Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χείρ"

Βρέθηκαν 42 λήμματα [1 - 20]
χείρ, , χειρός, χειρί, χεῖρα, δυϊκ. χεῖρε, χεροῖν, πληθ. χεῖρες, χερῶν, χερσί, χεῖρας· η παραλήγουσα συνήθως βραχεία, όταν η λήγουσα είναι μακρά· αλλά οι ποιητές χρησιμοποιούν τη λήγουσα μακρά ή βραχεία, όπως απαιτεί το μέτρο, χειρός, χερί, χέρα, χέρε, χέρες, χέρας, ποιητ. τύποι, δοτ. πληθ. χείρεσι, χείρεσσι, χέρεσσι· αιτ. πληθ. χέρρας· I. χέρι, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης το χέρι και ο αγκώνας, χεῖρα μέσην ἀγκῶνος ἔνερθεν, σε Ομήρ. Ιλ.· χεῖρες ἀπ' ὤμων ἀΐσσοντο, σε Ησίοδ.· ομοίως, ἐν χερσὶ πεσεῖν, μέσα στα χέρια, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἄκρη χείρ, λέγεται για να δηλώσει τη διάκριση του χεριού από τον αγκώνα, σε Ομήρ. Ιλ. II. Ειδικότερες χρήσεις: 1. λέγεται για να δηλώσει τη θέση, ἐπ' ἀριστερὰ χειρός, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπὶ δεξιὰ χειρός, σε Πίνδ.· λαιᾶς χειρός, με το αριστερό χέρι, σε Αισχύλ.· ποτέρας τῆς χειρός; με ποιο χέρι; σε Ευρ. 2. δοτ. συνήθως με ρήματα τα οποία δηλώνουν τη χρήση των χεριών, χειρὶ λαβεῖν, χερσὶν ἑλέσθαι κ.λπ., σε Όμηρ. κ.λπ. 3. η γεν. χρησιμοποιείται όταν κάποιος παίρνει κάποιον από το χέρι, χειρὸς ἔχειν τινά, σε Ομήρ. Ιλ.· χειρὸς ἑλῶν, στο ίδ. 4. η αιτ. χρησιμοποιείται όταν κάποιος παίρνει το χέρι κάποιου, χεῖρα γέροντος ἑλών, σε Ομήρ. Ιλ.· χεῖράς τ' ἀλλήλων λαβέτην, σε ένδειξη καλής πίστης, σε Ομήρ. Ιλ. 5. άλλες χρήσεις της αιτ.: α) λέγεται για τους ικέτες, χεῖρας ἀνασχεῖν θεοῖς, δηλ. σε προσευχή, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀμφὶ δὲ χεῖρας δειρῇ βάλλ' Ὀδυσῆϊ και Ἀρήτης βάλε γούνασι χεῖρας Ὀδυσσεύς, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, χεῖρας αἴρειν, το σήκωμα χεριού κατά την ψηφοφορία, σε Ξεν. κ.λπ.· χεῖρα ὑπερέχειν τινός ή τινί, κρατώ το χέρι πάνω από κάποιον, ως προστάτης, σε Ομήρ. Ιλ.β)λέγεται με αρνητική σημασία, χεῖρας ή χεῖρα ἐπιφέρειν τινί, ἐφιέναι τινί, σε Όμηρ. γ) χεῖρας ἀπέχειν τινός, κρατώ τα χέρια μου μακριά από κάποιον ή κάτι, Λατ. abstinere manus a aliquo, στον ίδ. 6. με πρόθ., ἀπὸ χειρὸς λογίζεσθαι, λογαριάζω πρόχειρα, άξεστα, σε Αριστοφ.