ήταν η έδρα του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και πόλος έλξης πολλών φιλελεύθερων φιλελλήνων που εμπνέονταν από τις ίδιες αξίες. Υπήρξε επίσης σημαντικό εμπορικό λιμάνι και μάλιστα κερδοφόρο, συνεισφέροντας χρήματα στο κρατικό ταμείο. Αποτελούσε, τέλος, τη μεγαλύτερη πόλη στη δυτική Στερεά Ελλάδα και ενδιάμεσο σταθμό για τα στρατεύματα που κινούνταν προς τον Νότο από την περιοχή της Ηπείρου. Η πρώτη πολιορκία ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1822 και ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του ίδιου έτος. Τον Απρίλιο του 1825 ξεκίνησε η δεύτερη πολιορκία του από τους Οθωμανούς με επικεφαλής τον Κιουταχή. Ωστόσο, η αποτυχία του προκάλεσε εντύπωση, αύξησε τη δυσαρέσκεια εναντίον του και οδήγησε στην άφιξη του Ιμπραήμ.»

  5. Η κρίσιμη τριετία, 1825-1827
  6. Η κρίσιμη τριετία, 1825-1827

    «Οι μαχητές του Μεσολογγίου, οι δημιουργοί του κορυφαίου γεγονότος της Επανάστασης, πολεμώντας μέσα από το τειχάκι της μικρής πόλης και κατά την έξοδο από αυτή, έδειξαν ποια είναι τα ακραία όρια της ανθρώπινης ευψυχίας. Οι Έλληνες συγκλονισμένοι, συνειδητοποίησαν πόσο δύσκολη ήταν η κατάσταση. Παρόλο, όμως, που το συλλογικό άρχισε να κερδίζει έδαφος, οι φιλοδοξίες των πολιτικών και στρατιωτικών δεν καταλάγιασαν. Αντίθετα, ο φιλελληνισμός, που είχε καμφθεί εξαιτίας των εμφυλίων πολέμων, φούντωσε ξανά σε όλη την Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Άρχισε να κινείται δραστήρια και να στέλνει τρόφιμα, χρήματα και πολεμοφόδια σε μεγάλες ποσότητες. Στη διάρκεια του ενός χρόνου που το Μεσολόγγι έμεινε απόρθητο, η Επανάσταση, αν και σε κρίσιμη φάση, δεν έσβησε και, επομένως το αγγλικό σχέδιο και οι αγγλο-ρωσικές διαπραγματεύσεις, που έθεσαν τις βάσεις για την επίλυση του ελληνικού ζητήματος με διπλωματικά μέσα, έγιναν σε χρονική περίοδο που η Επανάσταση όχι μόνο ήταν ζωντανή αλλά και που προκαλούσε το θαυμασμό της Ευρώπης για την αντοχή και το σθένος των πολιορκημένων.»

