Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θρανίτης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θρᾱνίτης[ῑ], -ου, (θρᾶνος), κωπηλάτης της ανώτατης σειράς από τα τρία επίπεδα κουπιών σε μια τριήρη, ο οποίος είχε τα μακρύτερα κουπιά και την περισσότερη δουλειά, σε Αριστοφ., Θουκ.· πρβλ. ζυγίτης, θαλαμίτης.