Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι

των Β. Κάλφα και Γ. Ζωγραφίδη
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

14.1. Ένας αιγύπτιος χριστιανός: ο Ωριγένης

Αλεξάνδρεια, 203 μ.Χ., στα χρόνια που γεννήθηκε ο φιλόσοφος Πλωτίνος. Ίσως 27 Ιουνίου. Ένα δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί παραλίγο θα πέθαινε από μια ασυνήθιστη αιτία: θέλησε να ακολουθήσει τον πατέρα του στο μαρτύριό του. Ο παρορμητικός έφηβος γλίτωσε τον θάνατο χάρη στην παρέμβαση της μητέρας του· αλλά αυτή δεν ήταν η μόνη επικίνδυνη ενέργεια για τη σωματική του ακεραιότητα - που φαίνεται να μην τη λογάριαζε ιδιαίτερα.

Ο Ωριγένης («γέννημα του [αιγύπτιου θεού] Ώρου») κατά το όνομα, «Αδαμάντιος» κατά το παρωνύμιο, είχε γεννηθεί το 185 μ.Χ. Η οικογένειά του, αστική και ευκατάστατη, ήταν ελληνικής παιδείας και άγνωστης καταγωγής (αιγυπτιακής, ελληνικής ή μεικτής) - ο νεοπλατωνικός Πορφύριος τον θέλει «Έλληνα που εξώκειλε στον χριστιανισμό». Ο πατέρας του Λεωνίδης, μάλλον γραμματοδιδάσκαλος προσήλυτος στον χριστιανισμό, καταδικάστηκε σε θάνατο κατά τον διωγμό που ακολούθησε την επίσκεψη του Σεπτίμιου Σεβήρου στην Αλεξάνδρεια. Είχε ήδη φροντίσει για τη μόρφωση του γιου του, τη μελέτη των χριστιανικών γραφών και την εγκύκλιο παιδεία του. Μεγαλωμένος στο περιβάλλον της πόλης, ο Ωριγένης στερήθηκε μέσα σε μια στιγμή τα πάντα: ο πατέρας νεκρός, η περιουσία τους δημευμένη και αυτός να είναι ο πρωτότοκος που πρέπει να μεγαλώσει τα έξι μικρότερα αδέλφια του.

Η απώλεια του αγαπημένου πατέρα πριν έρθει η ώρα της ενηλικίωσης, όταν ο γιος αποδεσμεύεται από την «οφειλόμενη» υποταγή του στον πατέρα, ήταν σημαδιακή για τον Ωριγένη, που αργότερα τον κατηγόρησαν ότι στη θεολογία του υπέταξε τον θεϊκό Υιό στον Πατέρα. Οι τραυματικές εμπειρίες του απωθήθηκαν από την περιφρόνηση του σωματικού θανάτου και από την πίστη του ότι η Εκκλησία θα νικήσει τελικά. Αυτή η πίστη θα τον οδηγήσει σε μια αισιόδοξη αντίληψη για την ιστορία και τα έσχατά της.

Ασκητικός από πρόθεση και όχι από καταναγκασμό, ο νεαρός Ωριγένης συνέχισε τις σπουδές του. Δεν φαίνεται να γνώρισε την ορμή του βίου των Αλεξανδρινών. Έκανε παρέα με εθνικούς διανοούμενους και χριστιανούς της Αλεξάνδρειας, που δεν έπιναν από δυνατά κρασιά όπως άλλες νεανικές παρέες της πόλης, αλλά δοκίμαζαν να χύσουν το νέο κρασί (τον χριστιανισμό) σε παλιά δοχεία (της φιλοσοφίας). Μέσα σε μια ζωντανή ατμόσφαιρα συζητούσαν θεωρητικά ζητήματα για τα οποία δεν υπήρχε ακόμη «επίσημη» διδασκαλία της εκκλησίας, μια και τα περισσότερα βρίσκονταν ακόμη υπό διαμόρφωση. Ειδικά στην Αλεξάνδρεια ο χριστιανισμός ήταν πλουραλιστικός - δεν υπήρχαν «δόγματα», οριοθετήσεις της εμπειρίας: όλοι διάβαζαν την Παλαιά Διαθήκη, τα Ευαγγέλια, τις επιστολές του Παύλου, ερμήνευαν τα βιβλία και τα ζούσαν.

Οι συζητήσεις και οι συγκρούσεις για θέματα θεολογικά και φιλοσοφικά δεν έλειψαν ποτέ από τον Ωριγένη. Είχε όμως (ή ένιωθε πως είχε) πολλές ευθύνες και δεν είχε την πολυτέλεια να συνέχιζε, σαν τον Πλωτίνο, τις εγκύκλιες και τις φιλοσοφικές σπουδές του θεωρίης ἕνεκεν και για τη σωτηρία της ψυχής του. Παράλληλα, άρχισε σύντομα να κερδίζει τη ζωή του (ίσως και της οικογένειάς του), διδάσκοντας γραμματική. Έγινε γνωστός ως δάσκαλος της γραμματικής, ενώ πολλοί εθνικοί τού ζητούσαν να τους μυήσει στη χριστιανική διδασκαλία. Δεν υπήρχε πιο κατάλληλος: ο διωγμός των χριστιανών είχε δημιουργήσει μεγάλο κενό και ο Ωριγένης ανέλαβε να το καλύψει, όχι βέβαια στο πλαίσιο κάποιας σχολής, μια και αυτό είχε απαγορευθεί, αλλά πηγαίνοντας σε σπίτια μαθητών του. Είχε το πικρό προνόμιο να δει πολλούς μαθητές του να διώκονται και αρκετούς να θανατώνονται - στάθηκε δίπλα τους διακινδυνεύοντας και ο ίδιος.

Οι μαθητές του, άνδρες και γυναίκες, αυξάνονταν, και ο ίδιος καταλάβαινε ότι αυτό που τον ενδιέφερε και που επέβαλλαν οι καιροί ήταν η μελέτη των γραφών και η κατήχηση. Μέσα του ωρίμασε η απόφαση να εγκαταλείψει το βιοποριστικό του επάγγελμα. Χωρίς εισόδημα και αρνούμενος τις προσφορές των φίλων του, ο Ωριγένης δεν είχε άλλη διέξοδο: επί χρόνια αυτός, όπως κι ο πατέρας του, αγόραζε βιβλία ελληνικά, ιδίως ποιητικά και φιλοσοφικά· ήρθε η στιγμή να τα πουλήσει, για να εξασφαλίσει τέσσερις οβολούς ημερησίως. Κι έτσι έζησε για πολλά χρόνια.