Πλάτωνος Κριτίας: Η Ατλαντίδα νησί του Ποσειδώνα

 

Κάποτε οι θεοί έβαλαν σε κλήρο τις διάφορες περιοχές όλης της γης και τις μοιράστηκαν μεταξύ τους, χωρίς τσακωμούς. Δεν θα ήταν ασφαλώς σωστό να μην ξέρουν τι ανήκει στον καθένα τους ούτε να θέλουν να πάρουν με έριδες κάτι, αν και ξέρουν ότι ανήκει σε κάποιον άλλο. Αφού λοιπόν έγινε η διανομή με κλήρο, πήρε καθένας το μερίδιο του και κατοίκησαν στην περιοχή που κέρδισαν. Κι όταν εγκαταστάθηκαν, μας έτρεφαν σαν κοπάδια, δικά τους αποκτήματα και ζωντανά, χωρίς να χρησιμοποιούν όμως σωματική βία, σαν τους βοσκούς που οδηγούν τα κοπάδια στη βοσκή χτυπώντας τα. Επειδή ο άνθρωπος είναι ευκολοκυβέρνητο πλάσμα, κατευθύνουν, όπως το πλοίο από την πρύμνη με το πηδάλιο, αγγίζοντας την ψυχή με την πειθώ ανάλογα με τις διαθέσεις τους, και δίνοντας κατεύθυνση μ' αυτό τον τρόπο κυβερνούσαν όλους τους θνητούς. […]

Όπως ειπώθηκε πιο πριν για την κλήρωση που έκαναν οι θεοί, ότι μοίρασαν όλη τη γη και ορισμένοι πήραν μεγαλύτερες περιοχές ενώ άλλοι μικρότερες, στις οποίες έφτιαξαν βωμούς και κανόνισαν τις θυσίες που έπρεπε να γίνονται προς τιμήν τους, έτσι κι ο Ποσειδώνας, που του έτυχε το νησί της Ατλαντίδας, εγκατέστησε εκεί τα παιδιά που είχε αποκτήσει με μια θνητή γυναίκα σε κάποια τέτοια περιοχή του νησιού. Κοντά στη θάλασσα, στο κέντρο του νησιού, υπήρχε πεδιάδα, που λέγεται ότι ήταν η ωραιότερη και πιο εύφορη σ' ολόκληρο τον κόσμο. Ακόμα, κοντά στο κέντρο της, σε απόσταση πενήντα στάδια από τη μέση του νησιού, βρισκόταν ένα χαμηλό βουνό, όπου ήταν κάτοικος κάποιος από τους πρώτους ανθρώπους που γεννήθηκαν από τη γη, ο Ευήνορας, που έμενε μαζί με τη γυναίκα του Λευκίππη. Οι δυο γέννησαν μοναχοκόρη την Κλειτώ. Όταν η κοπέλα έφτασε σε ηλικία γάμου, πέθανε η μητέρα και ο πατέρας της. Τότε ο Ποσειδώνας ποθώντας τη συνευρέθηκε μαζί της. Ύστερα οχύρωσε το μικρό βουνό, όπου κατοικούσε, και το έκανε απόκρημνο από παντού, ώστε να μην μπορεί να το περάσει κανένας. Έφτιαξε γύρω του αλλεπάλληλες κυκλικές ζώνες στεριάς και θάλασσας, άλλες μικρότερες και άλλες μεγαλύτερες, δύο στεριανές και τρεις θαλάσσιες ζώνες τόσο στρογγυλές σαν να τις είχε τορνέψει, στη μέση του νησιού, σε ίση απόσταση απ' όλες τις άκρες του, ώστε να είναι απρόσιτες στους ανθρώπους, αφού τότε ούτε πλοία υπήρχαν ούτε ταξίδια γίνονταν. Έπειτα στόλισε πλούσια, σαν θεός που ήταν, το μικρό κεντρικό νησί αφού έφερε από το εσωτερικό της γης δυο ειδών νερά, το ένα ζεστό και το άλλο κρύο, που έρεε από μια κρήνη, κάνοντας τη γη να παράγει άφθονα τρόφιμα κάθε είδους. Αφού γέννησε πέντε ζευγάρια δίδυμων γιων, μοίρασε όλο το νησί της Ατλαντίδος σε δέκα μέρη και στον μεγαλύτερο απ' όσους είχαν γεννηθεί πρώτοι έδωσε την κατοικία της μητέρας του με ολόκληρο τον χώρο τριγύρω, που