Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σπεῖρα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σπεῖρα, , Λατ. spira, I. 1. οτιδήποτε έχει συστραφεί ελικοειδώς ή περιτυλιχθεί· στον πληθ., οι έλικες, το κουλούριασμα, το τύλιγμα του φιδιού, σε Ευρ.· επίσης, σπείραις δικτυοκλώστοις, με τους ελιγμούς του διχτιού, σε Σοφ. 2. σπεῖραι βόειαι, ιμάντες ή λωρίδες από δέρμα βοδιού που τυλίγονταν γύρω από τη γροθιά του πυγμάχου, Λατ. caestus, σε Θεόκρ. II. ένοπλο σώμα ανδρών, το Ρωμαϊκό manipulus, δύο εκαντονταρχίες, ρωμαϊκή σπείρα, σε Πολύβ.· επίσης, κοόρτη, το δέκατο της ρωμαϊκής λεγεώνας, σε Κ.Δ.