Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σῦς"

Βρέθηκαν 71 λήμματα [1 - 20]
σῦς, αιτ. σῦν, βλ. ὗς.
συ-σκεδάννῡμι, μέλ. -σκεδῶ, διασκορπίζω από κοινού, ρίχνω σκορπώντας εδώ κι εκεί, σε Αριστοφ.
συσκέψομαι, μέλ. του συσκοπέω.
συ-σκευάζω, μέλ. -άσω, I. 1. τοποθετώ μαζί και ετοιμάζω τα πράγματα, δένω τις αποσκευές και τις ετοιμάζω για λογαριασμό κάποιου άλλου, σε Ξεν. 2. βοηθώ στην παρασκευή, παρασκευάζω από κοινού, τὸ δεῖπνόν τινι, σε Αριστοφ.· με αρνητική σημασία, μηχανεύομαι, μηχανορραφώ, συνωμοτώ, ραδιουργώ, επινοώ, σχεδιάζω, σε Δημ. II. Μέσ., 1. με Παθ. παρακ. συσκεύασμαι, ετοιμάζω τις αποσκευές μου, ετοιμάζω τα πράγματά μου για να αναχωρήσω, Λατ. convasare, vasa colligere, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· στη μτχ. Μέσ. αορ. αʹ και Παθ. παρακ., είμαι καθόλα έτοιμος, είμαι σε κατάσταση αναχώρησης, είμαι έτοιμος να πορευθώ αποχωρώντας, να ξεκινήσω την πορεία μετά την αναχώρησή μου, σε Ξεν.· επίσης με αιτ., συνεσκευασμένος τὰ ἑαυτοῦ ἐνθάδε, έχοντας όλα τα πράγματά του συσκευασμένα και μεταφερμένα εδώ, σε Λυσ. 2. με αρνητική σημασία, μηχανεύομαι, επινοώ, μηχανορραφώ, σχεδιάζω, σε Δημ. 3. φέρνω μαζί στο ίδιο σημείο, εξοικονομώ και συσσωρεύω με προσωπική μου ωφέλεια ή συμφέρον· συσκευάζω χρήματα, σε Λυκούργ. 4. διευθετώ τα πράγματα σύμφωνα με το συμφέρον μου, προδιαθέτω, προετοιμάζω το έδαφος, σε Δημ.
συσκευᾰσία, , προετοιμασία, προπαρασκευή, συγκέντρωση και τακτοποίηση αποσκευών πριν την αναχώρηση για ταξίδι ή οδοιπορία, σε Ξεν.
συ-σκευωρέομαι, αποθ., σκευωρώ, μηχανορραφώ, επινοώ, διοργανώνω από κοινού, σε Δημ.
συ-σκηνέω, μέλ. -ήσω, διαμένω στην ίδια σκηνή με κάποιον άλλον, συγκατοικώ, συνοικώ, τρώγω κάτι, σε Ξεν.· τινί, με κάποιον, στον ίδ.
συσκηνία, , διαμονή, συνοίκηση, συμβίωση στην ίδια σκηνή· λέγεται για στρατιώτες, το να τρώγει κάποιος από κοινού με άλλους, συσσίτιο, σε Ξεν.
συσκήνια, τά, = τα σπαρτιατικά φιδίτια, σε Ξεν.
σύ-σκηνος, (σκηνή), αυτός που διαμένει στην ίδια σκηνή με άλλους, συνδαιτυμόνας, σύνοικος, ομοτράπεζος, Λατ. contubernalis, σε Θουκ., Ξεν.
συ-σκηνόω, μέλ. -ώσω, = συσκηνέω, σε Ξεν.
συ-σκιάζω, μέλ. -άσω, I. σκιάζω καλά ή από παντού, ρίχνω τη σκιά μου σε κάποιον ή κάτι, σκιάζω με πυκνή σκιά ή τοποθετώ μαζί σε μέρος σκιερό, σε Ησίοδ.· γένυν συσκιάζω, αποκτώ γενειάδα, σε Ευρ.· μεταφ., συσκηνῶσαι τὰς ἁμαρτίας, σε Δημ. II. αμτβ., καλύπτομαι από πυκνή σκιά, κουκουλώνομαι, συγκαλύπτομαι, σε Ευρ.
σύ-σκιος, -ον (σκιά), αυτός που καλύπτεται παντού από πυκνή σκιά, σκιερός, σε Ξεν.· σύσκιόν τι, μέρος που καλύπτεται από πυκνή σκιά, σκιερό μέρος, σε Λουκ.
συ-σκοπέω, μέλ. -σκέψομαι, θεωρώ, παρατηρώ από κοινού, συσκέπτομαι, συνεξετάζω, συνεκτιμώ, σε Πλάτ.
συ-σκοτάζω, μέλ. -σω, σκοτεινιάζω, γίνομαι εντελώς σκοτεινός, βυθίζομαι στο σκοτάδι· απρόσ., συσκοτάζει, σκοτεινιάζει, πέφτει σκοτάδι, σε Θουκ., Ξεν.
συ-σκυθρωπάζω[ᾰ], μέλ. -σω, γίνομαι ή δείχνω σκυθρωπός από κοινού με κάποιον άλλον, σε Ξεν.
συ-σπᾰράσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, κατακομματιάζω, κατακόβω, καταξεσχίζω, σε Κ.Δ.
σύσπαστος, -ον ή συσπαστός, -όν, συσπασμένος, αυτός που κλείνεται με σύσπαση, αυτός που είναι φτιαγμένος έτσι ώστε να συσπάται, να συστέλλεται, μαζεμένος, σε Πλάτ.
συ-σπάω, μέλ. -σπάσω [ᾰ], I. σύρω από παντού, συστέλλω, σουφρώνω, ζαρώνω, μαζεύω, διπλώνω κάτι, σε Πλάτ., Λουκ. II. συρράπτω, σε Ξεν. III. Μέσ., σύρω, έλκω, τραβώ μαζί μου, σε Πλούτ.
συ-σπειράομαι, παρακ. -εσπείραμαιΠαθ.· 1. λέγεται για στρατιώτες, σχηματίζομαι σε πυκνή παράταξη (βλ. σπεῖρα II), σε Ξεν.· συσπειράομαι ἐπὶ τόπον, βαδίζω σε πυκνή παράταξη προς κάποιον τόπο, στον ίδ. 2. περιελίσσομαι, κουλουριάζομαι, κουβαριάζομαι, λέγεται για φίδι, σε Λουκ.