Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ναῦς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ναῦς, (βλ. κατωτ.), πλοίο, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐν νήεσσι ή ἐν νηυσίν, στα πλοία, δηλ. στο στρατόπεδο που σχηματίζεται από τα αραγμένα στην παραλία πλοία, σε Ομήρ. Ιλ.· νῆες μακραί, Λατ. naves longae, πολεμικά πλοία, τα οποία κατασκευάζονταν μακρόστενα στο σχήμα ώστε να αναπτύσσουν γρήγορα ταχύτητα, ενώ τα εμπορικά σκάφη (νῆεςστρογγύλαι, γαῦλοι, ὁλκάδες) ήταν κατασκευασμένα στρογγυλά, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Αττ. κλίση: ναῦς, νεώς, νηί, ναῦν, γεν. και δοτ. δυϊκ. νεοῖν, πληθ. νῆες, νεῶν, ναυσί, ναῦς· Επικ. κλίση: νηῦς, νηός, νηί, νῆα, πληθ. νῆες, νηῶν, νηυσί ή νήεσσι, νῆας, με μία ιδιαίτερη Επικ. γεν. και δοτ. πληθ. ναῦφι, -φιν· στη μεταγεν. Επικ., ονομ. νηῦς· Ιων. κλίση: νηῦς, νεός, νηί, νέα, πληθ. νέες, νεῶν, νηυσί, νέας· Δωρ. κλίση: ναῦς, νᾱός, νᾱΐ, ναῦν, πληθ. νᾶες, ναῶν, ναυσὶ (ποιητ. νάεσσι), νᾶας· Τραγ. κλίση: ναῦς, ναός ή νεώς, ναΐ, ναῦν, πληθ. νᾶες, ναῶν ή νεῶν, ναυσί, ναῦς.