Εξώφυλλο

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός

Αρχαία Ελληνική Κωμωδία

του Φ. Ι. Κακριδή

Α4. Νέα Κωμωδία

1. Η εποχή της Νέας Κωμωδίας θεωρούμε ότι άρχισε με το θάνατο του Μεγαλέξανδρου (323 π.Χ.), αλλά το ίδιο συμβατικά θα μπορούσαμε να έχουμε ορίσει ως αφετηρία το 321 π.Χ., χρονιά όπου ο Μένανδρος παρουσίασε στα Λήναια το πρώτο του έργο, την Οργή. Το τέλος της περιόδου τοποθετείται από παλιά στο θάνατο του δεύτερου μετά τον Μένανδρο σημαντικότερο ποιητή της Νέας, του Φιλήμονα (περ. 264 π.Χ.), αλλά οι κωμικές παραστάσεις συνεχίστηκαν, με επαναλήψεις ή και με άγνωστά μας νεότερα έργα, ως το τέλος του 2ου π.Χ. αιώνα.

 

2. Από τις κωμωδίες της Νέας δε μας είχαν σωθεί παρά κάποια μικρότερα ή μεγαλύτερα αποσπάσματα, ώσπου τον περασμένο αιώνα μια σειρά από παπυρικά ευρήματα μας διασώσαν σχεδόν ολόκληρο τον Δύσκολο του Μενάνδρου, και χορταστικά αποσπάσματα από την Ασπίδα, τους Επιτρέποντες, τον Μισούμενο, την Περικειρομένη, την Σαμία και τον Σικυώνιο. Πληροφορίες για τα χαμένα έργα του Μενάνδρου και των υπόλοιπων ποιητών της Νέας Κωμωδίας αντλούμε, έμμεσα, από τους ρωμαίους κωμωδιογράφους του 2ου π.Χ. αιώνα, τον Πλαύτο και τον Τερέντιο, που για τις κωμωδίες τους δανείζονταν ανοιχτά και απροκάλυπτα τίτλους, πρόσωπα και υποθέσεις από τους έλληνες συντεχνίτες τους.

 

3. Από τους ποιητές της Νέας, ο Μένανδρος ήταν Αθηναίος από την Κηφισιά, ο Φιλήμων είχε γεννηθεί στις Συρακούσες, αλλά έζησε στην Αθήνα, όπως και ο Δίφιλος από τη Σινώπη του Πόντου, κ.ά.π. Αν και σε πολιτική παρακμή, ενταγμένη στο βασίλειο της Μακεδονίας, η Αθήνα κρατούσε ακόμα τα σκήπτρα της φιλοσοφικής και της θεατρικής παραγωγής, και μάταια ο Πτολεμαίος Α' φιλοδοξούσε να τη συναγωνιστεί. Προσκαλεσμένοι στην Αλεξάνδρεια, ο Μένανδρος αρνήθηκε να ταξιδέψει, ο Φιλήμων ταξίδεψε, παρουσίασε μια κωμωδία, και βιάστηκε να επιστρέψει· ακόμα και ο Μάχων από την Κόρινθο, που ως κωμωδιογράφος έζησε και έδρασε στην Αλεξάνδρεια, ως συγγραφέας προτίμησε να συγκεντρώσει και να εκδώσει Χρείες, δηλαδή ανέκδοτα με αθηναίους γλεντζέδες, παράσιτους και εταίρες.

