Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὡς"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ὡς,
Α. I. 1.
επίρρ. του τρόπου, ὥς (με τόνο), δεικτικό = οὕτως, έτσι, τοιουτοτρόπως, Λατ. sic, σε Όμηρ., Ηρόδ.· σπανίως στην Αττ.· καὶ ὧς, και μ' όλα αυτά, οὐδ' ὧς, μηδ' ὧς, όχι έτσι, με κανέναν τρόπο, σε Όμηρ., Σοφ. 2. σε παρομοιώσεις, ὥς..., ὡς..., έτσι... όπως..., Λατ. sic... ut..., σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ. 3. έτσι, για παράδειγμα, σε Ομήρ. Οδ.· II. 1.ὡς, αναφ., όπως, καθώς, Λατ. ut, πρώτα απαντά στον Όμηρ.· οὕτως ὡς, Λατ. sic ut· αλλά το δεικτικό συχνά παραλείπεται· οι παρομοιώσεις πολλές φορές εισάγονται με τα ὡς ὅτε, ὡς δ' ὅτε, όπου το ὅτε συχνά φαίνεται περιττό, ἤριπε δ', ὡς ὅτε πύργος (ἤριπε), σε Ομήρ. Ιλ.· το ὡς παίρνει τόνο όταν βρίσκεται στο τέλος της πρότασης ή όταν ακολουθεί τη λέξη απ' την οποία εξαρτάται· θεὸς δ' ὣς τίετο δήμῳ, σε Ομήρ. Ιλ.· οἱ δὲ φέβοντο βόες ὥς, σε Ομήρ. Οδ. 2. καθώς, ακριβώς όπως, όπου μπορεί να βρίσκεται η αναφ. αντων. ὅσος, π.χ. ἑλὼν κρέας ὣς (δηλαδή ὅσον) αἱ χεῖρες ἐχάνδανον, στο ίδ.· σοὶ θεοὶ πόροιεν ὡς ἐγὼ θέλω, σε Σοφ. 3. παρενθετικά, όταν ο ομιλητής υποστηρίζει μια γενική θέση, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, ὡς ἔοικε κ.λπ., καθώς φαίνεται· συχνά μαζί με γε ή γοῦν, ὡς γοῦν, όπως σε κάθε περίπτωση· αυτές οι φράσεις έγιναν ελλειπτικές, ὡς ἐμοὶ ή ὥς γ' ἐμοὶ (δοκεῖὡς ἀπ' ὀμμάτων (ενν. εἰκάσαι), όσο μπορεί κανείς να κρίνει με τα μάτια, σε Σοφ.· επίσης, ὡςΛακεδαιμόνιος (ενν. ὤν), θεωρούμενος ως Λακεδαιμόνιος, σε Θουκ.· ὡςγυνή, σαν γυναίκα, όπως μια γυναίκα, σε Σοφ.· έτσι το ὡς συνάπτεται με το αντικείμενο του ρήματος, συμπέμψας αὐτὸν ὡς φύλακα (ενν. εἶναι), έχει στείλει αυτόν μαζί με άλλους ως φύλακα, σε Ηρόδ.· ὡς ἐπὶ φρυγανισμόν, όπως αν συγκέντρωνα καύσιμα, σε Θουκ. III. 1. περιορίζει ή επιτείνει τη δύναμη των επιρρ.· ὡς ἀληθῶς, όπως είναι η αλήθεια, δηλαδή η πραγματική αλήθεια, «το όντως ον», σε Πλάτ.· επίσης, ύστερα από επιρρ. που εκφράζουν κάτι εξωπραγματικό, έκτακτο και θαυμαστό, θαυμαστῶς ή θαυμασίως ὡς, ὑπερφυῶς ὡς· επίσης με υπερθ. όπως το ὅ τι και το ὅπως· ὡς μάλιστα = Λατ. quam maxime, ὡς ῥᾷστα = quam facillime, ὡς τάχιστα = quam celerrime, σε Ηρόδ. κ.λπ.· στις φράσεις ὡς τὸ πολύ, ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, σε Πλάτ.· ὡς ἐπὶ τὸ πλῆθος, στον ίδ. 2. με την ίδια σημασία επίσης με επίθ., ὅπως ὡς βέλτισται ἔσονται, στον ίδ.