Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Δ"

Βρέθηκαν 2.451 λήμματα [1 - 20]
Δ, δ, δέλτα, άκλιτο, το τέταρτο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, δʹ = τέσσαρες και τέταρτος, αλλά ͵δ = 4.000. I. Το δ είναι το οδοντικό άφωνο γράμμα που βρίσκεται ανάμεσα στο ψιλόπνοο τ και το δασύπνοο θ. II. Μεταβολές του δ στις διαλέκτους: 1. Αιολ., τροπή σε β, όπως σάμβαλον αντί σάνδαλον· αντίστροφα στη Δωρ., το ὀβελός μετατρέπεται σε ὀδελός. 2. στην Αιολ. ή Δωρ. τροπή σε ζ, ή ζ τροπή σε δ και σδ, βλ. Ζ, ζ II. 2, 3. τροπή σε θ, όπως ψεῦδος, ψύθος, 4. τροπή σε λ, όπως δαήρ, Λατ. levir, δάκρυ lacryma, δασύς λάσιος, 5. τροπή σε σ, όπως ὀδμή, ὀσμή, ἴδμεν, ἴσμεν, 6. μερικές φορές το δ παρεμβάλλεται, για να δώσει έναν πιο ολοκληρωμένο («γεμάτο») ήχο· (ἀνήρ) ἀνέρος ἀνδρός, 7. Το δ μερικές φορές χάνεται, πρβλ. διωγμός, δίωξις με το ἰωκή, 8. μερικές φορές αντιπροσωπεύει το j (y) όπως στο ἤδη ή το δή, Λατ. jam.
δᾰ-, επιτατικό προθεματικό μόριο, = ζα-, όπως στα δά-σκιος, δα-φοινός.
δᾱ, ερμηνευόμενο από τους Σχολ. ως Δωρ. αντί γῆ, στις εκφράσεις δᾶ φεῦ, φεῦ δᾶ, σε Αισχύλ., Ευρ.· οὐ δᾶν, όχι, μα τη γη, σε Θεόκρ. Αλλά είναι πιθ. το δᾶ ή Δᾶ να είναι μια Δωρ. κλητ. του Δάν = Ζάν (δηλ. Ζήν = Ζεύς), και αιτ. Δᾶν = Ζῆν (δηλ. Ζῆνα).
δᾱγύς, -ῦδος, , κέρινη κούκλα, μαριονέτα, σε Θεόκρ.
δᾳδίον, τό, υποκορ. του δαΐς, δᾴς, χρησιμ. για τα καυσόξυλα, δαδί, μικρή λαμπάδα, σε Αριστοφ.
δᾳδίς, -ίδος, , λαμπαδηφορία, λαμπαδηδρομία, σε Λουκ.
δᾳδουχέω, μέλ. -ήσω, κατέχω το αξίωμα του δᾳδούχου, μεταφέρω το δαυλό, κρατώ αναμμένα δαδιά και φέγγω ιδίως στις πομπές, σε Ευρ.
δᾳδ-οῦχος, (δᾷς, ἔχω), αυτός που μεταφέρει το δαυλό, λαμπαδηφόρος, λαμπαδηδρόμος, αξιωματούχος στα μυστήρια της Ελευσίνιας Δήμητρας, σε Αριστ.
δᾳδο-φορέω, μέλ. -ήσω (δᾷς, φέρω), μεταφέρω, κουβαλώ δαυλούς, πυρσούς, σε Λουκ.
δαείω, Επικ. αντί δαῶ, υποτ. Παθ. αορ. βʹ του *δάω.
δαήμεναι, Επικ. αντί δαῆναι, απαρ. Παθ. αορ. βʹ του *δάω.
δαήμων, -ον, γεν. -ονος (*δάω, δαῆναι), γνώστης, έμπειρος σε κάτι, ειδήμων, έμπειρος, ειδικός· ἔν τινι, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ομήρ. Οδ.· δαημονέστατος, σε Ξεν.
δαῆναι, απαρ. Παθ. αορ. βʹ του *δάω.
δᾱήρ, -έρος, , κλητ. δᾶερ, αδερφός συζύγου, ανδράδελφος, κουνιάδος, Λατ. levir, αντίστοιχο του θηλ. γάλως, σε Ομήρ. Ιλ.
δαήσομαι, μέλ. του *δάω.
δαί, κοινός εύχρηστος τύπος του δή, ο οποίος χρησιμ. μετά από ερωτημ., τί δαὶ λέγεις σύ; σε Αριστοφ.· τί δαί; τί; πώς; άραγε, λοιπόν, στον ίδ., σε Πλάτ.
δᾰΐ[ῐ], Επικ. αντί δαΐδι, δοτ. του δαΐς.
δαιδάλεος, , -ον, I. τεχνικά επεξεργασμένος, ο επιτηδευμένος, περίτεχνα δουλεμένος, περίτεχνος, πολυποίκιλος, έντεχνος, λεπτοδουλεμένος, επιδέξιος, λέγεται για επεξεργασία μετάλλου ή ξύλου, σε Όμηρ.· λέγεται για την κεντητική τέχνη, σε Ησίοδ., Ευρ. II. επιδέξιος, λέγεται για τη δεξιότητα του τεχνίτη, σε Ανθ.
δαιδάλλω, κυρίως στον ενεστ. και παρατ. (δαίδαλος),· δουλεύω περίτεχνα, τεχνουργώ, κατασκευάζω, μαστορεύω, κοσμώ, διακοσμώ ή ενθέτω με ασυνήθιστη τέχνη, καλλωπίζω, εξωραΐζω, ωραιοποιώ, σε Όμηρ. — Παθ., μτχ. παρακ. δεδαιδαλμένος, σε Πίνδ.
δαίδαλμα, -ατος, τό, έργο τέχνης, κομψοτέχνημα, τεχνούργημα στολισμένο με πολλή τέχνη, σε Θεόκρ.