ήταν το καλύτερο και το μεγαλύτερο από τα μερίδια. Τον όρισε επίσης βασιλιά των άλλων, ενώ έκανε τους άλλους κυβερνήτες μεγάλου αριθμού ανθρώπων και χάρισε στον καθένα τεράστιες εκτάσεις γης. Ακόμα, τους έδωσε ονόματα. Ο μεγαλύτερος και πρώτος βασιλιάς, από τον οποίο ολόκληρο το νησί και ο ωκεανός πήραν το όνομα Ατλαντικός, λεγόταν Άτλαντας. Ο άλλος που γεννήθηκε μαζί του πήρε με κλήρο την άκρη του νησιού, η οποία βρισκόταν κοντά στις στήλες του Ηρακλή, την περιοχή δηλαδή που σήμερα λέγεται Γαδειρική, Εύμηλος στα Ελληνικά και Γάδειρος στη γλώσσα των ντόπιων, από το οποίο όλος ο τόπος πήρε τ' όνομα του. Από τα παιδιά που γεννήθηκαν δεύτερα ονόμασε το ένα Αμφήρη και το άλλο Ευαίμονα. Από τα τρίτα, ο μεγαλύτερος ονομάστηκε Μνησέας και ο μικρότερος Αυτόχθονας. Τα τέταρτα λέγονταν Ελάσιππος ο πρώτος και Μήστορας ο δεύτερος. Και, τέλος, από τα πέμπτα, τον πρώτο ονόμασε Αζάη και τον δεύτερο Διαπρεπή. Αυτοί λοιπόν και οι απόγονοι τους κατοίκησαν επί πολλές γενιές εκεί και εξουσίαζαν τα περισσότερα νησιά του πελάγους κι ακόμα, όπως ειπώθηκε και προηγουμένως, άπλωσαν την εξουσία τους και στο εσωτερικό των στηλών του Ηρακλή, μέχρι την Αίγυπτο και την Τυρρηνική θάλασσα. Από τον Άτλαντα δημιουργήθηκε μεγάλη γενιά με σημαντικούς απογόνους. Ο μεγαλύτερος, που γινόταν πάντα βασιλιάς, έδινε το σκήπτρο στο πρώτο του παιδί κι έτσι η εξουσία τους διατηρήθηκε επί πολλές γενιές, αποκτώντας τόσα πλούτη που καμιά δυναστεία δεν είχε πριν απ' αυτούς, αλλά ούτε και στο μέλλον μπορεί ν' αποκτήσει καμιά άλλη. Έβρισκαν επίσης οτιδήποτε χρειάζονταν είτε μέσα στην πόλη είτε στην υπόλοιπη χώρα, γιατί, σαν άρχοντες που ήταν, έφερναν πολλά πράγματα από το εξωτερικό. Αλλά και το νησί τους έδινε τα περισσότερα απ' όσα χρειάζονταν στην καθημερινή τους ζωή και πρώτα πρώτα τα μέταλλα, που βγαίνουν από τα ορυχεία στερεά και κείνα που βγαίνουν σε ρευστή κατάσταση, υπήρχε ακόμα κι εκείνο το είδος που σήμερα ξέρουμε μόνο τ' όνομα του, δηλαδή ο ορείχαλκος, που τότε ήταν κάτι περισσότερο από τ' όνομα του, που έβγαινε από τη γη σε πολλές περιοχές του νησιού και ήταν το πιο πολύτιμο πράγμα μετά το χρυσάφι και ξυλεία, που τη χρησιμοποιούν οι ξυλουργοί στη δουλειά τους, έβγαζε άφθονη και είχε όλα τα είδη ήμερων και άγριων ζώων. Τότε μάλιστα υπήρχαν εκεί πολλοί ελέφαντες. Διέθετε άφθονη τροφή όχι μόνο για τα ζώα που βόσκουν στους βάλτους, τις λίμνες και τα ποτάμια, αλλά και για εκείνα που τριγυρίζουν στις πεδιάδες και στα βουνά. Η τροφή ήταν τόσο πλούσια που επαρκούσε ακόμα και για τους ελέφαντες, οι οποίοι τρώνε πολύ, σαν μεγαλόσωμα ζώα που είναι. Εκτός όμως απ' αυτά, όσα τώρα βγάζει γενικά η γη, μυρωδικά, ρίζες, βότανα και δέντρα ή ουσίες από λουλούδια και καρπούς έβγαζε κι έτρεφε σε μεγάλες ποσότητες. Υπήρχαν