Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νέω"

Βρέθηκαν 28 λήμματα [1 - 20]
νέω (Α), πηγαίνω, βλ. νέομαι.
νέω (Β), παρατ. ἔνεον, Επικ. ἔννεον· μέλ. νευσοῦμαι· αόρ. αʹ ἔνευσα· παρακ. νένευκα· κολυμπώ, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για παπούτσια δυσανάλογα μεγάλα· ἔνεον ἐν ταῖς ἐμβάσιν, έπλεα μέσα στα παπούτσια μου, σαν να ήταν βάρκες, σε Αριστοφ.
νέω (Γ), μέλ. νήσω, αόρ. αʹ ἔνησαΠαθ., αόρ. αʹ ἐνήθην, παρακ. νένησμαι· κλώθω, γνέθω· λέγεται για αράχνη, νεῖ νήματα, σε Ησίοδ.Μέσ., ἅσσα οἱ νήσαντο, κλωστές με τις οποίες τον τύλιξαν (οι Μοίρες), σε Ομήρ. Οδ.Παθ., τὰ νηθέντα, σε Πλάτ.
νέω (Δ), μέλ. νήσω, αόρ. αʹ ἔνησαΠαθ., παρακ. νένησμαι ή -ημαι, Ιων. γʹ πληθ. νενέαται· σωρεύω, στοιβάζω, επισωρεύω· πυρὰν νῆσαι, σωρεύω ξύλα για νεκρική πυρά, σε Ηρόδ.· νήσαντες ξύλα, σε Ευρ.Παθ., ἀμφορῆς νενησμένοι, σε Αριστοφ.· ἄρτοι νενημένοι, σε Ξεν.
νεώ (ναός), Αττ. αιτ. του νεώς, ναός, ιερό· νεῷ, δοτ.
νεωκορέω (νεωκόρος), φροντίζω ναό· ειρων., καθαρίζω εντελώς, σαρώνω, ξεκαθαρίζω, διαπράττω ιεροσυλία (σύληση), σε Πλάτ.
νεωκορία, Ιων. -ίη, , το αξίωμα του νεωκόρου, σε Ανθ.
νεω-κόρος, Δωρ. νᾶοκόρος, , I. φύλακας και επιμελητής ναού, Λατ. aedituus, σε Πλάτ., Ξεν. II. επώνυμο που απαντά σε επιγραφές και νομίσματα ασιατικών πόλεων στους χρόνους των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και αποδιδόταν σε πόλεις οι οποίες ανέγειραν ναό προς τιμήν της προστάτιδάς τους ή του αυτοκράτορα, όπως η Έφεσος· νεωκόρος Ἀρτέμιδος, σε Κ.Δ. (αμφίβ. προέλ.).
νεωλκέω, μέλ. -ήσω, ρυμουλκώ πλοίο στη στεριά, Λατ. subducere navem, σε Πολύβ.
νε-ωλκός, (ναῦς, ἕλκω), ρυμουλκός πλοίου, αυτός που ανασύρει πλοίο στην ξηρά ή το καθελκύει στη θάλασσα από την ξηρά, σε Αριστοφ.
νε-ώνητος, -ον, αυτός που έχει αγοραστεί πρόσφατα, λέγεται για δούλους, σε Αριστοφ.
νε-ώρης, -ες (ὄρνυμι), νέος, ακμαίος, πρόσφατος, Λατ. recens· νεώρη βόστρυχον τετμημένον, φρεσκοκομμένη μπούκλα μαλλιών, σε Σοφ.· φόβος νεώρης, στον ίδ.
νεώριον, τό (νεωρός), τόπος όπου φυλάσσονται πλοία, ναύσταθμος, σε Αριστοφ., Θουκ.· επίσης στον πληθ., όπως το Λατ. navalia, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· πρβλ. νεώσοικος.
νεωρίς, -ίδος, , = νεώριον, σε Στράβ.
νεωρός, (ναῦς, οὖρος), επιστάτης, φύλακας ναυστάθμου.
νεώς, , , Αττ. αντί ναός (όπως λεώς αντί λαός), ναός, ιερό, σε Αισχύλ. κ.λπ.· γεν. νεώ, δοτ. νεῷ, αιτ. νεών· ονομ. πληθ. νεῴ, αιτ. νεώς.
νέως, επίρρ. του νέος.
νεώς, Αττ. γεν. του ναῦς.
νεώσ-οικος, (ναῦς, οἶκος), νεώριο, ναύσταθμος, ναυπηγείο, σε Αριστοφ.· στον πληθ., στέγαστρα, ράμπες ναυπηγείου, ναυπηγεία, χτίσματα δίπλα στη θάλασσα, στα οποία ήταν δυνατή η κατασκευή, επισκευή ή στάθμευση πλοίων και τα οποία ήταν παραρτήματα του νεωρίου, σε Ηρόδ., Θουκ.
νεωστί, επίρρ. του νέος αντί νέως, όπως μεγαλωστί αντί μεγάλως,- πρόσφατα, μόλις τώρα, προ ολίγου, σε Ηρόδ., Σοφ.