Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὡς"

Βρέθηκαν 19 λήμματα [1 - 19]
ὡς,
Α. I. 1.
επίρρ. του τρόπου, ὥς (με τόνο), δεικτικό = οὕτως, έτσι, τοιουτοτρόπως, Λατ. sic, σε Όμηρ., Ηρόδ.· σπανίως στην Αττ.· καὶ ὧς, και μ' όλα αυτά, οὐδ' ὧς, μηδ' ὧς, όχι έτσι, με κανέναν τρόπο, σε Όμηρ., Σοφ. 2. σε παρομοιώσεις, ὥς..., ὡς..., έτσι... όπως..., Λατ. sic... ut..., σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ. 3. έτσι, για παράδειγμα, σε Ομήρ. Οδ.· II. 1.ὡς, αναφ., όπως, καθώς, Λατ. ut, πρώτα απαντά στον Όμηρ.· οὕτως ὡς, Λατ. sic ut· αλλά το δεικτικό συχνά παραλείπεται· οι παρομοιώσεις πολλές φορές εισάγονται με τα ὡς ὅτε, ὡς δ' ὅτε, όπου το ὅτε συχνά φαίνεται περιττό, ἤριπε δ', ὡς ὅτε πύργος (ἤριπε), σε Ομήρ. Ιλ.· το ὡς παίρνει τόνο όταν βρίσκεται στο τέλος της πρότασης ή όταν ακολουθεί τη λέξη απ' την οποία εξαρτάται· θεὸς δ' ὣς τίετο δήμῳ, σε Ομήρ. Ιλ.· οἱ δὲ φέβοντο βόες ὥς, σε Ομήρ. Οδ. 2. καθώς, ακριβώς όπως, όπου μπορεί να βρίσκεται η αναφ. αντων. ὅσος, π.χ. ἑλὼν κρέας ὣς (δηλαδή ὅσον) αἱ χεῖρες ἐχάνδανον, στο ίδ.· σοὶ θεοὶ πόροιεν ὡς ἐγὼ θέλω, σε Σοφ. 3. παρενθετικά, όταν ο ομιλητής υποστηρίζει μια γενική θέση, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, ὡς ἔοικε κ.λπ., καθώς φαίνεται· συχνά μαζί με γε ή γοῦν, ὡς γοῦν, όπως σε κάθε περίπτωση· αυτές οι φράσεις έγιναν ελλειπτικές, ὡς ἐμοὶ ή ὥς γ' ἐμοὶ (δοκεῖὡς ἀπ' ὀμμάτων (ενν. εἰκάσαι), όσο μπορεί κανείς να κρίνει με τα μάτια, σε Σοφ.· επίσης, ὡςΛακεδαιμόνιος (ενν. ὤν), θεωρούμενος ως Λακεδαιμόνιος, σε Θουκ.· ὡςγυνή, σαν γυναίκα, όπως μια γυναίκα, σε Σοφ.· έτσι το ὡς συνάπτεται με το αντικείμενο του ρήματος, συμπέμψας αὐτὸν ὡς φύλακα (ενν. εἶναι), έχει στείλει αυτόν μαζί με άλλους ως φύλακα, σε Ηρόδ.· ὡς ἐπὶ φρυγανισμόν, όπως αν συγκέντρωνα καύσιμα, σε Θουκ. III. 1. περιορίζει ή επιτείνει τη δύναμη των επιρρ.· ὡς ἀληθῶς, όπως είναι η αλήθεια, δηλαδή η πραγματική αλήθεια, «το όντως ον», σε Πλάτ.· επίσης, ύστερα από επιρρ. που εκφράζουν κάτι εξωπραγματικό, έκτακτο και θαυμαστό, θαυμαστῶς ή θαυμασίως ὡς, ὑπερφυῶς ὡς· επίσης με υπερθ. όπως το ὅ τι και το ὅπως· ὡς μάλιστα = Λατ. quam maxime, ὡς ῥᾷστα = quam facillime, ὡς τάχιστα = quam celerrime, σε Ηρόδ. κ.λπ.· στις φράσεις ὡς τὸ πολύ, ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, σε Πλάτ.· ὡς ἐπὶ τὸ πλῆθος, στον ίδ. 2. με την ίδια σημασία επίσης με επίθ., ὅπως ὡς βέλτισται ἔσονται, στον ίδ.