Εξώφυλλο

Αριάδνη

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας

της Δήμητρας Μήττα

Το νησί του Ποσειδώνα

    Όταν οι θεοί μοιράζονταν τη γη, όχι ερίζοντας αλλά με κλήρο, η Αθήνα έλαχε στην Αθηνά και τον Ήφαιστο, ενώ το πλούσιο σε χλωρίδα και μεταλλεύματα νησί της Ατλαντίδας στον Ποσειδώνα. Βρισκόταν μπροστά στις Ηράκλειες Στήλες στην έξοδο από την πλευρά της Μεσογείου μπαίνοντας στον Ωκεανό. Εκεί ζούσε μόνη η Κλειτώ, που είχε χάσει τους γονιούς της, τον Ευήνορα και τη Λευκίππη, στο κεντρικό βουνό του νησιού. Και καθώς ο θεός την ερωτεύτηκε, όρθωσε περίβολο από τείχη και τάφρους γεμάτους νερό, ώστε κανένας να μην έχει την κόρη εκτός από τον ίδιο. Για πολύ καιρό έμειναν μαζί, και η Κλειτώ γέννησε στον Ποσειδώνα πέντε φορές δίδυμα παιδιά. Πρωτότοκος ήταν ο Άτλαντας, ο οποίος βασίλευε στο κεντρικό βουνό του νησιού και ήταν κυρίαρχος στους άλλους εννέα αδελφούς που διοικούσαν ο καθένας μία από τις δέκα περιφέρειες στις οποίες χώρισε ο Ποσειδώνας το νησί. Αντίστοιχα, κυρίαρχοι ήταν οι απόγονοι του Άτλαντα έναντι των απογόνων των άλλων αδελφών. Η δόμηση του νησιού διευκόλυνε την άμυνα και το εμπόριο. Οι μεγαλοπρεπείς πόλεις ήταν γεμάτες από σήραγγες, γέφυρες, κανάλια, περίπλοκα περάσματα. Κάθε χρόνο οι βασιλείς των περιφερειών συγκεντρώνονταν στην πρωτεύουσα, επιδίδονταν στο ιερό κυνήγι ταύρου που έπρεπε να θηρεύσουν χωρίς όπλα, και κοινωνούσαν πίνοντας σταγόνες από το αίμα του ζώου. Ντυμένοι με μακρούς χιτώνες, σε χρώμα βαθύ μπλε (καλλίστην κυανῆν στολήν [Κριτίας 119e4]), καθισμένοι πάνω στις ζεστές ακόμη στάχτες της θυσίας και με σβησμένα όλα τα φώτα έκριναν ο ένας τον άλλον σύμφωνα με νόμους που ήταν καταγεγραμμένοι σε στήλες. Το νησί καταποντίστηκε ύστερα από έναν κατακλυσμό. Οι Αθηναίοι, σύμφωνα με την αφήγηση Αιγύπτιων ιερέων στον Σόλωνα, είχαν νικήσει τους Άτλαντες, όταν εκείνοι κάποτε αποπειράθηκαν να τους καταλάβουν εννιά χιλιάδες χρόνια πριν από την εποχή του Πλάτωνα.

    Η ιστορία του νησιού είναι γνωστή από δύο διαλόγους του Πλάτωνα, τον Τίμαιο (24d κ.ε.) και τον Κριτία (109b-121c). Το απόσπασμα του Τίμαιου και σε μετάφραση Γ. Σεφέρη.