· ὡς ἐς ἐλάχιστον, σε Θουκ. Β.ὡς, ως σύνδεσμος· I. με ονοματικές προτάσεις, = ὅτι, Λατ. quod, ότι, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα γεγονός· μηκέτ' ἐκφοβοῦ, ὥς σε ἀτιμάσει, σε Σοφ. κ.λπ.· II. 1. ὡς, με τελικές προτάσεις, = ἵνα, ὅπως, για να, Λατ. ut· το ὡς και το ὡς ἄν, Επικ. ὥς κεν, συντάσσεται, όπως οι άλλοι τελικοί σύνδεσμοι, με υποτ. ύστερα από αρκτικούς χρόνους και με ευκτ. ύστερα από ιστορικούς χρόνους· πρβλ. ἵνα Β, ὅπως Β. 2. με ιστορικούς χρόνους (οριστική) για να δηλώσει ένα γεγονός που ανήκει στο παρελθόν και, επομένως είναι αδύνατο να συμβεί, τί μ' οὐκ ἔκτεινας, ὡς ἔδειξα μήποτε..., έτσι που ποτέ δεν θα μπορούσα να δείξω..., σε Σοφ. 3. ὡς με απαρ., περιορίζει τον ισχυρισμό· ὡς εἰπεῖν, για να πούμε έτσι, Λατ. ut ita dicam, σε Ηρόδ.· ὡς ἔπος εἰπεῖν, κ.λπ.· ὡς εἰκάσαι, κάνοντας μια σκέψη, δηλαδή πιθανώς, στον ίδ. III. 1. ακριβώς όπως το ὥστε με απαρ., ώστε να, Λατ. adeo ut, ita ut· εὖρος ὡς δύο τριήρεας πλέειν ὁμοῦ, τόσος κατά το πλάτος ώστε να μπορούν να πλέουν δύο τριήρεις μαζί, στον ίδ. 2. ἢ ὡς, ύστερα από συγκρ.· ἢ μάσσον' ἢ ὡς ἰδέμεν, σε Πίνδ.· μαλακώτεροι... ἢ ὡς κάλλιον, σε Πλάτ. IV. αιτιολογικό, όπως το ὅτι ή το ἐπεί, επειδή, γιατί, αφού, Λατ. quia, quandoquidem· τί ποτε λέγεις; ὡς οὐ μανθάνω, σε Σοφ. V. 1. χρονικό αντί των ὅτε, ἐπεί, όταν, Λατ. ut· ἐνῶρτο γέλως..., ὡς ἴδον, το γέλιο άνθισε ανάμεσά τους..., όταν είδαν, σε Ομήρ. Ιλ.· με ευκτ. για να εκφράσει επαναλαμβανόμενη ενέργεια, οποτεδήποτε, κάθε φορά που..., ὡς ἀπίκοιτο, σε Ηρόδ. 2. το ὡς φαίνεται πως χρησιμοποιείται αντί του ἕως ή του ἔστε, τόσο μακριά (στο χρόνο) όσο, στο ενδιάμεσο διάστημα, ὡς ἂν αὑτὸς ἥλιος αἴρῃ, σε Σοφ.· στα μεταγεν. ελλ. = ἕως, ενόσω, σε Κ.Δ. VI.1. τροπικό αντί του ὅπως, καθώς, όπως, όπως το Λατ. ut αντί quomodo· μερμήριζε..., ὡς Ἀχιλῆα τιμήσειε, σε Ομήρ. Ιλ., με την ίδια σημασία, οὐκ ἔσθ' ὡς, με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να συμβεί αυτό, σε Σοφ.· οἶσθ' ὡς ποίησον, με μείξη συντάξεων αντί του, ὡς χρὴ ποιῆσαι, ή οἶσθ' ὥς σε κελεύω ποιῆσαι, στον ίδ.· βλ. *εἴδω Β. 5. 2. ὡς ἂν ποιήσῃς, με όποιον τρόπο κι αν ενεργήσεις, στον ίδ. VII.τοπικό αντί του ὅπου, όπου, σε Θεόκρ. Γ. Ειδικές χρήσεις· I. 1. με μτχ. που αναφέρονται στο υποκ., για να δώσει το λόγο ή το κίνητρο της ενέργειας που εκφράζεται από το ρήμα, ωσάν να..., όπως (δήθεν)...· διαβαίνει ὡς ἀμήσων τὸν σῖτον, σε Ηρόδ. 2. με μτχ. που αναφέρονται στο αντικ.