· ὡς ἐς ἐλάχιστον, σε Θουκ. Β.ὡς, ως σύνδεσμος· I. με ονοματικές προτάσεις, = ὅτι, Λατ. quod, ότι, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα γεγονός· μηκέτ' ἐκφοβοῦ, ὥς σε ἀτιμάσει, σε Σοφ. κ.λπ.· II. 1. ὡς, με τελικές προτάσεις, = ἵνα, ὅπως, για να, Λατ. ut· το ὡς και το ὡς ἄν, Επικ. ὥς κεν, συντάσσεται, όπως οι άλλοι τελικοί σύνδεσμοι, με υποτ. ύστερα από αρκτικούς χρόνους και με ευκτ. ύστερα από ιστορικούς χρόνους· πρβλ. ἵνα Β, ὅπως Β. 2. με ιστορικούς χρόνους (οριστική) για να δηλώσει ένα γεγονός που ανήκει στο παρελθόν και, επομένως είναι αδύνατο να συμβεί, τί μ' οὐκ ἔκτεινας, ὡς ἔδειξα μήποτε..., έτσι που ποτέ δεν θα μπορούσα να δείξω..., σε Σοφ. 3. ὡς με απαρ., περιορίζει τον ισχυρισμό· ὡς εἰπεῖν, για να πούμε έτσι, Λατ. ut ita dicam, σε Ηρόδ.· ὡς ἔπος εἰπεῖν, κ.λπ.· ὡς εἰκάσαι, κάνοντας μια σκέψη, δηλαδή πιθανώς, στον ίδ. III. 1. ακριβώς όπως το ὥστε με απαρ., ώστε να, Λατ. adeo ut, ita ut· εὖρος ὡς δύο τριήρεας πλέειν ὁμοῦ, τόσος κατά το πλάτος ώστε να μπορούν να πλέουν δύο τριήρεις μαζί, στον ίδ. 2. ἢ ὡς, ύστερα από συγκρ.· ἢ μάσσον' ἢ ὡς ἰδέμεν, σε Πίνδ.· μαλακώτεροι... ἢ ὡς κάλλιον, σε Πλάτ. IV. αιτιολογικό, όπως το ὅτι ή το ἐπεί, επειδή, γιατί, αφού, Λατ. quia, quandoquidem· τί ποτε λέγεις; ὡς οὐ μανθάνω, σε Σοφ. V. 1. χρονικό αντί των ὅτε, ἐπεί, όταν, Λατ. ut· ἐνῶρτο γέλως..., ὡς ἴδον, το γέλιο άνθισε ανάμεσά τους..., όταν είδαν, σε Ομήρ. Ιλ.· με ευκτ. για να εκφράσει επαναλαμβανόμενη ενέργεια, οποτεδήποτε, κάθε φορά που..., ὡς ἀπίκοιτο, σε Ηρόδ. 2. το ὡς φαίνεται πως χρησιμοποιείται αντί του ἕως ή του ἔστε, τόσο μακριά (στο χρόνο) όσο, στο ενδιάμεσο διάστημα, ὡς ἂν αὑτὸς ἥλιος αἴρῃ, σε Σοφ.· στα μεταγεν. ελλ. = ἕως, ενόσω, σε Κ.Δ. VI.1. τροπικό αντί του ὅπως, καθώς, όπως, όπως το Λατ. ut αντί quomodo· μερμήριζε..., ὡς Ἀχιλῆα τιμήσειε, σε Ομήρ. Ιλ., με την ίδια σημασία, οὐκ ἔσθ' ὡς, με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να συμβεί αυτό, σε Σοφ.· οἶσθ' ὡς ποίησον, με μείξη συντάξεων αντί του, ὡς χρὴ ποιῆσαι, ή οἶσθ' ὥς σε κελεύω ποιῆσαι, στον ίδ.· βλ. *εἴδω Β. 5. 2. ὡς ἂν ποιήσῃς, με όποιον τρόπο κι αν ενεργήσεις, στον ίδ. VII.τοπικό αντί του ὅπου, όπου, σε Θεόκρ. Γ. Ειδικές χρήσεις· I. 1. με μτχ. που αναφέρονται στο υποκ., για να δώσει το λόγο ή το κίνητρο της ενέργειας που εκφράζεται από το ρήμα, ωσάν να..., όπως (δήθεν)...· διαβαίνει ὡς ἀμήσων τὸν σῖτον, σε Ηρόδ. 2. με μτχ. που αναφέρονται στο αντικ.