Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δεῖ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δεῖ, υποτ. δέῃ, συνηρ. δῇ, ευκτ. δέοι, απαρ. δεῖν, μτχ. δέον, συνηρ. δεῖν, παρατ. ἔδει, Ιων. ἔδεε, μέλ. δεήσει, αόρ. αʹ ἐδέησε· — απρόσ. (από το δέω Α, δένω): I. 1. με αιτ. προσ. και απαρ., δεῖτινὰ ποιῆσαι, είναι δεσμευτικό για κάποιον να κάνει ένα πράγμα, κάποιος πρέπει, κάποιος οφείλει να κάνει κάτι, Λατ. oportet, σε Όμηρ. κ.λπ.· σπανίως, δεῖ σε ὅπως δείξεις = δεῖ σε δεῖξαι, σε Σοφ.· — σπανίως επίσης, με δοτ. προσ. και απαρ., υπάρχει ανάγκη να κάνει κάποιος· δεῖ τινι ποιῆσαι, σε Ευρ., Ξεν. 2. με αιτ. πράγμ. και απαρ., δεῖ τι γενέσθαι, σε Θουκ. κ.λπ.· για τη φράση οἴομαι δεῖν, βλ. οἴομαι· όταν χρησιμ. ως απόλ, ένα απαρ. μπορεί να εννοηθεί, μὴ πεῖθ' ἃ μὴ δεῖ (ενν. πείθειν), σε Σοφ. κ.λπ. II. 1. (από το δέω Β, θέλω, επιθυμώ) με γεν. πράγμ., υπάρχει ανάγκη από..., υπάρχει έλλειψη, Λατ. opus est re, οὐδὲν δεῖ τινος, σε Ηρόδ., Αττ.· εκφράσεις, πολλοῦ δεῖ, πολύ λείπει, απέχει μακριά· ὀλίγου δεῖ, λίγο λείπει, σχεδόν· σε απαντήσεις, πολλοῦ γε δεῖ, πολλοῦ γε καὶ δεῖ, μακριά απ' αυτό, χρειάζονται πολλά, σε Αριστοφ., Δημ.· πλεῦνος δεῖ, απέχει ακόμα πολύ απ' αυτό, σε Ηρόδ.· ὀλίγου δεῖν, απόλ., με την ίδια σημασία, σε Πλάτ.· μικροῦ δεῖν, σε Δημ. 2. με δοτ. προσ. προστιθέμενη, δεῖ μοί τινος, Λατ. opus est mihi re, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ. 3. με αιτ. προσ. προστιθέμενη, δεῖ σε προμηθέως, σε Αισχύλ. III. 1. ουδ. μτχ. δέον, συνηρ. δεῖν, απόλ., όπως το ἐξόν, παρόν, είναι αναγκαίο, είναι πρέπον, quum oporteret, σε Πλάτ.· οὐκ ἀπήντα, δέον, δεν παρέστη στο δικαστήριο, παρόλο που όφειλε να παραστεί, σε Δημ.· ομοίως, οὐδὲν δέον, δεν υπάρχει καμιά ανάγκη, σε Ηρόδ. 2. αντί δέον, τό, ως ουσ., βλ. αυτ.