  7. Η κρίσιμη τριετία, 1825-1827
  8. Η κρίσιμη τριετία, 1825-1827

    «Από τις πρώτες εβδομάδες της πολιορκίας, ο κλοιός άρχισε να στενεύει επικίνδυνα και από την ξηρά και από τη θάλασσα. Οι πολιορκημένοι με υπεράνθρωπες προσπάθειες ανταπέδιδαν τα πυρά και τους κανονιοβολισμούς, απέκρουαν επιθέσεις και ενεργούσαν αντεπιθέσεις, επιδιόρθωναν τα ρήγματα του τείχους και κατασκεύαζαν πρόχειρα οχυρώματα σε μια δεύτερη γραμμή άμυνας. Το Ανατολικό (Αιτωλικό) και τα νησιά της λιμνοθάλασσας, το Βασιλάδι, η Κλείσοβα και ο Ντολμάς, αποτέλεσαν στόχο των πολιορκητών αλλά και σοβαρά ερείσματα των πολιορκημένων. Γρήγορα, ωστόσο, βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Η έλλειψη πολεμοφοδίων, τροφίμων και νερού, οι επιδημίες άρχισαν να γίνονται πιεστικά ως ανυπέρβλητα προβλήματα και να θέτουν σε δοκιμασία την αντοχή τους. Εκεί, όμως, που όλα έδειχναν ότι δεν υπήρχαν άλλα περιθώρια, στα μέσα Ιουλίου αναθέρμανε τις ελπίδες τους η είδηση ότι σύντομα φθάνουν σε βοήθεια ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και ο Κίτσος Τζαβέλλας. […] Τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο οι πολιορκημένοι δέχθηκαν νέες επιθέσεις, μεγάλο μέρος του τείχους από τα συνεχή πλήγματα κατέρρευσε αλλά και η άμυνα ενισχύθηκε σοβαρά. Στο Μεσολόγγι μπήκαν πάνω από 1.000 άνδρες και ο στόλος έφερε νέα πολεμοφόδια και τρόφιμα. Σημαντικές υπήρξαν και οι επιτυχίες των οπλαρχηγών, που εμπόδιζαν τον ανεφοδιασμό του Κιουταχή. Η επίθεση Καραϊσκάκη μαζί με άλλους οπλαρχηγούς στον Καρβασαρά (Αμφιλοχία), στις 28 Σεπτεμβρίου, προκάλεσε πολλές απώλειες. Οι επιτιθέμενοι, γι' άλλη μια φορά, αποκόμισαν πλούσια λάφυρα. Από αυτή τη δράση εκτός των τειχών προκλήθηκαν στο τουρκικό στρατόπεδο ελλείψεις και σημειώθηκαν λιποταξίες.»

  9. Μεσολόγγι, το έπος της μεγάλης πολιορκίας
  10. Μεσολόγγι, το έπος της μεγάλης πολιορκίας

    «Από τα μέσα του καλοκαιριού του χρόνου αυτού [1825] γίνηκε φανερό σ’ όλους- και στους δικούς μας, και στους εχθρούς, και στους ξένους- πως μπροστά στο Μεσολόγγι παιζόταν το μέγα δράμα του αγώνα. Ορθώθηκε, η μικρή αυτή πολιτεία, δώδεκα μήνες άπαρτο ταμπούρι της λευτεριάς. Άγνωστη σχεδόν ως τότε, άρχισε να προφέρεται τ’ όνομά της από τα χείλια εκατομμυρίων ανθρώπων, για να γίνει, στο τέλος, θρύλος και δόξα.

    Τα πάρσιμο της Τριπολιτσάς, η σφαγή της Χίου, τα κατορθώματα του Κανάρη και των άλλων μπουρλοτιέρηδων, η καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια, οι νίκες των ναυτικών μας με τα σιτοκάραβά τους ενάντια στις τούρκικες φρεγάδες, τα Ψαρά, το χάνι της Γραβιάς, σπάζοντας τον επίσημο κλοιό της σιωπής, ξάφνιασαν τους λαούς, που ζούσαν κάτω από την αντιδραστική παλίρροια της Ιερής Συμμαχίας. Η ηρωική όμως άμυνα του Μεσολογγίου, η έξοδος και τ' ολοκαύτωμα, προκάλεσαν καθολική συγκίνηση και θαυμασμό. Ο τέτοιος δοξασμένος θάνατος δεν είταν, όπως φάνηκε την πρώτη στιγμή, το τέλος της πολύχρονης πάλης, μα η αρχή της δικαίωσης τόσων θυσιών. Μέσα από τα ερείπια και τις στάχτες της μικρής πολιτείας των φτωχών ψαράδων πρόβελνε, κόκκινη από το αίμα και μαύρη από το μπαρούτι, η λευτεριά.»

