Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θαλάμιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θᾰλᾰμιός, , -όν, αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον θάλαμον· ως ουσ., I. θαλαμιός, = θαλαμίτης, σε Θουκ. II. 1. θαλαμία, Ιων. -ιή (λημ. κώπη), , το κουπί του θαλαμίτου, σε Αριστοφ. 2. (λημ. ὀπὴ) η τρύπα στα πλευρά του πλοίου, από την οποία έβγαιναν και λειτουργούσαν τα κουπιά· διὰ θαλαμιῆς διελεῖν τινα, τοποθετώ κάποιον έτσι ώστε το πάνω μισό του σώματός του να προεξέχει από αυτή τη τρύπα, σε Ηρόδ.