Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι

των Β. Κάλφα και Γ. Ζωγραφίδη
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

16.5. Αντί επιλόγου: ο θάνατος των φιλοσόφων και η συνέχεια της φιλοσοφίας

Το 531 μ.Χ. επτά σοφοί, όχι βέβαια οι επτά σοφοί που συναντήσαμε στις απαρχές της φιλοσοφίας αλλά πάλι επτά, όσοι και οι πλανήτες που λάτρευαν, περνούν τα σύνορα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αναζητούν καλύτερη τύχη στην αυλή του νέου πέρση βασιλιά Χοσρόη. Είχαν ξεκινήσει το ταξίδι τους από μια μικρή πόλη, όπου μέχρι πριν από δύο χρόνια δίδασκαν φιλοσοφία. Εκείνη η πόλη, τόσο μακρινή και διαφορετική από την ακόμη εντυπωσιακή Αλεξάνδρεια, ήταν η Αθήνα. Αν κάτι άνθιζε πάλι εκεί, από τον 5ο αιώνα μ.Χ., ήταν ο πλατωνισμός και η Ακαδημία με σχολάρχη τον Δαμάσκιο.

Όμως το 529 μ.Χ. ο Ιουστινιανός, πιθανώς στο πλαίσιο μιας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, απαγόρευσε να διδάσκονται στην πάλαι ποτέ πνευματική πρωτεύουσα φιλοσοφία και νομικά (που ήταν ίσως ο κύριος στόχος του). Η κεντρική εξουσία της Κωνσταντινούπολης ήθελε να ελέγχει την ανώτατη εκπαίδευση και, με κριτήρια αδιαφανή, έκλεινε όσες σχολές θεωρούσε ασύμφορες. Εξάλλου, και ο Ιουστινιανός, που πρόσφατα είχε ανέβει στον θρόνο, ήταν επιρρεπής σε εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες, αντίθετα από πολλές που ακολούθησαν αργότερα, κράτησαν για πολύ.

Το μακρύ ταξίδι, της αρχαίας φιλοσοφίας, που ξεκίνησε από τις πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας και της Μικράς Ασίας, από τη Μίλητο, την Έφεσο, την Ελέα, πέρασε από την Αθήνα και από εκεί κατέληξε στις πόλεις των ελληνιστικών βασιλείων, στη διασπορά, στην Αλεξάνδρεια, στην Αντιόχεια, στη Ρώμη. Και τελείωσε, συμβολικά πιο πολύ, στην Αθήνα.

Οι καθηγητές δεν διώχθηκαν, αλλά και τι να έκαναν στην Αθήνα; Κανείς τους δεν ήταν Αθηναίος. (Μα κανείς Αθηναίος δεν ήταν, στον καιρό τους, φιλόσοφος;) Ογδοηκοντούτης γέρων ο Δαμάσκιος από τη Συρία, από την Κιλικία ο Σιμπλίκιος, από τη Γάζα (της γνωστής λωρίδας στην Παλαιστίνη) ο Ισίδωρος, από τη Φρυγία ο Ευλάμιος, από τη Φοινίκη ο Διογένης και ο Ερμείας, και από τη Λυδία ο Πρισκιανός. Αλήθεια, τι γύρευαν, σχεδόν στα μέσα του 6ου αιώνα, όλοι αυτοί οι Νεοπλατωνικοί στην παρακμασμένη Αθήνα και όχι, ας πούμε, στην Αλεξάνδρεια, όπου η φιλοσοφία συνέχιζε να διδάσκεται;

Έξω από τη ρωμαϊκή οικουμένη, στην αυλή του πέρση μονάρχη, οι επτά σοφοί καταλαβαίνουν γρήγορα πως η φήμη του ότι αποτελεί την ενσάρκωση του πλατωνικού φιλοσόφου-βασιλιά είναι σαν τις περισσότερες φήμες - ανυπόστατη. Απογοητευμένοι από μια κοινωνία όχι τόσο εξελληνισμένη όσο τη φαντάζονταν, παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής και μερικοί εγκαθίστανται κοντά στα σύνορα Συρίας και Περσίας, στις βυζαντινές Κάρρες (το Χαρράν), την «πόλη των ειδωλολατρών» (ἑλλήνων πόλιν). Εκεί, από όπου είχε περάσει (ή είχε γεννηθεί) ο γενάρχης των Εβραίων Αβραάμ, ζουν ανενόχλητοι από τον Ιουστινιανό, ο οποίος τους επιτρέπει να πιστεύουν στη δική τους θρησκεία, μετά από ειδική συμφωνία με τον πέρση ηγεμόνα το 532 μ.Χ.

