LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τριήρης"
- τρι-ήρης (ενν. ναῦς), ἡ, γεν. -εος, -ους, Ιων. -ευς· αιτ. -εα, -η· ονομ. πληθ. τριήρεες, τριήρεις· γεν. τριηρέων, τριηρῶν· γεν. δυϊκοῦ τριήροιν· (τρίς, -ήρης)· Λατ. triremis, πλοίο με τρεις σειρές κουπιών, ο πιο συνηθισμένος τύπος πολεμικού πλοίου των Ελλήνων, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Τριήρεις πρώτα ναυπήγησαν οι Κορίνθιοι, σε Θουκ.· πρβλ. θαλάμιος, ζυγίτης, θρανίτης.