ακόμα χλωροί και ξηροί καρποί που τους χρησιμοποιούμε για φαγητό -τους καρπούς αυτούς τους ονομάζουμε όσπρια- καθώς επίσης και καρποί δέντρων από τους οποίους φτιάχνουμε ποτά, φαγητά ή λάδια, και τους καρπούς που, επειδή τους καλλιεργούμε τόσο για στολισμό όσο και για ευχαρίστηση, έγιναν δυσκολοφύλακτοι. Τέλος, υπήρχαν και τα φρούτα που δίνουμε μετά το φαγητό σε όσους θέλουν ν' ανακουφίσουν το φορτωμένο στομάχι τους. Όλα αυτά βρίσκονταν σε μεγάλη αφθονία και με απέραντη ομορφιά πάνω σ' εκείνο το νησί που ήταν κάποτε παλαιά ιερό κάτω από τον ήλιο. Παίρνοντας λοιπόν τόσα πολλά προϊόντα από τη γη, οι κάτοικοι του νησιού μπόρεσαν να φτιάξουν ναούς, παλάτια, λιμάνια, ναύσταθμους και όλα τ' άλλα έργα που χρειαζόταν η χώρα τους. Πρώτα απ' όλα γεφύρωσαν τις κυκλικές θάλασσες που βρίσκονταν γύρω από την αρχαία μητρόπολη κι έφτιαξαν δρόμο που οδηγούσε μέχρι τα βασιλικά ανάκτορα, τα οποία είχαν χτίσει στο σημείο όπου κατοίκησε ο θεός και οι προγονοί τους. Κι επειδή, παρ' ότι ήταν στολισμένα, κάθε βασιλιάς που τα έπαιρνε από τον προηγούμενο πρόσθετε νέα στολίδια, προσπαθώντας να ξεπεράσει τον προκάτοχο του, τα ανάκτορα έγιναν τελικά ασύγκριτα χάρη στο μεγαλείο και την ομορφιά τους. Αρχίζοντας ύστερα από τη Θάλασσα του εξωτερικού κύκλου, άνοιξαν διώρυγα τρία πλέθρα πλάτος, βάθος εκατό πόδια και μήκος πενήντα στάδια. Έτσι ακόμα και τα μεγαλύτερα πλοία μπορούσαν να περνάνε από το στόμιο της και να φτάνουν μέχρι το λιμάνι. Έκαναν επίσης άνοιγμα στις εσωτερικές ζώνες της ξηράς, που χώριζαν τις λωρίδες της θάλασσας κοντά στο σημείο που βρίσκονταν οι γέφυρες, το οποίο οδηγούσε από κύκλο σε κύκλο και ήταν τόσο ώστε να χωράει μια τριήρης. Το κάλυψαν από πάνω, αφού το επίπεδο της ξηράς βρισκόταν αρκετά ψηλότερα από την επιφάνεια της θάλασσας, έτσι ώστε τα πλοία να περνάνε από κάτω. Η μεγαλύτερη απ' αυτές τις κυκλικές ζώνες, που επικοινωνούσε άμεσα με τη θάλασσα, είχε πλάτος τρία στάδια, και το πρόχωμα που ακολουθούσε στη συνέχεια είχε το ίδιο μήκος. Από τις άλλες δυο ζώνες, η θαλασσινή είχε πλάτος δυο στάδια, ενώ ίση ήταν πάλι και η στεριανή ζώνη. Ο κύκλος που έζωνε το κεντρικό νησί είχε ένα στάδιο πλάτος, ενώ η διάμετρος του νησιού στο οποίο βρισκόταν το παλάτι ήταν πέντε στάδια. Σο νησί, οι ζώνες γύρω του και η γέφυρα που είχε πλάτος ενός πλέθρου περιφράχτηκαν με πέτρινο τείχος κι από τις δυο πλευρές. Στις άκρες κάθε γέφυρας, πάνω από τα περάσματα προς τη θάλασσα, έφτιαξαν πύργους και πύλες. Τις πέτρες που χρειάζονταν για τον σκοπό αυτό τις έβγαζαν από τα λατομεία που υπήρχαν τόσο στο κεντρικό νησί όσο και στις ζώνες της ξηράς που βρίσκονταν γύρω του. Άλλες ήταν άσπρες, άλλες μαύρες κι άλλες κόκκινες. Στο σημείο απ' όπου τις έβγαζαν δημιουργήθηκαν δυο μεγάλα κοιλώματα, τα