Στα όρια του βυζαντινού και του περσικού κόσμου, ο Σιμπλίκιος ιδρύει μια μικρή νεοπλατωνική σχολή. Η σχολή εκείνη, ή η συνέχειά της, έζησε άλλους τέσσερις αιώνες, πρώτα σε χριστιανικό και λίγο αργότερα σε ισλαμικό περιβάλλον. Το Χαρράν απέκτησε μια ιατρική σχολή (που λέγεται ότι μεταφέρθηκε από την Αλεξάνδρεια) και ένα κέντρο μετάφρασης ελληνικών και συριακών κειμένων στα αραβικά. Οι συνεχιστές του Σιμπλίκιου διαφύλαξαν τη μεταφυσική πλατωνική διδασκαλία (όπως και τις τελετές), και η ελληνική φιλοσοφία έφτασε μέσω της σχολής στη Βαγδάτη. Από εκεί, μεταφρασμένη στα αραβικά και ερμηνευμένη μέσα από το Ισλάμ, πέρασε στην Ισπανία και μέσω αυτής στη Δυτική Ευρώπη, η οποία μόνο από τον 12ο αιώνα στράφηκε στα ίδια τα κείμενα των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων.

Η σχολή, απομεινάρι της διέλευσης των επτά σοφών, διατηρήθηκε μάλλον έως την καταστροφή του τελευταίου ειδωλολατρικού ναού στο Χαρράν με την έλευση των Σελτζούκων Τούρκων το 1081. Μερικούς μήνες αργότερα, το 1082, και χιλιάδες χιλιόμετρα μακρύτερα, στην Κωνσταντινούπολη, ένας άλλος πλατωνικός φιλόσοφος που καταγόταν από τη μακρινή Ιταλία, ο Ιωάννης ο Ιταλός, καταδικάστηκε (τουλάχιστον αυτή ήταν η επίσημη δικαιολογία) γιατί δεν δίδασκε Πλάτωνα απλώς για χάρη της εκπαίδευσης των μαθητών του, αλλά γιατί ακολουθούσε τις ιδέες του σε ζητήματα θεολογικά.

Στην Κωνσταντινούπολη η ελληνική φιλοσοφική παράδοση είχε ήδη μεταφερθεί με διπλό τρόπο: φιλτραρισμένη στη σκέψη και στα κείμενα των χριστιανών Πατέρων αλλά και πιο άμεσα, με τα κείμενα των ίδιων των αρχαίων φιλοσόφων. Λίγες δεκαετίες μετά το κλείσιμο της Σχολής των Αθηνών, και όταν άρχιζε η αραβική κατάκτηση της Αιγύπτου, ο αυτοκράτορας Ηράκλειος είχε καλέσει από την Αλεξάνδρεια τον Στέφανο, χριστιανό, νεοπλατωνικό και σχολιαστή του Αριστοτέλη. Του πρόσφερε μια έδρα φιλοσοφίας στη νέα πρωτεύουσα, όχι πλέον της φιλοσοφίας αλλά του χριστιανικού κόσμου, την Κωνσταντινούπολη. Αυτός ο τελευταίος Αλεξανδρινός, που ονομάστηκε οἰκουμενικὸς διδάσκαλος, μετέφερε μια φιλοσοφική παράδοση η οποία, με διακοπές και δυσκολίες, κρατήθηκε ζωντανή στη διάρκεια του Μεσαίωνα.

Ο «θάνατος» της φιλοσοφίας δεν συμπίπτει με τον θάνατο του αρχαίου κόσμου. Εξάλλου, ο κόσμος αυτός έσβησε σταδιακά, δίνοντας επίσης σταδιακά τη θέση του σε έναν νέο κόσμο - εκείνον που αιώνες αργότερα ο … πιο «νέος κόσμος» ονόμασε «Μεσαίωνα».

