LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "νεώσοικος"
- νεώσ-οικος, ὁ (ναῦς, οἶκος), νεώριο, ναύσταθμος, ναυπηγείο, σε Αριστοφ.· στον πληθ., στέγαστρα, ράμπες ναυπηγείου, ναυπηγεία, χτίσματα δίπλα στη θάλασσα, στα οποία ήταν δυνατή η κατασκευή, επισκευή ή στάθμευση πλοίων και τα οποία ήταν παραρτήματα του νεωρίου, σε Ηρόδ., Θουκ.