οποία έκαναν υπογείους ναύσταθμους και τα σκέπασαν με αυτό τον βράχο. Ορισμένα από τα κτίρια φτιάχτηκαν με πέτρες του ίδιου χρώματος, άλλα όμως έγιναν πολύχρωμα, ώστε να φαίνονται στολισμένα και να σκορπίζουν την ευχαρίστηση. Την επιφάνεια του τείχους που κάλυπτε ολόκληρη την εξωτερική ζώνη τη σκέπασαν με χαλκό αντί να τη βάψουν, ενώ την εσωτερική επιφάνεια την έντυσαν με κασσίτερο. Το τείχος της ακρόπολης καλύφθηκε με αστραφτερό ορείχαλκο που έλαμπε σαν φωτιά. Τα ανάκτορα που βρίσκονταν μέσα στην ακρόπολη ήταν φτιαγμένα ως εξής: Στη μέση υπήρχε ναός αφιερωμένος στην Κλειτώ και τον Ποσειδώνα, τριγυρισμένος από χρυσό τοίχο που δεν επιτρεπόταν να τον πλησιάσει κανένας. Σ' εκείνο το σημείο είχαν σμίξει για πρώτη φορά αυτοί οι δυο και γέννησαν τα παιδιά που έγιναν αρχηγοί των δέκα βασιλικών οικογενειών. Εκεί πήγαιναν κάθε χρόνο εκπρόσωποι των δέκα περιφερειών που μοιράστηκαν με κλήρο, για να προσφέρουν τους πιο διαλεχτούς καρπούς της γης αφιέρωμα στον καθένα θεό. Υπήρχε ναός του Ποσειδώνα που είχε μήκος ένα στάδιο, πλάτος τρία πλέθρα και ύψος ανάλογο με τις άλλες διαστάσεις, όπως το βλέπει κανείς, αλλά η μορφή του ήταν κάπως βαρβαρική. Απ' έξω ήταν ντυμένος ολόκληρος με ασήμι, εκτός από τις γωνίες που ήταν χρυσές. Η οροφή του στο εσωτερικό ήταν φτιαγμένη από ελεφαντοστό και είχε χρυσά, ασημένια και ορειχάλκινα στολίδια. Σα υπόλοιπα σημεία, τους τοίχους, τους κίονες και το δάπεδο τα κάλυψαν με ορείχαλκο. Μέσα στον ναό τοποθέτησαν το χρυσό άγαλμα του Ποσειδώνα που ήταν όρθιος στο άρμα του και οδηγούσε τα έξι φτερωτά του άλογα. Ήταν τόσο ψηλός που το κεφάλι του άγγιζε τη σκεπή του ναού. Γύρω του υπήρχαν εκατό αγάλματα Νηρηίδων πάνω σε δελφίνια, γιατί οι τότε άνθρωποι πίστευαν ότι τόσες ήταν οι Νηρηίδες. Ακόμα υπήρχαν πολλά άλλα αγάλματα, τα οποία είχαν αφιερώσει διάφοροι ιδιώτες. Στο έξω μέρος γύρω από τον ναό βρίσκονταν χρυσές εικόνες όλων των βασιλιάδων και των συζύγων τους που κατάγονταν από τα δέκα αδέλφια, καθώς και πολλά άλλα αφιερώματα των ίδιων ή άλλων ατόμων όχι μόνο από την πολιτεία αλλά και από τα υπόλοιπα μέρη που εξουσίαζε αυτή η χώρα. Ο βωμός ήταν ανάλογος στο μέγεθος και στην εμφάνιση με το περιβάλλον, ενώ τα παλάτια ταίριαζαν με την ισχύ της πολιτείας κι επίσης ταίριαζαν με το μεγαλείο του ναού. Οι βρύσες, που είχαν το κρύο και το ζεστό νερό, ήταν πλούσιες κι επειδή με τα όμορφα και θεραπευτικά νερά τους εξυπηρετούσαν ιδιαίτερα τους κατοίκους, έφτιαξαν γύρω τους διάφορες εγκαταστάσεις και φύτεψαν υδρόφιλα φυτά. Ακόμα κατασκεύασαν δεξαμενές, τόσο στα χωράφια όσο και μέσα στην πόλη· ορισμένες ήταν υπαίθριες και άλλες κλειστές για να χρησιμοποιούνται τον χειμώνα σαν θερμά λουτρά, χωριστά των βασιλέων, χωριστά των πολιτών, ενώ υπήρχαν ακόμα και