Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρυμνήσιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πρυμνήσιος, , -ον (πρύμνα), αυτός που ανήκει στην πρύμνη πλοίου, κάλως, σε Ευρ.· ουδ. πληθ. πρυμνήσια (ενν. δεσμά), σχοινιά από την πρύμη που ξεκινούν και προσδένονται στην ξηρά, Λατ. retinacula navis, σε Όμηρ.