 

4. Η πολιτισμική κυριαρχία της Αθήνας καθόλου δεν περιόρισε τον κοσμοπολιτικό χαρακτήρα της Νέας Κωμωδίας. Στην Αθήνα τα χρόνια εκείνα συγκεντρώνονταν επισκέπτες από κάθε γωνιά των απέραντων βασιλείων των Διαδόχων, να ιδούν τα μνημεία της παλιάς της δόξας, φυσικά και να παρακολουθήσουν τις θεατρικές παραστάσεις. Οι κωμωδίες, όσο και αν οι περισσότερες υποθέσεις τους διαδραματίζονταν στο άστυ και στις εξοχές της Αττικής, τους ενδιαφέραν, καθώς το περιεχόμενό τους είχε από καιρό πάψει να αφορά την αθηναϊκή πολιτική, τα πρόσωπα και τις καταστάσεις· και μην ξεχνούμε ότι μετά την πρώτη τους παράσταση στην Αθήνα, τα έργα επαναλαμβάνονταν στις πάμπολλες ελληνικές και ελληνόφωνες πολιτείες, που πια διαθέταν δικό τους θέατρο σχεδόν όλες.

 

5. Στις κωμωδίες της Νέας οι υποθέσεις ήταν πέρα για πέρα επινοημένες από τον ποιητή. Περιορισμένες στο στενό πλαίσιο της οικογένειας και της γειτονιάς, βασίζονταν σε μεγάλους έρωτες, σε παρεξηγήσεις, σε μηχανορραφίες, σε συμπτώσεις, σε πολύχρονες απουσίες και απρόσμενες επιστροφές, σε πλαστοπροσωπίες, σε βιασμούς, σε έκθετα παιδιά και καθυστερημένους αναγνωρισμούς. Τα τρία τελευταία συνυπάρχουν, θυμίζουμε, στον Ίωνα, και επιβεβαιώνουν τη μεγάλη επίδραση του Ευριπίδη, που ο ρεαλισμός του, ο ερωτισμός του και η θυμοσοφία του χρησιμεύουν για σχολείο ανώτερης μόρφωσης στην κωμωδιογραφία της ελληνιστικής εποχής (Α. Σολομός).

 

6. Από τον Ευριπίδη είχε ξεκινήσει και η μελέτη της ψυχολογίας των δραματικών προσώπων, που τώρα κορυφώνεται με το Μένανδρο, γνωστό για την ικανότητά του να διαπλάθει ολοκληρωμένους χαρακτήρες και να τους παρουσιάζει να συμπεριφέρονται και να μιλούν καθένας με τον τρόπο που ταίριαζε στο φυσικό του, τον τρόπον του. Αυτές τις επιδόσεις του είχε στο νου του ο Αριστοφάνης ο Γραμματικός (3ος/2ος αι. π.Χ.), όταν έγραψε το γνωστό: Μένανδρε και ζωή, ποιος από τους δυο σας αντίγραψε τον άλλον;

 

7. Κιόλας από την εποχή της Μέσης, η μελέτη και η κατάταξη των χαρακτήρων οδηγούσε μοιραία σε τυποποίηση, και σωστά ο A. Sommerstein διαπιστώνει ότι οι χαρακτήρες της Νέας Κωμωδίας, αντλούνται από ένα περιορισμένο ρεπερτόριο κωμικών τύπων: ερωτευμένοι νέοι, γέροι (δύστροποι ή καλόβουλοι, μικροπρεπείς ή γενναιόδωροι), παράσιτοι, μισθοφόροι στρατιώτες, προαγωγοί, σκλάβοι (συχνά πανούργοι και δολοπλόκοι), μάγειροι (συνήθως φλύαροι και καυχησιάρηδες), μητέρες, τροφοί, εταίρες (σκλάβες ή ελεύθερες, νέες ή έμπειρες, πλούσιες ή φτωχές) και κοπέλες της παντρειάς, που συχνά παραμένουν σιωπηλές και μερικές φορές δεν εμφανίζονται…» - και οι υποκριτές που τους ενσάρκωναν φορούσαν το αντίστοιχο τυπικό προσωπείο. Παράλληλα πρέπει να προσέξουμε ότι αρκετοί από τους παραπάνω χαρακτήρες έχουν τις ρίζες τους στην Παλαιά και Μέση Κωμωδία που προηγήθηκαν. O Κνήμων στον Δύσκολο του Μενάνδρου, παράδειγμα, παραπέμπει στον Μονότροπο του Φρυνίχου της Αρχαίας και στον Τίμωνα του Αντιφάνη της Μέσης, και με τη σειρά του προετοιμάζει το δρόμο για τον Τίμωνα τον Αθηναίο του Σέξπιρ· παρόμοια, ο Πολέμων στην Περικειρομένη είναι απόγονος του αριστοφανικού Λαμάχου και πρόδρομος του Πυργοπολυνίκη στον Ένδοξο πολεμιστή του Πλαύτου.

