Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δέω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
δέω (Α), προστ., γʹ πληθ. δεόντων, μέλ. δήσω, αόρ. αʹ ἔδησα, Επικ. δῆσα, παρακ. δέδεκα ή δέδηκαΜέσ. αόρ. αʹ ἐδησάμην, Επικ. γʹ ενικ. δησάσκετοΠαθ. μέλ. δεθήσομαι και δεδήσομαι, αόρ. αʹ ἐδέθην, παρακ. δέδεμαι, υπερσ. ἐδεδέμην, Επικ. γʹ ενικ. δέδετο, Ιων. γʹ πληθ. ἐδεδέατο· I. 1. δένω, σφίγγω, δεσμεύω, δεσμῷτινα δῆσαι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με αιτ. μόνο, φυλακίζω, βάζω σε δεσμά, σε Ομήρ. Οδ., Αττ. 2. μεταφ., περιορίζω, δεσμεύω, επιβάλλω σιωπή, γλῶσσα δέ οἱ δέδεται, σε Θέογν.· ψυχὰ δέδεται λύπῃ, σε Ευρ. 3. με γεν., αφήνω ή εμποδίζω κάποιον από κάτι, ἔδησε κελεύθου, σε Ομήρ. Οδ. II. Μέσ., δένω, βάζω πάνω μου (πρβλ. ὑποδέω), ποσσὶ δ' ὑπαὶ ἐδήσατο πέδιλα, τα έδεσε πάνω στα πόδια του, σε Ομήρ. Ιλ.· και στην Παθ., περὶ κνήμῃσι κνημῖδας δέδετο, είχε περικνημίδες δεμένες γύρω από τα πόδια του, σε Ομήρ. Οδ.
δέω (Β), μέλ. δεήσω, αόρ. αʹ ἐδέησα, Επικ. ἔδησα ή δῆσα, παρακ. δεδέηκαΜέσ. μέλ. δεήσομαι και δεηθήσομαι, αόρ. αʹ ἐδεήθην, παρακ. δεδέημαι· I. έχω έλλειψη, στερούμαι, έχω ανάγκη από, χρειάζομαι πράγμα ή πρόσωπο, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.· πολλοῦ δέω, απέχω πολύ, δηλ. είμαι μακριά από· με απαρ., πολλοῦ δέωἀπολογεῖσθαι, απέχω πολύ από το να υπερασπίσω τον εαυτό μου, σε Πλάτ.· μικροῦ ἔδεον εἶναι, σε Ξεν.· και απόλ., πολλοῦ γε δέω, απέχω πολύ, σε Πλάτ.· τοῦ παντὸς δέω, σε Αισχύλ.· βλ. δεῖ II· ομοίως, στη μτχ., δυοῖν δέοντα τεσσεράκοντα, σαράντα πλην δύο, τριάντα οκτώ, σε Ηρόδ.· ἑνὸςδέον εἰκοστὸν ἔτος, το 20ό έτος πλην ένα, το 19ο, σε Θουκ. II. ως αποθ., δέομαι, μέλ. δεήσομαι, αόρ. αʹ ἐδεήθην· 1. βρίσκομαι σε ανάγκη ή έλλειψη, χρειάζομαι, κάρτα δεόμενος, σε Ηρόδ.· χρειάζομαι ένα πρόσωπο ή πράγμα, με γεν., στον ίδ., σε Σοφ.· οὐδὲν δέομαί τινος, δεν τον χρειάζομαι καθόλου, δεν έχω την ανάγκη του, σε Θουκ.· με απαρ., τοῦτο ἔτι δέομαι μαθεῖν, σε Πλάτ. 2. ζητώ κάτι από κάποιον, με διπλή γεν. πράγμ. και προσ., σε Ηρόδ., Θουκ.· επίσης, τοῦτο δέομαι ὑμῶν, σε Πλάτ.· και με σύστ. αιτ., δέημα ή δέησιν δεῖσθαί τινος, σε Αριστοφ. κ.λπ.· σπανίως με γεν. προσ. μόνο, δεηθεὶς ὑμῶν, έχοντας ζητήσει μια χάρη από εσάς, σε Δημ.· με γεν. προσ. και απαρ., παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι, σε Ηρόδ., Πλάτ. [ο Αιολ. τύπος δεύω (βλ. δεύω Β), αποδεικνύει ότι ήταν √ΔΕϜ].