· λέγουσιν ἡμᾶς ὡς ὀλωλότας, μιλάνε για εμάς σαν να έχουμε πεθάνει, σε Αισχύλ. 3. με μτχ. απόλυτες, ἐρώτα ὅ τι βούλει, ὡς τἀληθῆ ἐροῦντος (δηλ., πιστεύων με ἐρεῖν), σε Ξεν. κ.λπ. II. με την ίδια σημασία επίσης όταν βρίσκεται πριν από προθ., ἀνήγοντο ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν (δηλαδή, ὡς ναυμαχήσοντες), σε Θουκ.· πλεῖς ὡς πρὸς οἶκον, σε Σοφ.· ὡς ἐκ κακῶν ἐχάρη, σε Ηρόδ. III. οι προθ. εἰς, ἐπί, πρός, άρχισαν να παραλείπονται και το ὡς, που τις ακολουθούσε, άρχισε μόνο του να χρησιμοποιείται ως πρόθ. με αιτ., αλλά μόνο με αιτ. προσ.· τὸν ὅμοιον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὅμοιον, ο θεός οδηγεί τον όμοιο στον όμοιο, σε Ομήρ. Οδ.· ὡς Ἆγιν ἐπρεσβεύσαντο, σε Θουκ. Δ.ὡς, πριν από ανεξάρτητες προτάσεις· I. 1. ὡς, εμφαντικό επιφώνημα, πώς, πόσο, όπως το Λατ. ut αντί quam· ὡς ἄνοον κραδίην ἔχες, πόσο ανόητη καρδιά είχες!, σε Ομήρ. Ιλ.· ὡς ἀγαθόν, σε Ομήρ. Οδ.· ὡς ἀστεῖος ὁ ἄνθρωπος, πόσο ευγενικής ψυχής άνθρωπος είναι αυτός!, σε Πλάτ. 2. όταν βρίσκεται δίπλα σε ρήμα η δύναμή του επεκτείνεται σε ολόκληρη την πρόταση· ὡς ὑπερδέδοικά σου, πόσο πολύ φοβάμαι για σένα!, σε Σοφ. 3. επίσης, στην αρχή πολλών προτάσεων σημαίνει τη γρήγορη διαδοχή των γεγονότων, ὡς ἴδεν, ὥς μιν Ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψεν, μόλις είδε, αμέσως ο Έρωτας γέμισε την καρδιά του, δηλαδή είδε και αμέσως ο Έρωτας..., σε Ομήρ. Ιλ., ὡς ἴδον, ὡς ἐμάνην, ὥς μευ περὶ θυμὸς ἰάφθη, σε Θεόκρ. (ομοίως και σε Βιργ., ut vidi, ut perii, ut me malus abstulit error). II. 1. ὡς, χρησιμοποιείται για να εκφράσει ευχή, όπως το εἴθε, Λατ. utinam, μακάρι!· με ευκτ., ὡς ἀπόλοιτο καὶ ἄλλος, σε Ομήρ. Οδ.· ὡς μὴ θάνοι, μακάρι να μην πεθάνει!, στο ίδ. 2. ὡς, βρίσκεται δίπλα σε άλλες λέξεις ή εκφράσεις ευχής, ὡς ὤφελες αὐτόθ' ὀλέσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ὡς δὴ μὴ ὄφελον νικᾶν, σε Ομήρ. Οδ. Ε.ὡς, με αριθμούς δηλώνει ότι αυτοί πρέπει να λογαριάζονται μόνο κατά προσέγγιση, περίπου, σχεδόν, σὺν ἀνθρώποις ὡς εἴκοσι, σε Ξεν.· παῖς ὡς ἑπταετής, περίπου επτά χρόνων παιδί, σε Πλάτ.ΣΤ. ὡς, σε μερικές ελλειπτικές φράσεις· 1. ὡς τί (ενν. γένηται); για ποιο σκοπό;, σε Ευρ. 2. ὡς ἕκαστος, ο καθένας χωριστά, Λατ. pro se quisque, σε Ηρόδ., Θουκ.Ζ. Ετυμολογικά· το ὡς είναι επιρρ. τύπος της αναφ. αντων. ὅς, όπως το τώς του , το οὕτως του οὗτος.
ὦς, τό, Δωρ. αντί οὖς, το αυτί.
