LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐξωμίς"
- ἐξ-ωμίς, -ίδος, ἡ (ὦμος), ανδρικό ένδυμα χωρίς μανίκια, το οποίο αφήνει και τους δύο ώμους γυμνούς ή έχει ένα μανίκι, που αφήνει γυμνό μόνο τον έναν ώμο, σε Αριστοφ., Ξεν.