Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι

των Β. Κάλφα και Γ. Ζωγραφίδη
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

13.10. Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα, ή γιατί επικράτησε ο Πλατωνισμός

Ας το ξαναρωτήσουμε: γιατί τότε μακροπρόθεσμα κέρδισε ο Πλάτων; Όσο τελείωνε ο σταθερός 2ος αιώνας, άλλαζαν και πάλι τα πράγματα στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι ένιωθαν ότι ο κόσμος γύρω τους δεν αλλάζει απλώς αλλά καταρρέει: πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά, στρατιωτικά, ηθικά.

Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα αγωνίας και ανασφάλειας, η αναζήτηση ή η καταφυγή σε κάτι σταθερό έμοιαζε με φυσιολογική κίνηση. Κι αν νιώθεις ότι τα πάντα χάνονται, γιατί να πιστεύεις ότι αυτά είναι τα πάντα; Γιατί να μην πιστέψεις ότι υπάρχει κάτι πέρα (ή πάνω) από αυτά που χάνονται; Γιατί να μην πιστέψεις ότι αυτό που χάνεται δεν είναι το πραγματικό, το αληθινό; Και ότι αυτό το τελευταίο (που είναι και το έσχατο) δεν μπορεί να χαθεί;

Αλλά ποιο είναι το αληθινό και αιώνιο; Ποιος επαγγελόταν ότι μπορούσε να το πει, να το αποκαλύψει, να το διδάξει; Ποιος πρόσφερε ή πουλούσε τώρα ελπίδα; Τα μαντεία, οι προφήτες, οι μυστηριακές λατρείες, η αστρολογία, οι περιφερόμενοι μάντεις (σαν τον Αλέξανδρο που λοιδωρεί ο Λουκιανός): όλοι υπόσχονταν σωτηρία, από επιμέρους πόνους και συμφορές έως από την ίδια τη μάταιη ζωή.

Και, με διαφορετικά λόγια, για τον χώρο της φιλοσοφίας: ποιος φιλόσοφος βίος ήταν (ή φαινόταν) δυνατός μέσα στον κόσμο της Ύστερης Αρχαιότητας και ποια φιλοσοφική αίρεση ήταν (ή φαινόταν) ικανή να τον επαγγελθεί;

Είχε φτάσει η ώρα του πλατωνισμού, ο οποίος πρόσφερε ακριβώς αυτό: την πίστη ότι αυτή η ζωή που ζούμε δεν είναι η πραγματική ζωή και ότι ο Θεός δεν είναι μέρος αυτού του φθαρτού κόσμου.

Πρόκειται για φιλοσοφικές θέσεις που μάχονταν μια άλλη τάση, κυρίαρχη στην ελληνιστική φιλοσοφία. Τόσο ο πλατωνισμός όσο και, σε έναν βαθμό, ο αριστοτελισμός παρουσιάστηκαν πλέον σαν δύο δρόμοι με κατεύθυνση κοινή: να κατασκευάσουν σύστημα ολοκληρωμένο που σκοπεύει να δώσει απάντηση σε όλα τα δυνατά προβλήματα του κόσμου - και μια απάντηση συνεκτική.

Ο προσανατολισμός τους ήταν μη υλιστικός. Και οι δύο, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τον Αλέξανδρο Αφροδισιέα και τον Πλούταρχο, επιχείρησαν να πολεμήσουν τον Στωικισμό σαν τον σύγχρονό τους υλισμό, που θεωρούσαν ότι έχει επικίνδυνες αθεϊστικές συνέπειες: αρνείται ουσιαστικά την ύπαρξη θεών και την προσωπική θεία πρόνοια. Οι Πλατωνικοί δεν μπορούσαν να δεχθούν την υλιστική διδασκαλία των Στωικών και, γενικότερα, την αντίληψη ότι υπάρχουν μόνο σωματικές οντότητες. Παράλληλα, πολλοί από αυτούς επιδίωξαν να αναδείξουν τη συμφωνία ανάμεσα στην πλατωνική και στην αριστοτελική σκέψη.

Το ενδιαφέρον στράφηκε από τον απρόσωπο Κόσμο στον εαυτό του ανθρώπου. Κεντρικό μοτίβο έγινε το γνωστό δελφικό ρητό γνῶθι σεαυτόν, που αναφέρει ο Σωκράτης στον πλατωνικό διάλογο Αλκιβιάδη μείζονα.