Ανάλογα και η φιλοσοφία: δεν ήταν πάντοτε η ίδια. Γεννήθηκε, αναπτύχθηκε, ασχολήθηκε με όλο το επιστητό, έφτιαξε δικά της πεδία έρευνας και έχασε άλλα προς όφελος της επιστήμης· ορισμένα χαρακτηριστικά της άλλαζαν κατά περιόδους, ορισμένα ατόνησαν, καινούργια εμφανίστηκαν. Δώδεκα αιώνες τομών και συνέχειας, διαλόγου και διαμαχών. Οι κοσμολογικές ανησυχίες του Θαλή λίγο μοιάζουν με τις περίτεχνες εξηγήσεις των νεότερων Στωικών, η πρώιμη θεολογία του Ξενοφάνη με τις επεξεργασμένες προτάσεις του Πρόκλου, ο ζωντανός πλατωνικός διάλογος με τα συστηματικά «σχολικά» εγχειρίδια των μέσων Πλατωνικών.

Μέσα σ᾽ αυτή την ποικιλία υπάρχει ενότητα; Είναι μία η φιλοσοφία; Και τι είναι αυτό που ενώνει τις διαδοχικές και συχνά αντιθετικές προσπάθειες να δοθεί μια έγκυρη και πειστική ερμηνεία του κόσμου, του ανθρώπου, της κοινωνίας, ώστε όλες να στεγάζονται υπό τον όρο «φιλοσοφία»; Φτάνοντας στο τέλος, τίθεται το πρωταρχικό (και πάντα ανοικτό) ερώτημα: τι είναι φιλοσοφία;

Παρακολουθήσαμε τη θεωρητική διερώτηση του ανθρώπου για τον κόσμο και τον εαυτό του και για τη γνώση τους· την προσπάθειά του να διαμορφώσει έγκυρα εργαλεία σκέψης και να τα εφαρμόσει σε προβλήματα καθημερινά αλλά και μεταφυσικά· την αγωνία του να αντιμετωπίσει τα ερωτήματα της ύπαρξής του, να ξεφύγει από τα επιμέρους και να επιτύχει μια συνολική εξέταση των πραγμάτων.

Τι είναι αυτό που πραγματικά υπάρχει; Πώς δημιουργήθηκε και πώς λειτουργεί ο κόσμος; Μπορούμε να τον γνωρίσουμε και πώς; Τι είναι ο άνθρωπος και τι ο θεός; Τι είναι καλό και τι κακό; Τι είναι ωραίο; Ποια είναι η άριστη πολιτεία; Ποιος είναι ο σκοπός της ζωής; Αυτά τα θεμελιώδη ερωτήματα έθεσαν και επιχείρησαν να απαντήσουν οι αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι. Και πίστευαν ότι η απάντηση που δίνουμε στα ερωτήματα αυτά (ακόμη και η προσπάθεια που κάνουμε για να τα απαντήσουμε) καθορίζει τη δική μας πορεία προς τον σκοπό της ζωής, τη σχέση μας με τους άλλους ανθρώπους, τη συμμετοχή μας στην κοινωνική και πολιτική ζωή.

Έτσι, μελετώντας την αρχαία φιλοσοφία, γνωρίσαμε και μια ιδιαίτερη στάση ζωής, που επέλεξαν συνειδητά άλλοτε λίγοι και άλλοτε πολλοί άνθρωποι· «έναν» τρόπο βίου (με πολλές εκδοχές) που έτεινε να απαλείψει τη διάσταση θεωρίας/λόγου και πράξης· και υποσχόταν την, μετά από άσκηση, εκπλήρωση του σκοπού της ζωής, σαν να ᾽ναι ταυτόχρονα ο δρόμος και ο προορισμός.

Όλα τούτα τα είδαμε σαν στιγμές και πτυχές της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Γιατί η φιλοσοφία κατά την Αρχαιότητα ήταν τόσο μια θεώρηση της πραγματικότητας όσο και μια στάση ζωής, και κάποτε γινόταν (κυρίως μέσα στα σχολεία) και η μελέτη των δύο αυτών πλευρών της.

Σε κάθε περίπτωση φάνηκε ότι η φιλοσοφία ήταν μια δραστηριότητα (συχνά μοναχική) συγκεκριμένων ατόμων (λίγων ή πολλών - κάποτε οργανωμένων σε ομάδες) μέσα στην αρχαία πόλη ή την ελληνορωμαϊκή οικουμένη. Μια χωρίς τέλος περιπέτεια του ανθρώπου που δοκίμαζε τις δικές του δυνάμεις για να μεταμορφώσει αν όχι τον κόσμο, πάντως τον εαυτό του - τουλάχιστον μέσα στα όρια ενός φιλοσοφικού βίου.