Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρύμνα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πρύμνᾰ, , Ιων. πρύμνη, θηλ. του πρυμνός (ενν. ναῦςI. 1. το πίσω μέρος ενός πλοίου, πρύμνη, Λατ. puppis, σε Όμηρ. κ.λπ.· μερικές φορές ο Όμηρ. το έχει επίσης πλήρες, νηὶπάρα πρύμνῃ, ἐπὶ πρύμνῃ νηΐ, νηῒ ἐνὶ πρ., κα σε πληθ., νηυσὶν ἔπι πρύμνῃσι· παρόλο που έχει επίσης, πρύμνη νηός, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπὶ πρύμνην ἀνακρούεσθαι, κάνω το πλοίο να οπισθοχωρήσει, χωρίς να στραφεί (βλ. ἀνακρούω II)· ομοίως, χωρεῖν πρύμναν, αποσύρομαι, υποχωρώ, οπισθοχωρώ, σε Ευρ.· ἐπείγει κατὰ πρύμναν, λέγεται για ούριο άνεμο, σε Σοφ.· κατὰ πρύμναν ἵσταται τὸ πνεῦμα, σε Θουκ.· τα πλοία συνήθως προσδένονταν ή ανασύρονταν στην ξηρά από την πρύμνη, σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου, πρύμνας λῦσαι, σε Ευρ., πρβλ. πρυμνήσιος· 2. μεταφ., το σκάφος της πολιτείας, σε Αισχύλ. II. γενικά, το κάτω μέρος, πρ.Ὄσσας, οι πρόποδες του όρους της Όσσας, σε Ευρ.
πρυμναῖος, , -ον, αυτός που ανήκει στην πρύμνη του πλοίου, σε Ανθ.