Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὑποχείριος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὑποχείριος, -ον και , -ον (χείρ), 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από το χέρι, εξουσία κάποιου, αυτός που βρίσκεται στο χέρι κάποιου, στην δικαιοδοσία του, σε Ομήρ. Οδ. 2. λέγεται για πρόσωπα, ο υποκείμενος στην εξουσία κάποιου, ο υπό τις διαταγές του, τινι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· λαβεῖν τινα ὑποχείριον, οδηγώ κάποιον υπό την εξουσία μου, σε Ευρ.· ἔχειντινὰ ὑποχείριον, σε Θουκ.