Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δεύω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
δεύω (Α), παρατ. ἔδευον, Επικ. δεῦον, Ιων. δεύεσκον, μέλ. δεύσω, αόρ. αʹ ἔδευσαΠαθ. αόρ. αʹ ἐδεύθην, παρακ. δέδευμαι· I. 1. υγραίνω, βρέχω, διαποτίζω, σε Ομήρ. Ιλ.Μέσ., πτερὰ δεύεται ἅλμῃ, βρέχει τα φτερά του μέσα στην αρμύρα, σε Ομήρ. Οδ. 2. αναμειγνύω ένα στερεό υλικό με ένα υγρό, έτσι ώστε να γίνει κατάλληλο προς ζύμωμα, δ. ἄρτον ὕδατι, σε Ξεν. II. μτβ., κάνω κάτι να χυθεί, χύνω, αἵμα, σε Σοφ.
δεύω (Β), μέλ. δευήσω, Αιολ. και Επικ. αντί δέω· I. αποτυγχάνω, έχω έλλειψη, ανάγκη, χρειάζομαι· ἐδεύησεν ἱκέσθαι, απέτυχε, δεν κατόρθωσε να φτάσει, σε Ομήρ. Οδ. II. 1. ως αποθ., δεύομαι, μέλ. δευήσομαι, = Αττ. δέομαι, αισθάνομαι την έλλειψη ή την απώλεια ενός πράγματος, βρίσκομαι σε έλλειψη ενός πράγματος, στερούμαι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· βρίσκομαι σε ανάγκη ενός πράγματος, έχω την ανάγκη, χρειάζομαι, βάκτρου, σε Ευρ. 2. βρίσκομαι σε έλλειψη, ένδεια, ανεπάρκεια ενός πράγματος, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., δευόμενος, ευρισκόμενος σε ανάγκη, άπορος, στο ίδ. 3. με γεν. προσ., είμαι κατώτερος σε σχέση με, σε Όμηρ.