  11. Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία
  12. Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία

    «Η χειμερινή περίοδος δεν είχε φέρει τη συνηθισμένη ανάπαυλα. Οι ελπίδες των Ελλήνων ότι ο Κιουταχής θα έλυνε την πολιορκία του Μεσολογγίου έσβησαν πολύ γρήγορα. Αντί γι’ αυτό, στις αρχές του Ιανουαρίου του 1826, ο Ιμπραήμ, χρησιμοποιώντας ως βάση το Κρυονέρι, συγκέντρωσε μεγάλες δυνάμεις γύρω από την οχυρωμένη πόλη, η όποια ήταν, επιπλέον, και στενά αποκλεισμένη από τη θάλασσα. Στις 9/21 Ιανουαρίου 1826 εμφανίστηκε ο Μιαούλης με κάπου είκοσι πέντε πλοία- η δαπάνη τους είχε καλυφθεί με δημόσιο έρανο- κι επανέλαβε το καταπληκτικό κατόρθωμα που είχε επιχειρήσει και τον Αύγουστο του 1825: ανάγκασε τα τουρκικά πλοία να αναζητήσουν καταφύγιο κάτω από τα κανονιοβολεία της Πάτρας και ανεφοδίασε την πόλη για δύο μήνες. Αυτή τη φορά όμως δεν μπόρεσε ν’ αποκτήσει τον θαλάσσιο έλεγχο της περιοχής. οι προμήθειες και τα πυρομαχικά τού είχαν τελειώσει κι έπρεπε να γυρίσει στη βάση του. Στις αρχές Μαρτίου, οι Αιγύπτιοι, μ' ένα στολίσκο από τριάντα δύο κανονιοφόρα με επίπεδο πυθμένα, κατέλαβαν το Βασιλάδι, τον Ντολμά, το Αιτωλικό και το Μοναστήρι. Το ίδιο το Μεσολόγγι βομβαρδιζόταν συνεχώς και η πόλη είχε μεταβληθεί σε ερείπια. Οι κάτοικοι, εκτεθειμένοι στη βροχή και το κρύο και αντιμετωπίζοντας σε κάθε βήμα τη λάσπη και το νερό, βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση.»

  13. Η κρίσιμη τριετία, 1825-1827
  14. Η κρίσιμη τριετία, 1825-1827

    «Ο Φεβρουάριος του 1826 υπήρξε ένας φοβερός μήνας με πολλά θύματα από τους συνεχείς κανονιοβολισμούς. Οι υπερασπιστές με μεγάλη αυταπάρνηση προσπαθούσαν, κυρίως τις νύχτες, να υψώσουν όπως όπως τα οχυρά τους. […] Στις αρχές Μαρτίου οι προτάσεις του Ιμπραήμ για άνευ όρων παράδοση απορρίφθηκαν. Στις 25 Μαρτίου δέχθηκε τρομερή επίθεση η Κλείσοβα, που αποκρούσθηκε. Οι απώλειες των Αιγυπτίων, όπως και στο Βασιλάδι, ήταν μεγάλες. Ο Ιμπραήμ, συγκλονισμένος από αυτές- ανάμεσα στους νεκρούς και ένα μεγάλο όνομα, ο γαμπρός του, Χουσεΐν μπέης, που είχε υποτάξει την Κρήτη- απέφυγε νέες επιθέσεις. Συνέχισε τους σφοδρούς κανονιοβολισμούς και περίμενε να λυγίσουν οι υπερασπιστές από την πείνα. Ο στόλος, υδραίικα και σπετσιώτικα πλοία, στο τέλος Μαρτίου, παρά τις προσπάθειες δεν μπόρεσαν να διασπάσουν τις γραμμές του διπλάσιου αντίπαλου στόλου και ο Καραϊσκάκης χωρίς τα αναγκαία, αδυνατούσε να επιτεθεί στο τουρκο-αιγυπτιακό στρατόπεδο. Οι πολέμαρχοι, κάτω από αυτές τις συνθήκες αποφάσισαν έξοδο την Κυριακή των Βαΐων, στις 10 Απριλίου και ενημέρωσαν τις δυνάμεις του στρατοπέδου της Δερβέκιστας, για να ενεργήσουν ταυτόχρονα επίθεση στα νώτα του αντιπάλου. Σύμφωνα με το σχέδιο, όσοι δεν μπορούσαν να μετακινηθούν παρέμειναν οχυρωμένοι στα σπίτια, για να πεθάνουν πολεμώντας, και όσοι είχαν ακόμη δυνάμεις, μαζί και τα γυναικόπαιδα, χωρισμένοι σε τρία τμήματα, θα επιχειρούσαν, με το όπλο και το γιαταγάνι στο χέρι, την έξοδο.»

