Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὅπως"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὅπως, Επικ. και Αιολ. ὅππως, Ιων. ὅκως (σύνθ. από το αναφορ. ή ὅς, και το επίρρ. πῶς
Α.
Επίρρ. ως σύνδ. του τρόπου, όπως, κατά τέτοιο τρόπο όπως, και με ερωτημ. ισχύ πώς; με ποιον τρόπο; Λατ. ut, quomodo. Β. τελικός σύνδ., ως το ἵνα, να, για να.
Α.
Επίρρ. ως ΣΥΝΔ. του τρόπου, πώς, όπως· I. 1. Αναφορ. στο ὡς ή το οὕτως, με τέτοιο τρόπο όπως, όπως, Λατ. ut, sicut, ἔρξον ὅπως ἐθέλεις, σε Όμηρ.· με οριστ. μέλ., ιδίως μετά από ρήματα που δηλώνουν όραση, πρόνοια, φροντίδα, με ποιον τρόπο, πώς· ἔπρασσον ὅπως τις βοήθεια ἥξει, σε Θουκ. 2. με το ἄν (Επικ. κε), και υποτ. σε αοριστολογικές προτάσεις, ακριβώς όπως, οπωσδήποτε, με οποιονδήποτε τρόπο, ὅππως κεν ἐθέλῃσιν, σε Ομήρ. Ιλ.· οὕτως ὅπως ἂν αὐτοὶ βούλωνται, σε Ξεν. 3. με ευκτ. μετά από ιστορικούς χρόνους, οὕτως ὅπως βούλοιντο, στον ίδ. 4. οὐκ ἔστιν ὅπως, δεν υπάρχει τρόπος με τον οποίο, είναι αδύνατον να, οὐκ ἔσθ' ὅπως σιγήσομαι, σε Αριστοφ.· ομοίως, οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ, fieri non potest quin, οὐκ ἔσθ' ὅπως οὐ ναυτιᾷς, στον ίδ.· ομοίως σε ερωτήσεις, ἔσθ' ὅπως ἔλθωμεν, μπορούμε ίσως να έλθουμε; στον ίδ. 5. όπως το ὡς σε συγκρίσεις, όπως, σχεδόν όπως, κῦμ' ὅπως, σε Αισχύλ. κ.λπ. 6. επίσης, όπως το ὡς ή το ὅτι, Λατ. quam, με υπερθ. επιρρ., ὅπως ἄριστα, στον ίδ.· ὅπως ἀνωτάτω, όσο το δυνατόν ψηλότερα, σε Αριστοφ. 7. με γεν., σοῦσθε ὅπως ποδῶν (ενν. ἔχετε), τρέξτε όσο είναι δυνατόν για τα πόδια σας, δηλ. όσο πιο γρήγορα μπορείτε, σε Αισχύλ. 8. ορισμένες φορές λέγεται για χρόνο, όταν, όποτε, ὅπως ἴδον αἷμ' Ὀδυσῆος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με ευκτ., οποτεδήποτε, ὅπωςμὲν εἴη καρπὸς ἁδρός, σε Ηρόδ.· με υπερθ. επιρρ., ὅπως τάχιστα, σε Αισχύλ. 9. οὐχ ὅπως..., ἀλλά..., όχι μόνο δεν..., αλλά... (όπου παραλείπεται το λέγω ή το ἐρῶοὐχ ὅπως κωλυταὶ γενήσεσθε, ἀλλὰ καί... δύναμιν προσλαβεῖν περιόψεσθε, όχι μόνον θα γίνετε εμπόδιο, αλλά επίσης..., σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως, ορισμένες φορές μὴ ὅπως (όπου πρέπει να συμπληρωθεί μία προστ.μὴὅπως ὀρχεῖσθαι ἀλλ' οὐδὲ ὀρθοῦσθαι ἐδύνασθε, δεν μπορείτε να χορεύετε, αλλ' ούτε καν να στέκεστε όρθιοι (δηλ. απέχετε πολύ από το να είστε ικανοί να χορεύετε), σε Ξεν. II. 1. σε πλάγιες ερωτήσεις, πώς, με ποιο μέσο ή τρόπο, οὐδὲ ἴδμεν ὅπως ἔσται τάδε ἔργα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, λεύσσει ὅπως τι γένηται, στο ίδ. 2. με ευκτ., μετά από ιστορικούς χρόνους, μερμήριξεν ὅπως ἀπολοίατο νῆες, σε Ομήρ. Οδ. 3. το ὅπως iν (κεν), με υποτ. δίνει στην έννοια του τρόπου κάποια αοριστία· πείρα ὅπως κεν δὴ σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκηαι, προσπάθησε κάπως ή πώς με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στο ίδ.· μετά από ρήματα φόβου, επιφύλαξης, ενδοιασμού, τα ὅπως και ὅπως μὴ συντάσσονται με οριστ. μέλ. ή υποτ. αορ., δέδοιχ' ὅπωςμὴ τεύξομαι, σε Αριστοφ.· ὅπως λάθω δέδοικα, σε Ευρ.· συχνά για να δηλώσει προσταγή, ἄρθρει, ὅπως μὴ ἐκδύσεται, σε Αριστοφ.· απ' όπου, το ὅπως ή ὅπως μὴ συντάσσονται με μέλ. ή υποτ. ακριβώς σαν να ήταν προστ., ὅπως παρέσει μοι = πάρισθι, να είσαι παρών, στον ίδ.· ὅπως μὴ ᾖ τοῦτο, σε Πλάτ. 4. το ὅπως λειτουργεί ως ηχώ σ' ένα προηγούμενο πῶς; σε διάλογο, Α: καὶ πῶς; Β: ὅπως; (ρωτάς) πώς; σε Αριστοφ.· Α: πῶς με χρὴ καλεῖν; Β: ὅπως; στον ίδ. Β. ΤΕΛΙΚΟΣ ΣΥΝΔ., 1. να, για να, Λατ. quo = ut, με υποτ.· μετά από αρκτικούς χρόνους, τὸν δὲ μνηστῆρες λοχῶσιν, ὅπως ὄληται, σε Ομήρ. Οδ. 2. με ευκτ., μετά από ιστορικούς χρόνους, πὰρ δέ οἱ αὐτὸς ἔστη, ὅπως κῆρας ἀλάλκοι, σε Ομήρ. Ιλ. 3. με οριστ. ιστορικού χρόνου, λέγεται για να εκφράσει συνέπεια που δεν ακολούθησε ή δεν είναι δυνατόν να ακολουθήσει, τί οὐκ ἔρριψ' ἐμαυτὴν τῆσδ' ἀπὸ πέτρας, ὅπως ἀπηλλάγην, σε Αισχύλ.