ὦσα, Επικ. και Ιων. αντί ἔωσα, Ενεργ. αόρ. αʹ του ὠθέω· ὤσαιμεν, αʹ πληθ. ευκτ.
ὡσ-άν ή ὡςἄν, 1. Επικ. ὥς κε ή ὥς κεν, είναι το ὡς μαζί με αοριστολογικό μόριο. 2. ὡς ἐάν, ὡς ἄν..., όπως αν, ωσάν (κάτι να υπήρξε), σε Δημ., Κ.Δ.
ὤσασκε, Επικ. αντί ὦσε, γʹ ενικ. Ενεργ. αορ. αʹ του ὠθέω.
ὡσ-αύτως, επίρρ. (ὥς, αὔτως), με όμοιο τρόπο, όμοια, απλώς έτσι· ὣς δ' αὔτως αντί ὡσαύτως δέ..., σε Όμηρ. κ.λπ.· ὡσαύτως καί..., με όμοιο τρόπο όπως..., σε Ηρόδ.· με την ίδια σημασία με δοτ.· ὣς δ' αὔτως τῇσι κυσὶ θάπτονται, στον ίδ.· ὡσαύτως ἔχειν, σε Πλάτ.
ὦσδε, Δωρ. αντί ὦζε, γʹ ενικ. παρατ. του ὄζω.
ὡσ-εί ή ὡςεἰ, Επικ. ὡς εἴ τε, επίρρ., I. ακριβώς σαν να, σαν να, όπως αν...· ἐφίλησ' ὡς εἴ τε πατὴρ ὃν παῖδα φιλήσῃ, σε Ομήρ. Ιλ. II. με τη σημασία του, ὡς Ε, με αριθμούς, περίπου, σε Ηρόδ., Ξεν.
ὠσθήσομαι, Παθ. μέλ. του ὠθέω.
ὠσίν, δοτ. πληθ. του οὖς.
ὥςκε και ὥςκεν, Επικ. αντί ὡς ἄν.
ὥςπερ ή ὥσπερ, επίρρ. του τρόπου, έτσι όπως, σαν να, ακριβώς όπως, καθώς· ἀλώμενος ὥσπερ Ὀδυσσεύς, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· στον Όμηρ. συχνά παρεμβάλλεται μια λέξη ανάμεσα στα ὡς και περ, π.χ., ὡς σύ περ αὐτή, ὡς τὸ πάρος περ, ὡς ἔσεταί περ· ὥσπερ εἶχον, ακριβώς όπως αυτοί ήταν, τότε και εκεί, σε Ηρόδ.· εὐθὺς ὥσπερ εἶχεν, σε Ξεν.· επιτετ., ὥσπερ γε, ακριβώς όπως, καθώς, σε Αριστοφ.· ὁμοίως, ὥσπερ, σε Θουκ. II. περιορίζει ή τροποποιεί κάποιον ισχυρισμό, όπως το ὡσπερεί, οιονεί, ωσάν, όπως ήταν, Λατ. tanquam· ὥσπερ ἐγγελῶσα, σε Σοφ. III. χρησιμοποιείται για δήλωση χρόνου, αμέσως όταν..., σε Αριστοφ.
ὥσπερεἰ ή ὡσπερεί, επίρρ., I. ακριβώς όπως εάν, σαν να..., Λατ. quasi, tanquam· ὥσπερ εἰ παρεστάτεις, σε Αισχύλ.· ὥσπερ τις μηδὲν διδοίη, σε Σοφ. II. ὥσπερ ἂν εἰ ή ὡσπερανεί (το οποίο κυρίως είναι ελλειπτικό αντί ὥσπερ ἂν ἦν, εἰ...), σε Πλάτ.
ὥσπεροὖν ή ὡσπεροῦν, επίρρ., I. ακριβώς όπως, ακριβώς έτσι· ὥσπερ οὖν ἀπώλετο, σε Αισχύλ. II. όπως πράγματι, όπως αναμφιβόλως, εἰ δ' ἔστιν (ὥσπερ οὖν ἔστι) θεός, σε Πλάτ.
ὥστε, ως επίρρ.,
Α. I.