μερικές για τις γυναίκες, ορισμένες για τ' άλογα και για τα κατοικίδια ζώα, διακοσμώντας καθεμιά με τον ανάλογο στολισμό. Το νερό που έτρεχε από τις δεξαμενές χρησίμευε για το πότισμα του ιερού άλσους του Ποσειδώνα, που είχε κάθε είδους όμορφα και ψηλά δέντρα, χάρη στη γονιμότητα του εδάφους. Με αυλάκια έφερναν το νερό από τις δεξαμενές μέχρι τις γέφυρες στις εξωτερικές ζώνες, όπου υπήρχαν ναοί πολλών θεών, κήποι και γυμναστήρια για άνδρες και γι' άλογα ολόγυρα στο νησί. Στο κέντρο του μεγαλύτερου νησιού υπήρχε ένας ξεχωριστός ιππόδρομος με πλάτος ένα στάδιο και μήκος όσο η περιφέρεια του νησιού, που τον χρησιμοποιούσαν για ιππικά αγωνίσματα. Στις δυο πλευρές του ιπποδρόμου υπήρχαν οι κατοικίες των πολλών σωματοφυλάκων του βασιλιά, οι πιο πιστοί όμως ζούσαν στη δεύτερη ζώνη, που βρισκόταν πιο κοντά στην Ακρόπολη. Όσοι ήταν ακόμα πιο αφοσιωμένοι από τους άλλους είχαν κατοικίες μέσα στην Ακρόπολη, γύρω από τ' ανάκτορα. Οι ναύσταθμοι ήταν γεμάτοι με τριήρεις και τα εξαρτήματα τους σε τέλεια τάξη. Τα σχετικά λοιπόν με τις βασιλικές κατοικίες έτσι ήταν κατασκευασμένα. Όταν κάποιος διέσχιζε τα λιμάνια, που ήταν τρία, για να βγει έξω, έβλεπε ένα τείχος που άρχιζε από τη θάλασσα και περιτριγύριζε το νησί σε απόσταση πενήντα σταδίων από τη μεγαλύτερη ζώνη και το μεγαλύτερο λιμάνι, για να καταλήξει στο στόμιο της διώρυγας που βρισκόταν κοντά στη θάλασσα. Στο εσωτερικό του υπήρχαν αμέτρητα σπίτια το ένα κοντά στο άλλο. Η διώρυγα και το μεγάλο λιμάνι ήταν γεμάτα πλοία και εμπόρους που έρχονταν απ' όλα τα μέρη του κόσμου και, επειδή ήταν πολλοί, έκαναν τόση φασαρία και κάθε είδος θορύβους, μέρα και νύχτα. Για την πόλη λοιπόν και την αρχαία οίκηση της σχεδόν όπως ειπώθηκαν τότε τ' απομνημόνευσα και τ' αφηγήθηκα. Πρέπει όμως να συνεχίσω με την περιγραφή των φυσικών χαρισμάτων και του στολισμού της υπόλοιπης χώρας. Κατ' αρχάς λέγεται ότι ολόκληρος εκείνος ο τόπος ήταν πολύ ψηλός και είχε απόκρημνες ακτές, ενώ η όλη περιοχή γύρω στην πόλη ήταν πεδινή και τριγυρισμένη από βουνά που οι πλαγιές τους κατέβαιναν μέχρι τη θάλασσα. Η πεδιάδα ήταν εντελώς επίπεδη, χωρίς υψώματα, με παραλληλόγραμμο σχήμα μήκους τριών χιλιάδων και πλάτους δύο χιλιάδων σταδίων από τη θάλασσα μέχρι το κέντρο της. Ολόκληρη αυτή η περιοχή έβλεπε νότια και ήταν προφυλαγμένη από τους βοριάδες. Σα γύρω βουνά ήταν φημισμένα παντού, γιατί ήταν ανώτερα απ' όλα τα τωρινά κατά τον αριθμό, το ύψος και την ομορφιά. Ανάμεσά τους υπήρχαν πολλά πλούσια χωριά, ποτάμια, λίμνες και λιβάδια, όπου όλα τ' άγρια και ήμερα ζώα έβρισκαν άφθονη τροφή. Ήταν επίσης γεμάτα δέντρα πολλά κάθε είδους, που έδιναν αρκετή ξυλεία για τις ανάγκες όλων των επαγγελμάτων. Αυτή λοιπόν η πεδιάδα ήταν φτιαγμένη έτσι από τη φύση αλλά και από τα έργα