Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Λ"

Βρέθηκαν 1.066 λήμματα [1 - 20]
Λ, λ, λάμβδα ή λάβδα, τό, άκλιτο, το ενδέκατο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό λʹ = 30, αλλά ͵λ = 30.000. 1. σε Αττ., το λ ενίοτε αντικαθίσταται από το ρ, όπως κλίβανος, κρίβανος, γλώσσαλγος, γλώσσαργος, ναύκραρος, ναύκληρος, ἀλκ-ή, ἀρκεῖν· ομοίως, ὁλᾷς, Θέωλος, κόλαξ, λόγω τραυλίζουσας προφοράς του Αλκιβιάδη, αντί ὁρᾷς, Θέωρος, κόραξ, σε Αριστοφ. 2. σε Δωρ., το λ γίνεται ν, όπως ἦνθον, φίντατος, αντί ἦλθον, φίλτατος, ενώ στην Αττ., το λ ενίοτε αντικαθιστά το ν, όπως λίτρον, πλεύμων, αντί νίτρον, πνεύμων. 3. στην αρχή λέξεως το λ εκπίπτει, όπως εἴβω αντί λείβω, αἰψηρός, ἀφύσσω, ἄχνη αντί λαιψηρός, λαφύσσω, λάχνη. 4. οι Επικ. ποιητές διπλασιάζουν το λ, χάριν του μέτρου, ιδίως μετά την αύξηση, όπως ἔλλαβε, ἐλλιτάνευε, και στα σύνθετα όπου το βʹ συνθετικό αρχίζει από λ, όπως στο τρίλλιστος· ο Όμηρος, όπου υπάρχουν δυο λ, αποβάλλει το ένα, όπου το μέτρο το απαιτεί, όπως στο Ἀχιλεύς. 5. το δ ενίοτε γίνεται λ, πρβλ. Δ, δ II. 5. 6. το γ και το λ εναλλάσσονται στα μόγις, μόλις. 7. το ν πριν απο το λ γίνεται λ, όπως στα συλλαμβάνω, ἐλλείπω.
λᾱ-, αχώριστο προθετικό μόριο με επιτατική δύναμη, όπως στις λέξεις λά-μαχος, εξαιρετικά μάχιμος, λα-κατάρατος, εξαιρετικά καταραμένος, επικατάρατος.
λᾶας, , αιτ. λᾶαν, γεν. και δοτ. λᾶος, λᾶι· δυϊκ. λᾶε· πληθ., γεν. λάων, δοτ. λάεσι, Επικ. λάεσσι· στην Αττ. επίσης συνηρ. λᾶς, αιτ. λᾶν· γεν. λάου, σε Σοφ. (όπως το λᾶας να ήταν πρωτόκλιτο)· Λατ. lapis, λίθος, σε Όμηρ., κ.λπ.
λάβδα, τό, άκλιτο, = λάμβδα, σε Αριστοφ., κ.λπ.
λᾰβεῖν, απαρ. αορ. βʹ του λαμβάνω.
λᾰβή, (λαβεῖνI. καθετί που μπορεί κάποιος να πιάσει, χειρολαβή, χερούλι, πόμολο, σε Δημ.· λαβαὶἀμφίστομοι, λέγεται για την κούπα, σε Σοφ. II. ως πυγμαχικός όρος, λαβή ή πιάσιμο, ὥσπερ ἀθλητὴς λαβὴν ζητεῖν, σε Πλούτ.· μεταφ., λαβή, ευκαιρία, κατάλληλη περίσταση, λαβὴν διδόναι, Λατ. ausam praebere, σε Αριστοφ.· ομοίως, λαβὴ παραδιδόναι, παρέχειν, στον ίδ., Πλάτ.
λαβῆν, Δωρ. αντί λαβεῖν, απαρ. αορ. βʹ του λαμβάνω.
λάβῃσι, Επικ. αντί λαβῇ, γʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ του λαμβάνω.
λαβοῖσα, Δωρ. αντί λαβοῦσα, θηλ. μτχ. αορ. βʹ του λαμβάνω.
λαβρ-ᾰγόρης, -ου, (ἀγορεύω), θρασύς, χειμαρρώδης ομιλητής, φλύαρος, κομπορρήμονας, σε Ομήρ. Ιλ.
λάβραξ, -ᾱκος, (λάβρος), αδηφάγο θαλάσσιο ψάρι, πιθ. «λαβράκι», σε Αριστοφ.
λαβρεύομαι, αποθ. (λάβρος), έχω χειμαρρώδη λόγο, φλυαρώ, κομπορρημονώ, αλαζονεύομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
λαβρο-πόδης, -ου, (ποῦς), γρήγορος στα πόδια, ορμητικός, βίαιος, σε Ανθ.
λαβρο-ποτέω, μέλ. λαβροποτήσω (πότος), πίνω λαίμαργα, σε Ανθ.
λάβρος[ᾰ φύσει], -ονήα, -ον, I. στον Όμηρο, λέγεται μόνο για τις φυσικές δυνάμεις, όπως άνεμος, βροχή, κ.λπ.· ορμητικός, καταιγιστικός, σφοδρός, σε Ηρόδ.· λάβρον πῦρ, λάβρα κύματα, λάβρος πόντος, κ.λπ., σε Ευρ. II. μετά τον Όμηρο, λέγεται για ανθρώπους: 1. ορμητικός, σφοδρός, βίαιος, σε Θέογν., Σοφ., κ.λπ. 2. άπληστος, λαίμαργος, σε Πίνδ., Ευρ. III. επίρρ., λάβρως: 1. με ορμή, μανιασμένα, σε Θέογν. 2. λαίμαργα, άπληστα, σε Αισχύλ.
λαβροσύνη, (λάβρος), βιαιότητα, απληστία, λαιμαργία, σε Ανθ.
λαβρό-σῠτος, -ον (σεύω), αυτός που ορμά με μανία, ορμητικώτατος, βίαιος, σε Αισχύλ.
λᾰβύρινθος[ῠ], , I. μεγάλο οικοδόμημα που αποτελείται από πολλές αίθουσες που συγκοινωνούν μεταξύ τους με πολύπλοκους και ελικοειδείς διαδρόμους, σε Ηρόδ. II. κοχλίας, όπως το σαλιγκάρι, σε Ανθ.· ἐκ σχοινίων λαβύρινθος, δίχτυ από βούρλα, σε Θεόκρ. (αμφίβ. προέλ.).
λάβω, υποτ. αορ. βʹ του λαμβάνω· μτχ. λαβών.
λᾰγᾰρίζομαι, Παθ., είμαι χαλαρός, νωθρός ή αποστεώνομαι, λιμοκτονώ, σε Αριστοφ.