  15. Απομνημονεύματα της Επαναστάσεως των Ελλήνων
  16. Απομνημονεύματα της Επαναστάσεως των Ελλήνων

    «Από τα μέσα Φεβρουαρίου (1826) άρχισαν πολλαίς φαμελλιαίς να υστερούνται το ψωμί. Μια Μεσολογγίτισσα, Βαρβάρηνα ωνομάζετο, ήτις περίθαλπεν ασθενήν (και) τον αυτάδελφόν μου Μήτρον, ετελείωσεν την θροφήν της και μυστικά (μαζί) με άλλαις δύο φαμελλιαίς Μεσολογγίτικες, έσφαξαν ένα γαϊδουράκι και το έφαγαν. Ταις ηύρα οπού έτρωγαν ερώτησα που ηύραν το κρέας και τρόμαξεν η ψυχή μου όταν άκουσα ότι ήτον γαϊδούρι. Μια συνδροφιά στρατιωτών Κραβαριτών είχεν έναν σκύλον και, κρυφά και αυτοί, τον έσφαξαν και τον μαγείρευσαν. Εμαθητεύθη και τούτο. Ημέραν παρ' ημέραν αυξάνουσα η πείνα, έπεσεν και η πρόληψις και όλα του να τρώγουν ακάθαρτα και άρχισαν αναφανδόν πλέον να σφάζουν άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια και ακόμη να τα πωλούν μία λίρα την οκά οι ιδιοκτήται (των) και πού να προφθάσουν; Τρεις ημέραις απέρασαν και τελείωσαν και αυτά τα ζώα… Ο συνεργάτης του κου Γ. Μεσθενέα τυπογράφου, καθήμενος εις την οικίαν μας, έσφαξεν και έφαγεν μίαν γάταν και έβαλεν τον ψυχογυιόν του Στορνάρη και εσκότωσαν άλλην μίαν. Τούτος υπέμνησεν εις τους άλλους (να πράξουν το ίδιον) και εις ολίγαις ημέραις γάτα δεν έμεινεν. Ο Αγιομαυρίτης ιατρός (Π. Στεφανίτσης) εμαγείρευσεν τον σκύλον του με λάδι, από το οποίον είχαμεν αρκετόν και επαινούσεν το φαγί του ότι ήτον το πλέον νοστιμώτερον.»

  17. Η γέννηση ενός κράτους-έθνους
  18. Η γέννηση ενός κράτους-έθνους

    «Στις 4 Απριλίου του 1826 απεσταλμένοι των Οθωμανών διεμήνυσαν στους πολιορκημένους να παραδοθούν, για να λάβουν όμως την παρακάτω αρνητική απάντηση: "Η φρουρά του Μεσολογγίου απέδειξεν εναργέστατα εν ήδη έτος τίνι τρόπω παραδίδει τα όπλα ες τους εχθρούς της. Επολέμησε και θέλει πολεμήσει και έως την υστερινήν ημέραν με όλην την γενναιότητα και αν μέχρι τέλους δεν ιδή καμμίαν βοήθειαν, τότε πάλιν θέλει ορμήσει καθ' υμών και ή θέλει αποθάνει ενδόξως εντός των οχυρωμάτων σας και των στρατοπέδων σας, ή θέλει εξέλθει με το ξίφος εις τας χείρας, αφού πρώτον διασπείρει εις όλους υμάς τον όλεθρον".»