που έκαναν πολλοί βασιλιάδες στη διάρκεια αμέτρητων χρόνων. Το σχήμα της ήταν τετράγωνο και, στα περισσότερα μέρη, ορθογώνιο και μακρουλό· ίσιωσαν όμως τ' ακανόνιστα σημεία της σκάβοντας τριγύρω χαντάκια. Το βάθος, το πλάτος και το μήκος κάθε χαντακιού ήταν τόσο μεγάλο που είναι απίστευτο αυτό που λέγεται, ότι ήταν φτιαγμένο από ανθρώπινα χέρια, αφού, σε σύγκριση με άλλα παρόμοια έργα, φαινόταν τεράστιο. Οφείλουμε, πάντως, ν' αναφέρουμε ό,τι ακούσαμε. Είχε σκαφτεί το βάθος του ένα πλέθρο και το πλάτος σε όλα τα σημεία ένα στάδιο· επειδή τώρα ήταν σκαμμένο γύρω σ' ολόκληρη την πεδιάδα, το μήκος του τύχαινε να είναι δέκα χιλιάδες στάδια. Δεχόταν όλα τα νερά που κατέβαιναν κυλώντας από τα βουνά, κύκλωνε την πεδιάδα, έφτανε μέχρι την πόλη κι από τα δυο μέρη της, προχωρούσε μέχρι τη θάλασσα κι άδειαζε εκεί όλα τα νερά. Από το εσωτερικό της περιοχής ξεκινούσαν αυλάκια πλάτους περίπου εκατό ποδών, που διέσχιζαν την πεδιάδα σε παράλληλες γραμμές και είχαν τέτοια κλίση, ώστε τα νερά τους χύνονταν στο χαντάκι. Μέσα απ' αυτά τα αυλάκια, που απείχαν μεταξύ τους εκατό στάδια, κατέβαζαν την ξυλεία από τα βουνά στην πόλη και μετέφεραν με πλοία τα υπόλοιπα προϊόντα κάθε εποχής, αφού πρώτα άνοιξαν κι άλλα αυλάκια, πλάγια μεταξύ τους, ώστε να επικοινωνεί το ένα με το άλλο και με την πόλη. Είχαν συγκομιδή δυο φορές τον χρόνο, χρησιμοποιώντας τον χειμώνα τα νερά που τους έστελνε ο Δίας και το καλοκαίρι όσα έβγαιναν από τις πηγές, που τα έφερναν στην πεδιάδα μέσα από τα τεχνητά αυλάκια. Σχετικά τώρα με τον αριθμό των πολεμιστών, είχε κανονιστεί ότι κάθε τμήμα της χωράς θα έδινε από έναν αρχηγό για τους άνδρες που ήταν ικανοί να φέρουν όπλα. Η έκταση κάθε τμήματος ήταν περίπου εκατό στάδια και υπήρχαν εξήντα χιλιάδες τέτοια τμήματα. Οι άνδρες που έμεναν στα βουνά και τα άλλα μέρη της χώρας ήταν, όπως λεγόταν, αμέτρητοι κι εξουσιάζονταν από τους αρχηγούς τους σύμφωνα με τον συνοικισμό ή το χωριό στο οποίο ζούσαν. Σε καιρό πολέμου ο αρχηγός έπρεπε να δίνει το ένα έκτο ενός πολεμικού άρματος, σε δέκα χιλιάδες άρματα, δυο άλογα με τους ιππείς τους, δυο άλογα χωρίς άρμα, έναν πεζό με ελαφριά ασπίδα, έναν ιππέα που μπορούσε να πηδάει από άλογο σε άλογο, δυο βαριά οπλισμένους πεζούς, δυο τοξότες, δυο σφενδονιστές, τρεις πετροβολητές, τρεις ακοντιστές και, τέλος, από τέσσερις ναύτες για τα χίλια διακόσια πλοία της χώρας. Έτσι λοιπόν είχαν οργανωθεί τα στρατιωτικά πράγματα της βασιλικής πόλης. Όσο για τα υπόλοιπα εννέα τμήματα, καθένα είχε τη δική του οργάνωση, που θα χρειαζόταν πολλή ώρα για ν' αναπτύξω. Τα αξιώματα και οι τιμητικές διακρίσεις κανονίστηκαν από την αρχή με τον παρακάτω τρόπο. Καθένας από τους δέκα βασιλιάδες κυβερνούσε τους ανθρώπους που ζούσαν στην περιοχή και την