Και ποιος είναι ο αληθινός εαυτός; «Λοιπόν, φίλε μου Αλκιβιάδη, και η ψυχή, αν είναι να γνωρίσει τον εαυτό της, πρέπει να κοιτάξει σε ψυχή» (Ἆρ᾽ οὖν, ὦ φίλε Ἀλκιβιάδη, καὶ ψυχή, εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὑτήν, εἰς ψυχὴν αὐτῇ βλεπτέον· Αλκιβιάδης μείζων 133b). Αρχή και θεμέλιο της φιλοσοφίας είναι η γνώση του εαυτού. Και αυτό που χρειάζεται είναι να καθαριστεί η ψυχή, ώστε να φανεί αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή ο καθρέφτης του θείου.

Συστατικό στοιχείο αυτής της κάθαρσης είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από εκείνο που τον κρατά δέσμιο σε αυτό τον κόσμο, από το σώμα. Στην πλατωνική παράδοση το σώμα, η υλικότητά του, ήταν ένα μεγάλο εμπόδιο για την ψυχή (γι᾽ αυτό η χριστιανική πεποίθηση για την ανάσταση του σώματος τους φαινόταν εξωφρενική). Όταν η ψυχή χρησιμοποιεί το σώμα ως εργαλείο της, ο άνθρωπος βρίσκει την αληθινή φύση του.

Η αδέσμευτη πια ψυχή γνωρίζει τον εαυτό και αυτή η γνώση έχει ηθικές συνέπειες, γιατί καθορίζει τον τρόπο ζωής του προσώπου, τη συμπεριφορά και τον σκοπό του ανθρώπου. Έσχατος σκοπός της ανθρώπινης ζωής είναι, όπως ήδη είχε πει ο Πλάτων (Θεαίτητος 176b), η εξομοίωση προς τη θεϊκή φύση.

Αυτές οι πλατωνικής καταγωγής αντιλήψεις διαδόθηκαν και έγιναν ευρέως αποδεκτές τόσο από τους εθνικούς όσο και από τους χριστιανούς (με τις αναγκαίες προσαρμογές).

Αντίθετα προς την ανεπάρκεια των ελληνιστικών φιλοσοφικών σχολών, οι Πλατωνικοί είχαν τη φιλοσοφική εγρήγορση να αναζητήσουν λύσεις στα θεμελιώδη προβλήματα του ανθρώπου εκείνης της εποχής. Δεν περιορίστηκαν σε μικρές πρακτικές (έστω: φιλοσοφικές) συμβουλές για τα τρέχοντα ζητήματα. Ούτε αγνόησαν τις λύσεις που αφειδώς πρόσφεραν οι μυστηριακές λατρείες και οι θρησκείες. Μάλιστα, κάποιες σωτηριολογικές και άλλες θεολογικές πεποιθήσεις παρείσφρησαν και στη φιλοσοφία, χωρίς όμως να θεωρηθεί ότι της αλλοίωναν τον χαρακτήρα.

Οι φιλόσοφοι αυτοί δεν αρκέστηκαν στην επαγγελματική τους ενασχόληση με τη φιλοσοφία, τη διδακτική μέριμνα, τη συγγραφή εγχειριδίων, τις ατελείωτες θεωρητικές διαμάχες που ικανοποιούσαν μόνο τους ειδικούς. Διάλεξαν ως σημείο αναφοράς τους μεγάλους κλασικούς φιλοσόφους και σκόπευσαν στην καρδιά του προβλήματος και του ατόμου της εποχής. Του ατόμου που αγωνιούσε να λυτρωθεί (τουλάχιστον εσωτερικά) από το ασφυκτικό περιβάλλον που του επέβαλλε η καταπιεστική ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Μια τέτοια φιλοσοφία έθετε στο κέντρο της τα ζητήματα για το αληθινό ον, τη φύση της ψυχής, την ύψιστη γνώση, τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο και τη σχέση του με τον θεό.

Το (φιλοσοφικό) μέλλον ανήκε στον Πλατωνισμό και, λίγο αργότερα, στον Χριστιανισμό. Και σε όλες αυτές τις συζητήσεις για τον άνθρωπο και την ψυχή του την πιο βαθιά τομή δημιούργησε το έργο ενός πλατωνικού φιλοσόφου, του Πλωτίνου.