έχει την ίδια σχέση με το ὡς, όπως το ὅστε προς το ὅς, και χρησιμ. από τον Όμηρ. πιο συχνά από το ὡςστις παρομοιώσεις· σπανίως απαντά στους Αττ. ποιητ., κατώρυχες δ' ἔναιον ὥστ' ἀήσυροι μύρμηκες, σε Αισχύλ. κ.λπ. II. χρησιμοποιείται για δήλωση της δύναμης ή της εξουσίας με την οποία πράττει κανείς κάτι, όπως το ἅτε, Λατ. utpote· ῥεῖα μάλ', ὥστε θεός, πολύ εύκολα, σαν να είναι θεός, σε Ομήρ. Ιλ.· ὥστε περὶ ψυχῆς, σαν να ήταν για την ζωή, σε Ομήρ. Οδ.· ὥστε ταῦτα νομίζων, σε Ηρόδ. Β. ως σύνδ., εκφράζει το αποτέλεσμα ή την επίδραση της ενέργειας στην κύρια πρόταση. I. 1. με απαρ., ώστε να... (κάνω κάποιο πράγμα), εἰ δέ σοι θυμὸς ἐπέσσυται, ὥστε νέεσθαι, αν η καρδιά σου σε σπρώχνει να επιστρέψεις, σε Ομήρ. Ιλ.· οὐ τηλίκος, ὥστε πιθέσθαι, δεν είμαι τέτοιας ηλικίας ώστε να υπακούσω, σε Ομήρ. Οδ., Αττ. 2. ύστερα από συγκριτικά, μετά το , ως βʹ όρος σύγκρισης, όταν η δυνατότητα του αποτελέσματος αναιρείται· μείζω κακὰ ἢ ὥστε ἀνακλαίειν, μεγαλύτερα από αυτά που κάνουν κάποιον να κλάψει, δηλαδή πολύ δυνατά για δάκρυα, σε Ηρόδ.· μεῖζον ἢ ὥστε φέρειν δύνασθαι κακόν, σε Ξεν.· ο θετικός βαθμός μερικές φορές τίθεται αντί του συγκριτικού, ψυχρὸν ὥστε λούσασθαι (αντί ψυχρότερον ἢ ὥστε...), πάρα πολύ κρύο για να λουστεί κάποιος, στον ίδ. 3. με τον όρο να..., όπως το ἐφ'ᾧτε, παραδοῦναι σφᾶς αὐτοὺς Ἀθηναίοις, ὥστε βουλεῦσαι ὅ τι ἂν ἐκείνοις δοκῇ, σε Θουκ. II. 1. με οριστ., για να δηλώσει έμφαση το αποτέλεσμα, το πραγματικό αποτέλεσμα· οὐχ οὕτω φρενοβλαβέες..., ὥστε... ἐβούλοντο, όχι τόσο παράφρονες ώστε να θέλουν, σε Ηρόδ.· βέβηκεν ὥστεπᾶν ἔξεστι φωνεῖν, σε Σοφ. κ.λπ. 2. στην αρχή μιας πρότασης, για να δηλώσει ισχυρό συμπέρασμα· λοιπόν, επομένως, συνεπώς· ὥστ' ὄλωλα καί σε προσδιαφθερῶ, στον ίδ.· με προστ., ὥστε μὴ λίαν στένε, σε Σοφ.· ὥστε θάρρει, σε Ξεν. III. με μτχ. καθ' έλξη αντί απαρ., όταν υπάρχει μτχ. στην κύρια πρόταση· τοσοῦτον διενεγκόντες, ὥσθ'... ἐπιτάττοντες, διαφωνούσαν τόσο πολύ ώστε να επιβάλουν φρουρούς, σε Ισοκρ.
ὠστίζομαι, μέλ. Αττ. ὠστιοῦμαι· Παθ., θαμιστικό του ὠθέομαι, σπρώχνω και σπρώχνομαι, στριμώχνω και συνάμα στριμώχνομαι· κυρίως με δοτ. προσ., ὠστιεῖ Κλεωνύμῳ, θα πιεστείς από τον Κλεώνυμο, σε Αριστοφ.· ὠστιοῦνται ἀλλήλοισι περὶπρώτου ξύλου, στον ίδ.· απόλ., εἰς τὴν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται, αγωνίζεται για την πρώτη θέση, στον ίδ.
ὤστοργος, Δωρ. κράση αντί ὁ ἄστοργος.
ὠσφρόμην, αόρ. βʹ του ὀσφραίνομαι.
ὤσω, μέλ. του ὠθέω.