 

8. Από την άποψη της δομής, η ενιαία, σφιχτή και ευθύγραμμη ροή της πλοκής τοποθετεί τη Νέα Κωμωδία στους αντίποδες της αρχικά χαλαρής και επεισοδιακής δόμησης της λαϊκής Κωμωδίας. Το κάθε έργο έχει πέντε πράξεις, στα χειρόγραφα χωρισμένες με την ένδειξη Χορού. Με τους υποκριτές να αποχωρούν, μια άσχετη με την υπόθεση νεανική παρέα από κωμαστές παρουσιαζόταν για λίγο, χόρευε, τραγουδούσε κάποια τραγούδια, και αποχωρούσε, για να επιστρέψουν οι υποκριτές και να συνεχιστεί το έργο. Σε σπάνιες περιπτώσεις η πρώτη τους εμφάνιση εξαγγελλόταν από πρόσωπο του δράματος, από τον Δάο, παράδειγμα, στο τέλος της πρώτης πράξης του Δύσκολου, που λέει: … βλέπω κιόλας / κάτι πιστούς του Πάνα, που σιμώνουν / μισοπιωμένοι εδώ, σ᾽ αυτόν τον τόπο / φρόνιμο λέω, να μη βρεθώ μπροστά τους. (230κκ., μτφ. Θρ. Σταύρου). Τυπικά στοιχεία της κωμικής παράδοσης, όχι χωρίς κάποιους νεοτερισμούς, συναντούμε άφθονα στους Προλόγους και στις Εξόδους των άλλων κωμωδιών, όπου τυχαίνει τα μέρη αυτά να σώζονται. Εδώ ανήκουν και τα λιγοστά τραγουδιστικά μέρη που απαντούν πότε στη μέση πότε προς το τέλος την κωμωδίας: άσματα δοσμένα σε ιαμβικά ή τροχαϊκά τετράμετρα, ή και μονωδίες, όπως το τραγούδι σε δακτυλικό εξάμετρο από τη «θεοφορούμενη» κοπέλα στο ομώνυμο έργο, και μια αναπαιστική ωδή από την ιέρεια του ναού στην Λευκaδία (Sommerstein).

 

9. Ολοκληρωμένη η φιλολογική θεώρηση της Νέας Κωμωδίας προϋποθέτει φυσικά την εξέταση του ιστορικού πλαισίου, όπου τα χρόνια εκείνα πρώτα οι κατακτήσεις του Μεγαλέξανδρου ύστερα και ο σχηματισμός των βασιλείων των Διαδόχων, είχαν ριζικά μεταβάλει την εικόνα του κόσμου. Οι ανεξάρτητες πολιτείες με τα δημοκρατικά ή ολιγαρχικά πολιτεύματά τους είχαν ενταχτεί ως υποτελείς μικρομονάδες σε τεράστια πολιτικά μορφώματα. Οι πολίτες που κάποτε ενδιαφέρονταν και έπαιρναν μέρος στα πολιτικά πράγματα, είχαν τώρα γίνει απλοί υπήκοοι μιας μακρινής απόλυτης εξουσίας, χωρίς καμιάν ελπίδα ή δυνατότητα να επηρεάσουν τις αποφάσεις της. Σε αυτές τις συνθήκες φυσικό ήταν ν᾽ αδιαφορήσουν και ν᾽ ασχοληθούν με το στενό οικογενειακό τους κύκλο και τις ιδιωτικές τους καθένας υποθέσεις. Δεν είναι σύμπτωση ότι στ᾽ αλεξανδρινά χρόνια αναπτύσσονται και μεσουρανούν δύο φιλοσοφικές σχολές, η Στωική και η Επικούρεια, που και οι δύο υπόσχονται να διδάξουν με ποιόν τρόπο ζωής και με ποια συμπεριφορά μπορούσε κανείς να ευτυχήσει ως άτομο, όχι ως μέλος ενός συνόλου - και το περισσότερο σύστηναν απομόνωση, αυτάρκεια, αταραξία, τον κατά φύσιν βίον και άλλα παρόμοια.