  19. Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία
  20. Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία

    «Απελπισμένοι πια, οι υπερασπιστές του Μεσολογγίου αποφάσισαν να επιχειρήσουν έξοδο. Υπήρχαν 3.000 πολεμιστές, από τους οποίους μερικοί δεν είχαν ούτε όπλα, και 9.000 άμαχοι- γέροι, έφηβοι, γυναίκες και παιδιά. Σύμφωνα με το σχέδιο που είχαν καταστρώσει, θα δοκίμαζαν ν' ανοίξουν δρόμο μέσ’ από τις δυνάμεις που πολιορκούσαν την πόλη, ελπίζοντας ότι μέσα στη γενική αναταραχή, το μεγαλύτερο μέρος της φρουράς και των άμαχων θα κατόρθωνε να ξεφύγει. Το απεγνωσμένο αυτό εγχείρημα αποφασίστηκε να γίνει τη νύχτα της 10ης προς 11η/22ας προς 23η Απριλίου. Είχαν συνεννοηθεί και με τον Καραϊσκάκη να χτυπήσει την ίδια νύχτα με 1.500 Ρουμελιώτες τα νώτα του εχθρού από τα βουνά που βρίσκονταν πίσω από την πόλη. Μια ομοβροντία από την κορυφογραμμή του Ζυγού (Αράκυνθου) θα έδινε το σύνθημα στη φρουρά ν’ αρχίσει την έξοδο. Η φρουρά θα οδηγούσε τους πολιορκημένους μέσ’ από ένα άνοιγμα του τείχους και πάνω από γεφύρια που είχαν στηθεί στην τάφρο. Ένας λιποτάκτης, ωστόσο, πρόδωσε το σχέδιο. Οι Μωαμεθανοί κατόρθωσαν όχι μόνο να συγκρατήσουν τις δυνάμεις του Καραϊσκάκη αλλά και να συγκεντρώσουν στρατεύματα και ιππικό στην πρώτη γραμμή. έδωσαν οι ίδιοι το σύνθημα για την έξοδο, προτού ακόμη πάρουν όλοι οι άνδρες της φρουράς τις θέσεις τους. Μεγάλη σύγχυση επικράτησε όταν οι Μωαμεθανοί άνοιξαν πυρ εναντίον εκείνων που προσπαθούσαν να περάσουν τις γέφυρες. Παρ’ όλα αυτά, η εμπροσθοφυλακή της φρουράς άνοιξε δρόμο ανάμεσα τους. Οι άμαχοι όμως δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν. Η φρουρά τούς περίμενε κάτω από τα καταιγιστικά πυρά του εχθρού, και όταν οι πρώτοι άμαχοι πέρασαν τις γέφυρες, προχώρησε σε φάλαγγες για να φτάσει στο σημείο της συνάντησης, πάνω στις πλαγιές του Ζυγού.»

  21. Απομνημονεύματα της Επαναστάσεως των Ελλήνων
  22. Απομνημονεύματα της Επαναστάσεως των Ελλήνων

    Από τον πρόλογο του σχεδίου Εξόδου που συντάχθηκε το μεσημέρι της 10ης Απριλίου 1826:

    «Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος

    Βλέποντες τον εαυτόν μας, το στράτευμα και τους πολίτας εν γένει μικρούς και μεγάλους παρ’ ελπίδαν υστερημένους από όλα τα καταπείγοντα αναγκαία της ζωής προ 40 ημέρας και ότι εκπληρώσαμεν τα χρέη μας ως πιστοί στρατιώται της πατρίδος εις την στενήν πολιορκίαν ταύτην και ότι, εάν μίαν ημέραν υπομείνωμεν περισσότερον, θέλομεν αποθάνει όρθιοι εις τους δρόμους όλοι.