πρωτεύουσα του, όριζε τους περισσοτέρους νόμους και τιμωρούσε ή θανάτωνε όποιον ήθελε. Οι σχέσεις όμως και η εξουσία που είχαν μεταξύ τους ήταν ρυθμισμένες σύμφωνα με τις αρχές που είχε ορίσει ο Ποσειδώνας, όπως όριζε ο νόμος που είχε φτάσει μέχρις αυτούς από γενιά σε γενιά χαραγμένος με γράμματα από τους πρώτους βασιλιάδες σε στήλη από ορείχαλκο, που βρισκόταν στον ναό του Ποσειδώνα στο κέντρο του νησιού. Οι βασιλιάδες συγκεντρώνονταν κάθε πέντε και κάθε έξι χρόνια με τη σειρά -γιατί τιμούσαν τόσο τους μονούς όσο και τους ζυγούς αριθμούς- και συζητούσαν, έπαιρναν αποφάσεις για τα κοινά τους συμφέροντα, εξέταζαν τις παραβάσεις των νόμων και δίκαζαν τις σχετικές υποθέσεις. Όταν επρόκειτο να δικάσουν, έδιναν πρώτα διαβεβαιώσεις μεταξύ τους με τον ακόλουθο τρόπο: Άφηναν ελεύθερους τους ταύρους μέσα στον ναό του Ποσειδώνα κι έμεναν μόνοι μαζί τους, όντας δέκα, και παρακαλούσαν τον θεό να διαλέξει το σφάγιο που θα τον ευχαριστούσε κι άρχιζαν να κυνηγάνε τους ταύρους άοπλοι, κρατώντας μόνο ξύλα και θηλιές. Όποιον τύχαινε να πιάσουν, τον πήγαιναν στη στήλη και τον έσφαζαν πάνω από το μέρος όπου ήταν γραμμένος ο νόμος. Στη στήλη ήταν χαραγμένος και ο όρκος που καταριόταν με φοβερά λόγια όσους καταπατούσαν τους νόμους. Όταν λοιπόν έκαναν τη θυσία σύμφωνα με τους νόμους τους κι ευλογούσαν τα μέλη του ταύρου, ανακάτευαν σ' ένα κύπελλο λίγο κρασί με μερικές σταγόνες από το αίμα του ζώου ο καθένας με τη σειρά του. Μετά έριχναν τα κομμάτια του ιερού σφαγίου στη φωτιά και καθάριζαν τη στήλη. Έπειτα έπαιρναν με χρυσές φιάλες λίγο κρασί από το κύπελλο, έκαναν σπονδές στη φωτιά κι ορκίζονταν ότι θ' απέδιδαν δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους της στήλης, τιμωρώντας όσους τους είχαν παραβεί. Ακόμα, ορκίζονταν ότι δεν θα παραβούν κανένα γραπτό νόμο εκούσια, δεν θα διοικήσουν και δεν θα υπακούσουν στον βασιλιά, παρά μόνο αν οι προσταγές του είναι σύμφωνες με τους νόμους του πατέρα τους. Όταν καθένας έδινε τέτοιες διαβεβαιώσεις για λογαριασμό δικό του και της γενιάς του, έπινε και μετά αφιέρωνε τη φιάλη στο ιερό του θεού και ύστερα έτρωγε και τακτοποιούσε όλες τις άλλες ανάγκες. Μόλις νύχτωνε και η φωτιά γύρω από τα σφάγια έσβηνε, φορούσαν μια θαυμάσια γαλάζια στολή, έσβηναν όλες τις φωτιές του ναού και κάθονταν δίπλα στ' απομεινάρια της θυσίας όλη τη νύχτα δικάζοντας και δικαζόμενοι, αν κανένας κατηγορούσε κάποιον άλλο πως είχε παραβεί τον νόμο. Μετά την έκδοση της απόφασης σχετικά με κάθε υπόθεση που είχε κριθεί, την έγραφαν, όταν ξημέρωνε, πάνω σ' ένα χρυσό πίνακα και την αφιέρωναν στον θεό μαζί με τις στολές τους. Υπήρχαν πολλοί ειδικοί νόμοι σχετικά με τα προνόμια κάθε βασιλιά, σημαντικότεροι από τους οποίους ήταν ότι ποτέ δεν θα έκαναν πόλεμο ο ένας εναντίον