 

10. Η συγκέντρωση των φιλοσοφικών ενδιαφερόντων στο άτομο συμβαδίζει με την επίδοση των κωμωδιογράφων της Νέας στη μελέτη και προβολή των χαρακτήρων. Μην ξεχνούμε, άλλωστε, ότι η Νέα Κωμωδία αναπτύχτηκε στο γύρισμα από τον 4ο στον 3ο π.Χ. αιώνα, τότε που επικεφαλής στο Λύκειο του Αριστοτέλη ήταν ο Θεόφραστος (370-288 π.Χ,), συγγραφέας των Χαρακτήρων, όπου περιγράφονται τριάντα ανθρώπινοι τύποι -ο κόλακας, ο γκρινιάρης, ο φλύαρος, ο αλαζόνας, ο δειλός, ο ξαδιάντροπος κ.ά.- με παρατηρητικότητα και χιούμορ! Χρήσιμο ακόμα να θυμηθούμε και πως αιώνες αργότερα, στη Γαλλία, η μελέτη των χαρακτήρων άκμασε τον 17ο αιώνα, εποχή των Λουδοβίκων, με τον La Bruyère (1645-1696) να δημοσιεύει τους Χαρακτήρες, και τον Μολιέρο (1622-1673) να παρουσιάζει στη σκηνή τον Φιλάργυρο, τον Ταρτούφο, τον Αρχοντοχωριάτη, τον Μισάνθρωπο κ.ά.

 

11. Στο ιστορικό πλαίσιο ερμηνεύεται και η συμμετοχή των θεών στις κωμωδίες της Νέας. Οι μεγάλοι θεοί έχουν τα χρόνια αυτά υποβαθμιστεί· τη θέση τους πήραν μικρότερες θεότητες, ο Πάνας π.χ., που τις περισσότερες φορές εμφανίζονται στον Πρόλογο ή κάπως αργότερα, κατατοπίζοντας το κοινό για την υπόθεση, χαρακτηρίζοντας τα πρόσωπα και προδιαγράφοντας τις μελλοντικές εξελίξεις. Αξιοσημείωτη είναι η συχνή παρουσία της θεάς Τύχης -φαινόμενο φυσικό σ᾽ ένα περιβάλλον γεμάτο ευκαιρίες, ατυχίες, συμπτώσεις, απρόβλεφτες περιπέτειες κτό.-, όπως και της θεοποιημένης Άγνοιας, που κινεί τα νήματα στην Περικειρομένη.

 

12. Για τη Νέα Κωμωδία βλ. Τ.B.L. Webster, Studies in later Greek Comedy, Manchester University Press 1953, R.L. Hunter, Η Νέα Κωμωδία στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη, μτφ. Β. Φυντίκογλου (από την αγγλική έκδοση του 1985), Αθήνα: Καρδαμίτσα 1994. Ειδικά για τον Μένανδρο: N. Zagagi, The Comedy of Menander: Convention, variation and Originality London: Indiana University Press 1994· H.-D. Blume, Menander, Erträge der Forschung 293, Darmstadt: Wissenschaftliche Buchgesellschaft 1998, όπου και βιβλιογραφία.