    Θεωρούντες εκ του άλλου ότι μας εξέλιπεν κάθε ελπίς βοηθείας και προμηθείας, τόσον από την θάλασσαν καθώς και από την ξηράν (ώστε να δυνηθώμεν) να βαστάζωμεν, ενώ ευρισκόμεθα νικηταί του εχθρού, αποφασίσαμεν ομοφώνως: Η έξοδό μας να γίνη βράδυ εις τας δύο ώρας της νυκτός της 10 Απριλίου, ημέραν Σάββατον και ξημερώνοντας των Βαΐων, κατά το εξής σχέδιον, ή έλθη ή δεν έλθη βοήθεια.»

  23. Η κρίσιμη τριετία, 1825-1827
  24. Η κρίσιμη τριετία, 1825-1827

    «Οι απώλειες υπήρξαν βαριές, όπως και η αγριότητα που επέδειξαν και ο Ιμπραήμ και ο Κιουταχής εντός της πόλης και προς τους αιχμαλώτους. Από τους άνδρες σώθηκαν 1.300 και ελάχιστες γυναίκες, 1.700 βρήκαν το θάνατο, ανάμεσα τους ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ο Μιχαήλ Κόκκινης, ο Ιάκωβος Μάγερ και άλλοι, κυρίως Γερμανοί φιλέλληνες, ενώ περί τις 6.000 γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν για να πουληθούν στη Μεθώνη ή στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης και της Αλεξάνδρειας. Σε όλο το διάστημα που εκτυλίχθηκε το γεγονός, χάθηκαν περί τις 17.000, το ένα τέταρτο από αυτούς από την πλευρά των επιτιθέμενων.»

  25. Οι γυναίκες της Εξόδου
  26. Οι γυναίκες της Εξόδου

    «Οι γυναίκες του Μεσολογγίου εξευγενίστηκαν από τον Πόνο. Κάποτε ήταν κι αυτές χαρούμενες και "καθημερινές", αδήριτη όμως ανάγκη τις έκανε να ξεχάσουν τον εαυτό τους, να παραμερίσουν την υπερηφάνεια τους και πολλές φορές να αντροποιηθούν. Υπομένουν χωρίς μεμψιμοιρίες και παράπονα, γιατί, με τη βαθιά τους αίσθηση των πραγμάτων, νιώθουν πως "παράπονο χαμός καιρού σ' ό,τι κανείς κι αν χάσει". Από τις πρώτες μέρες της πολιορκίας, με θάρρος κι απλότητα- λες κι αυτός ήταν ο φυσικός τους ρόλος- ανακατεύονται με τους άντρες, κουβαλάνε πολεμοφόδια, λιώνουν εχθρικά βλήματα ή μολύβια απ' τα δίχτυα τους και φτιάχνουν βόλια, αλέθουν σκόνες κι αλοιφές για τους τραυματίες, σκίζουν απ' τα σεντόνια τους λουρίδες για επιδέσμους, κουβαλάνε πέτρες κι επισκευάζουν τα γκρεμισμένα τείχη κι όταν οι πέτρες σωθούν, γκρεμίζουν τα σπίτια τους και παίρνουν άλλες. Και μαζί μ' όλα αυτά, και με τις δουλειές του σπιτιού και τη φροντίδα των παιδιών, έχουν πάντα δίπλα τους το καρυοφίλι, το σπαθί, το μαχαίρι, γιατί τώρα το επάγγελμά τους είναι ο πόλεμος.»

