Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀνακρούω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀνα-κρούω, ποιητ. ἀγ-κρ-, μέλ. -σω, I. απωθώ, σταματώ, αποκρούω, αναχαιτίζω, εμποδίζω, ἵππον χαλινῷ, σε Ξεν. II. 1. Μέσ., ἀνακρούεσθαι πρύμνην, βάζω το πλοίο με την πρύμνη μέσω του τινάγματος του νερού προς τα πίσω, σε Αριστοφ.· ομοίως ἀνακρούεσθαι, μόνο του, σε Θουκ.· επίσης, ἐπὶ πρύμνην ἀν., σε Ηρόδ.· μεταφ., οπισθοδρομώ, σε Πλάτ. 2. χρησιμοποιείται στη Μουσική, αρχίζω μελωδία, σε Θεόκρ.