· διὰ χερῶν λαβεῖν, κυριολεκτικά, παίρνω κάτι ανάμεσα στα χέρια μου, σε Σοφ.· διὰ χειρὸς ἔχειν, έχω στο χέρι μου, δηλ. κάτω από την εξουσία μου, σε Θουκ.· και ομοίως, ασχολούμαι με κάποια εργασία, στον ίδ.· ομοίως, εἰς χεῖρας λαμβάνειν, παίρνω κάτι στα χέρια μου, αναλαμβάνω, σε Ευρ.· ἄγεσθαί τι ἐς χεῖρας, σε Ηρόδ.· ἐς χεῖρας ἱκέσθαι τινός, πέφτω στην εξουσία κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐςχεῖρας ἐλθεῖν, ἰέναι τινί, χτυπιέμαι με κάποιον ή ερχόμαστε σε συμπλοκή, Λατ. manum conserere cum aliquo, σε Αισχύλ., Σοφ., Ηρόδ.· ομοίως, ἐς χειρῶν νόμον ἀπικέσθαι· επίσης, εἰς χεῖρας δέχεσθαι ή ὑπομένειν, αναμένω την επίθεσή τους, σε Ξεν., Θουκ.· ἐκ χειρός, πλησίον, από κοντά, Λατ. cominus, σε Ξεν.· ἐν χερσὶ ή ἐν χειρὶ ἔχειν, όπως διὰ χειρὸς ἔχειν, έχω στο χέρι, είμαι απασχολημένος με κάτι, σε Ηρόδ., Πλάτ.· ἐν χερσί, από κοντά, Λατ. cominus, σε Θουκ.· κατὰ χειρός, λέγεται για το πλύσιμο των χεριών πριν από το φαγητό, ὕδωρ κατὰ χειρός ή κατὰ χειρὸς ὕδωρ (ενν. φερέτω τις), σε Αριστοφ.· μετὰ χερσὶν ἔχειν, ανάμεσα δηλ. μέσα στα χέρια, σε Ομήρ. Ιλ.· αλλά, μετὰ χεῖρας ἔχειν, έχω στα χέρια, ασχολούμαι με κάτι, σε Ηρόδ., Θουκ.· πρὸ χειρῶν, μπροστά και πολύ κοντά σε κάποιον, σε Σοφ., Ευρ.· πρὸς χεῖρα, προς ένα σημείο που δείχνει το χέρι μου, σε Σοφ.· ὑπὸ χεῖρα ποιεῖσθαι, φέρνω κάποιον κάτω από την εξουσία μου, τον έχω του χεριού μου, σε Ξεν.· πρβλ. ὑποχείριος. III. λέγεται για να δηλώσει ενέργεια ή έργο, αντίθ. προς τα απλά λόγια, σε πληθ. ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν, σε Ομήρ. Ιλ.· χερσίν τε ποσίν τε, στο ίδ.· χερσὶν ἤ λόγῳ, σε Σοφ.· μιᾷ χειρί, με το ένα χέρι, σε Δημ.· χειρί τε ποδί καὶ πάσῃ δυνάμει, σε Αισχίν.· ιδίως, λέγεται για έργα βίας, πρὶνχειρῶν γεύσασθαι, πριν δοκιμάσουμε τη βία, σε Ομήρ. Οδ.· ἀδίκων χειρῶν ἄρχειν, κάνω αρχή της αδικίας, σε Ξεν. IV.όπως Λατ. manus, σώμα ανδρών, ποσό, αριθμός, σε Ηρόδ., Θουκ.· πολλῇ χειρί, σε Ευρ.· οἰκεία χείρ, λέγεται για χεὶρ οἰκετῶν, στον ίδ. V. το χέρι κάποιου, δηλ. η γραφή, το γράψιμο, σε Κ.Δ.· επίσης έργο με το χέρι, έργο τέχνης, σοφαὶ χέρες, σε Ανθ. VI. λέγεται για κάθε εργαλείο που μοιάζει με χέρι: 1. μέρος της πανοπλίας ή όπλο, σε Ξεν. 2. χεὶρ σιδηρᾶ, είδος αρπάγης, αρπάγη, σε Θουκ.