· λέγουσιν ἡμᾶς ὡς ὀλωλότας, μιλάνε για εμάς σαν να έχουμε πεθάνει, σε Αισχύλ. 3. με μτχ. απόλυτες, ἐρώτα ὅ τι βούλει, ὡς τἀληθῆ ἐροῦντος (δηλ., πιστεύων με ἐρεῖν), σε Ξεν. κ.λπ. II. με την ίδια σημασία επίσης όταν βρίσκεται πριν από προθ., ἀνήγοντο ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν (δηλαδή, ὡς ναυμαχήσοντες), σε Θουκ.· πλεῖς ὡς πρὸς οἶκον, σε Σοφ.· ὡς ἐκ κακῶν ἐχάρη, σε Ηρόδ. III. οι προθ. εἰς, ἐπί, πρός, άρχισαν να παραλείπονται και το ὡς, που τις ακολουθούσε, άρχισε μόνο του να χρησιμοποιείται ως πρόθ. με αιτ., αλλά μόνο με αιτ. προσ.· τὸν ὅμοιον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὅμοιον, ο θεός οδηγεί τον όμοιο στον όμοιο, σε Ομήρ. Οδ.· ὡς Ἆγιν ἐπρεσβεύσαντο, σε Θουκ. Δ.ὡς, πριν από ανεξάρτητες προτάσεις· I. 1. ὡς, εμφαντικό επιφώνημα, πώς, πόσο, όπως το Λατ. ut αντί quam· ὡς ἄνοον κραδίην ἔχες, πόσο ανόητη καρδιά είχες!, σε Ομήρ. Ιλ.· ὡς ἀγαθόν, σε Ομήρ. Οδ.· ὡς ἀστεῖος ὁ ἄνθρωπος, πόσο ευγενικής ψυχής άνθρωπος είναι αυτός!, σε Πλάτ. 2. όταν βρίσκεται δίπλα σε ρήμα η δύναμή του επεκτείνεται σε ολόκληρη την πρόταση· ὡς ὑπερδέδοικά σου, πόσο πολύ φοβάμαι για σένα!, σε Σοφ. 3. επίσης, στην αρχή πολλών προτάσεων σημαίνει τη γρήγορη διαδοχή των γεγονότων, ὡς ἴδεν, ὥς μιν Ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψεν, μόλις είδε, αμέσως ο Έρωτας γέμισε την καρδιά του, δηλαδή είδε και αμέσως ο Έρωτας..., σε Ομήρ. Ιλ., ὡς ἴδον, ὡς ἐμάνην, ὥς μευ περὶ θυμὸς ἰάφθη, σε Θεόκρ. (ομοίως και σε Βιργ., ut vidi, ut perii, ut me malus abstulit error). II. 1. ὡς, χρησιμοποιείται για να εκφράσει ευχή, όπως το εἴθε, Λατ. utinam, μακάρι!· με ευκτ., ὡς ἀπόλοιτο καὶ ἄλλος, σε Ομήρ. Οδ.· ὡς μὴ θάνοι, μακάρι να μην πεθάνει!, στο ίδ. 2. ὡς, βρίσκεται δίπλα σε άλλες λέξεις ή εκφράσεις ευχής, ὡς ὤφελες αὐτόθ' ὀλέσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ὡς δὴ μὴ ὄφελον νικᾶν, σε Ομήρ. Οδ. Ε.ὡς, με αριθμούς δηλώνει ότι αυτοί πρέπει να λογαριάζονται μόνο κατά προσέγγιση, περίπου, σχεδόν, σὺν ἀνθρώποις ὡς εἴκοσι, σε Ξεν.· παῖς ὡς ἑπταετής, περίπου επτά χρόνων παιδί, σε Πλάτ.ΣΤ. ὡς, σε μερικές ελλειπτικές φράσεις· 1. ὡς τί (ενν. γένηται); για ποιο σκοπό;, σε Ευρ. 2. ὡς ἕκαστος, ο καθένας χωριστά, Λατ. pro se quisque, σε Ηρόδ., Θουκ.Ζ. Ετυμολογικά· το ὡς είναι επιρρ. τύπος της αναφ. αντων. ὅς, όπως το τώς του , το οὕτως του οὗτος.
ὦς, τό, Δωρ. αντί οὖς, το αυτί.