του άλλου, ότι θα βοηθούσαν όλοι, αν κάποιος επιχειρούσε ν' ανατρέψει τη βασιλική οικογένεια κάποιας πόλης κι ότι θα συγκεντρώνονταν, όπως οι προγονοί τους, για να πάρουν κοινές αποφάσεις σε περίπτωση πολέμου ή σχετικά με άλλα σοβαρά ζητήματα, παραχωρώντας την αρχηγία στη γενιά του Άτλαντα. Τέλος, κανένας βασιλιάς δεν είχε το δικαίωμα να θανατώσει κάποιο συγγενή του, αν δεν είχε τη συγκατάθεση περισσότερων από τους μισούς ανάμεσα στους δέκα βασιλιάδες. Αυτή όμως την τόσο μεγάλη και τέτοιου είδους δύναμη που υπήρχε τότε σ' εκείνο το μέρος, αφού την οργάνωσε ο θεός, την οδήγησε εναντίον αυτών των χωρών με την εξής, σύμφωνα με την παράδοση, δικαιολογία: Για πολλές γενιές, όσο υπήρχε ακόμα πάνω τους η επίδραση του θεού από τον οποίο κατάγονταν, υπάκουαν στους νόμους και τιμούσαν τη θεϊκή τους καταγωγή. Οι καρδιές τους ήταν καθαρές και το μυαλό τους αφοσιωμένο σ' ευγενικά έργα. Έδειχναν πάντα λογική και σωφροσύνη στις εκάστοτε περιστάσεις και ως προς τις μεταξύ τους σχέσεις. Γι' αυτό τον λόγο περιφρονούσαν οτιδήποτε εκτός από την αρετή και δεν έδιναν μεγάλη σημασία στ' αγαθά που είχαν, θεωρώντας βάρος την ποσότητα του χρυσαφιού και της υπόλοιπης περιουσίας. Έτσι, χωρίς να μεθύσουν από την τρυφηλότητα κι εξαιτίας του πλούτου να χάσουν τον αυτοέλεγχο τους, δεν παραδόθηκαν στα πάθη τους. Με νηφαλιότητα, αντίθετα, έβλεπαν καθαρά ότι και αυτά όλα αυξάνουν από τη φιλία και μαζί με την κοινή αρετή, ενώ η διαρκής επιδίωξη και λατρεία αυτών των αγαθών καταστρέφει τα ίδια και την αξία τους. Με αυτές λοιπόν τις σκέψεις και με τη θεϊκή επίδραση πάνω τους, τα πάντα σ' αυτούς προόδευσαν, όσα αναφέραμε προηγουμένως. Όταν όμως ατόνησε κι εξαφανίστηκε σιγά σιγά το θεϊκό στοιχείο από μέσα τους, επειδή αναμείχθηκε πολύ με το θνητό στοιχείο, κι επικράτησε το ανθρώπινο, τότε άρχισαν να συμπεριφέρονται άσχημα, μη μπορώντας ν' αντέξουν το βάρος του πλούτου που είχαν. Σ' αυτόν που είχε τη δυνατότητα να παρατηρεί φαίνονταν αισχροί, που είχαν χάσει τα πιο πολύτιμα από τ' αγαθά τους. Σ' εκείνους όμως που δεν μπορούσαν να διακρίνουν ποια είναι η πραγματικά ευτυχισμένη ζωή, φαίνονταν κατ' εξοχήν καλοί και ευλογημένοι, παρά την πλεονεξία που τους είχε καταλάβει ν' αυξάνουν με κάθε τρόπο τα πλούτη τους. Ο Δίας λοιπόν, ο θεός των θεών, που κυβερνάει σύμφωνα με τους νόμους, επειδή μπορεί να βλέπει τέτοια πράγματα, παρατηρώντας ότι αυτός ο χρηστός λαός τραβούσε για την καταστροφή, αποφάσισε να τον τιμωρήσει, για να γίνουν νουνεχείς αφού συνετιστούν. Κάλεσε λοιπόν σε συμβούλιο όλους τους θεούς στην τιμιότατη κατοικία τους, που βρίσκεται στη μέση του κόσμου και βλέπει καλά τα πάντα, όσα έχουν πραγματοποιηθεί, κι αφού τους συγκέντρωσε είπε… (Πλάτων, Κριτίας 109b-121c, μεταφραστική ομάδα Κάκτου)