  27. Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα
  28. Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα

    «Την ημέραν των Βαΐων έκαναν γιουρούσι στο Μισολόγγι οι ήρωες του Μισολογγιού… μας ήλθε είδησις, μεγάλη Τετράδη, εις το δειλινό, που είχε παύσει η Συνέλευσις και είμεθα εις κάτι ίσκιους. Μας ήλθε είδησις ότι το Μισολόγγι εχάθη. Έτσι εβάλαμεν τα μαύρα όλοι, μισή ώρα εστάθη σιωπή που δεν έκρινε κανένας, αλλ' εμέτραε καθένας με τον νουν του τον αφανισμόν μας. Βλέποντας εγώ την σιωπήν, εσηκώθηκα εις το πόδι και τους ωμίλησα λόγια διά να εμψυχωθούν. Τους είπα ότι το Μισολόγγι εχάθη ενδόξως και θα μείνη αιώνας αιώνων η ανδρεία. Εάν βάλωμεν τα μαύρα και οκνεύσωμεν, θα πάρωμεν το ανάθεμα και θα πάρωμεν το αμάρτημα των αδυνάτων όλων.»

  29. Μεσολόγγι, το έπος της μεγάλης πολιορκίας
  30. Μεσολόγγι, το έπος της μεγάλης πολιορκίας

    «Όταν η είδηση της άλωσης του Μεσολογγίου και της εξόδου μαθεύτηκε νύχτα στο Παρίσι, οι φοιτητές σχηματίζουν, τα μεσάνυχτα, μια πρόχειρη διαδήλωση, τρέχουν στο παλάτι, ζητωκραυγάζουν για την Ελλάδα και ζητούν από το βασιλιά Κάρολο να επέμβει για να δοθεί λευτεριά στους Έλληνες.

    Τόση είναι η δημοτικότητα της πολύκροτης πολιορκίας, που σ’ αρκετές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, για να ικανοποιήσουν τη δίψα του κοινού, ανεβάζουν θεατρικά έργα με υποθέσεις παρμένες απ’ αυτή. Στο Λονδίνο παίζεται ένα μελόδραμα και στο Παρίσι το θέατρο Οντεόν ανεβάζει, στις 10 του Απρίλη 1828, το σε στίχους δράμα του G. Ozaneaux "Η τελευταία μέρα του Μεσολογγίου". Κύρια πρόσωπα σ’ αυτό είναι ο Νότης Μπότσαρης, ο Καψάλης, ο Τζαβέλας, ο Μάγερ, ο Θέμελης, ο Ταχίρ πασάς, αγωνιστές κι ο λαός του Μεσολογγίου. Το δράμα τελειώνει με την ανατίταξη της μπαρουταποθήκης από τον Καψάλη. Ο Ουγκώ γράφει τον Ιούνη του 1826 τα "Κεφάλια του Σεραγιού".»

Οπτικό υλικό

  1. Η πρώτη σελίδα των Ελληνικών Χρονικών μετά την επίθεση του Κιουταχή
  2. Η υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι
  3. Η είδηση του θανάτου του Λόρδου Βύρωνα
  4. Πολιορκία του Μεσολογγίου
  5. Η τελευταία μετάληψη των Μεσολογγιτών
  6. Η Έξοδος
  7. Η πτώση του Μεσολογγίου
  8. Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου
  9. Ύμνος εις την Ελευθερίαν
  10. Η τελευταία μέρα του Μεσολογγίου
  11. Ηδύποτο των γενναίων Ελλήνων
  12. Ο τάφος του Λόρδου Βύρωνα
  13. Η αντίσταση των Ελλήνων στο Μεσολόγγι
  14. Μεχμέτ Ρεσήτ Κιουταχής πασάς
  15. Ιμπραήμ πασάς

Ακουστικό υλικό

  1. Τότες εταραχτήκανε
  2. Το χάραμα επήρα
  3. Και εσυνέβηκε...

Οπτικοακουστικό υλικό

  1. Η κρίσιμη καμπή 1825-1827
  2. Μεσολόγγι, τα Ελληνικά Χρονικά
  3. Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
  4. Ύμνος εις την Ελευθερία Διονύσιος Σολωμός-Νικόλαος Μάντζαρος
  5. Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον
  6. Ο Λόρδος Βύρων στο Μεσολόγγι
  7. ... για το Μεσολόγγι
  8. Ο Ντελακρουά και η Ελληνική Επανάσταση.