LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "νέομαι"
- νέομαι, συνηρ. νεῦμαι, Επικ. βʹ ενικ. νεῖαι, αʹ πληθ. νεύμεθα, προστ. νεῖο, βʹ ενικ. υποτ. νέηαι, αʹ πληθ. νεώμεθα, ευκτ. νεοίμην, απαρ. νέεσθαι, συνηρ. νεῖσθαι, μτχ. νεόμενος, νεύμενος· Επικ. παρατ. νεόμην, γʹ πληθ. νέοντο· αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., πηγαίνω ή έρχομαι (κυρίως με σημασία μέλ., όπως το εἶμι)· πάλιν νέομαι, επανέρχομαι, επιστρέφω, σε Όμηρ.· οἶκονδε νέεσθαι, στον ίδ.· λέγεται για ρεύματα ποταμού, παλιρροώ, ρέω προς τα πίσω, σε Ομήρ. Ιλ.