Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὗς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὗς, ὗν, γεν. ὑός [ῠ] ή σῦς, σῦν, γεν. σῠός, και · πληθ., ονομ. ὕες (Αττ. ὗς), σύες, αιτ. ὕας, σύας (Αττ. σῦςγεν. συῶν, δοτ. ὑσί, συσί, Επικ. επίσης ὕεσσι, σύεσσι, 1. αγριόχοιρος, αγριογούρουνο, είτε αρσενικός (κάπρος) είτε θηλυκός (γουρούνα), σε Όμηρ. κ.λπ.· σῦς ἄγριος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης σῦς κάπριος ή κάπρος, βλ. κατωτ. 2. οικόσιτο γουρούνι, χοίρος, σε Όμηρ. κ.λπ.