χειρᾰγωγέω, μέλ. -ήσω, οδηγώ κάποιον από το χέρι, απόλ., σε Λουκ.
χειρ-ᾰγωγός, , κάποιος που οδηγεί κάποιον από το χέρι, καθοδηγητής, οδηγός, σε Κ.Δ.
χειρ-απτάζω, μέλ. -άσω (ἅπτω), αγγίζω με το χέρι, παίρνω με το χέρι, πιάνω, σε Ηρόδ.
χείρεσσι, Επικ. δοτ. πληθ. του χείρ.
χειριδωτός, -όν, αυτός που έχει μανίκια, κιθὼν χειριδωτός, λέξη από τους Ασιάτες, σε Ηρόδ.· πρβλ. ἐξωμίς.
χείριος, , -ον, = ὑποχείριος, μέσα στα χέρια, κάτω από τη δύναμη ή τον έλεγχο, σε Ευρ.· συνηθέστερα με ρήμα, χειρίαν ἀφείς τινι, με έχεις αφήσει ως αιχμάλωτο σε κάποιον άλλο, σε Σοφ.· χείριον λαβεῖν τινα, λαμβάνω κάποιον υπό την εξουσία μου, σε Ευρ.
χειρίς, -ῖδος, (χείρ), κάλυμμα για το χέρι, γάντι, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.· επίσης, κάλυμμα του χεριού, μανίκι, όπως αυτά που φορούσαν οι Πέρσες, Λατ. manica, σε Ηρόδ.
χειρο-δάϊκτος[ᾰ], -ον (δαΐζω), αυτός που φονεύεται από χέρι, σε Σοφ.
χειρό-δεικτος, -ον (δείκνυμι), Λατ. digito monstratus, δακτυλοδεικτούμενος, φανερός, σε Σοφ.
χειρο-δίκης[ῐ], -ου, (δίκη), κάποιος που επιβάλλει το δίκιο του με τα χέρια, χρησιμοποιεί το δίκαιο της πυγμής, σε Ησίοδ.
χειρο-δράκων[ᾰ], -οντος, , αυτός που έχει φίδια αντί για χέρια, σε Ευρ.
χειρο-ήθης, -ες (ἦθος1. αυτός που μπορεί εύκολα να γίνει αντικείμενο μεταχείρισης, ευχείριστος· λέγεται για ζώα, υπάκουος, ήμερος, πειθήνιος, Λατ. mansuetus, σε Ηρόδ., Ξεν. 2. λέγεται για πράγματα, υποφερτός, σε Πλούτ.
χειρό-μακτρον, τό, ύφασμα για το σκούπισμα των χεριών, πετσέτα, πετσέτα φαγητού, Λατ. mantile, σε Ηρόδ., Ξεν.
χειρο-μύλη[ῠ], , χειροκίνητος μύλος, σε Ξεν.
χειρο-νομέω, μέλ. -ήσω, κινώ τα χέρια μου με φιγούρες παντομίμας, κάνω χειρονομίες, σε Ξεν.· τοῖσι σκέλεσι χειρονομεῖν, λέγεται για κάποιον που στέκεται πάνω στο κεφάλι του, σε Ηρόδ.
χειρονομία, , χειρονομία, σε Λουκ.
χειρο-πληθής, -ές (πλῆθος), αυτός που γεμίζει τα χέρια, λίθος, σε Ξεν.· κορύνη, σε Θεόκρ.
χειρο-ποιέω, φτιάχνω με το χέρι — Μέσ., χειροποιεῖται τάδε, διαπράττει αυτές τις ενέργειες, σε Σοφ.
χειρο-ποίητος, -ον, αυτός που έχει φτιαχτεί με το χέρι, τεχνητός, αντίθ. προς το αὐτοφυής (φυσικός), σε Ηρόδ.· φλὸξ χειροποίητη, φωτιά που άναψε από χέρι ανθρώπου, σε Θουκ.