Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δέ"

Βρέθηκαν 275 λήμματα [1 - 20]
δέ, αλλά· συνδετικό μόριο, με αντιθετική σημασία·
Α. I.
συχνά έρχεται ως απάντηση στο μέν, και συχνά μπορεί να αποδοθεί με το ενώ, ενώ αντιθέτως, απ' την άλλη, βλ. μέν· αλλά ενώ το μέν συχνά παραλείπεται, το δέ χρησιμ. απλώς για να δηλώσει μετάβαση από το ένα πράγμα στο άλλο· ὣς Ἀχιλεὺς θάμβησεν, θάμβησαν δὲ καὶ ἄλλοι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· κινεῖ κραδίην κινεῖ δὲ χόλον, σε Ευρ. II. Το δέ συχνά είναι πλεοναστικό: 1. για να εισάγει απόδοση, στην οποία μπορεί να ερμηνευθεί με το τότε, έπειτα, ακόμα· εἰ δέ κε μὴ δώωσιν, ἐγὼ δέ κεν αὐτὸς ἕλωμαι, εάν δεν το παραδώσουν, τότε θα το πάρω εγώ, σε Ομήρ. Ιλ.· όπως το at στα Λατ., si tu oblitus es, at Dii meminerint, σε Κατ. 2. για να συνοψίσει, μετά από διακοπή που προκλήθηκε από παρένθεση, στην οποία μπορεί να αποδοθεί με το λέω λοιπόν, έτσι λοιπόν, σε Ηρόδ. Β. ΘΕΣΗ του δέ· κυρίως τίθεται δεύτερο, τοποθετούμενο συχνά μεταξύ άρθρου και ουσ., πρόθ. και πτώσης.
-δε, εγκλιτ. μόριο, προσαρτούμενο στο τέλος, I. 1. σε ονόματα τόπων στην αιτ., για να δηλώσει κίνηση, κατεύθυνση προς εκείνο το μέρος· οἶκόνδε (Αττ. οἴκαδε), στην πατρίδα· ἅλαδε, στη θάλασσα· Οὐλυμπόνδε, στον Όλυμπο· θύραζε (αντί θύρασδε), προς την πόρτα, σε Όμηρ.· μερικές φορές με τις κτητικές αντων., ὅνδε δόμανδε· και μερικές φορές ακόμα και μετά το εἰς, όπως στο εἰς ἅλαδε, σε Ομήρ. Οδ.· στο Ἀϊδόσδε ακολουθ. τη γεν., = εἰς Ἅιδου (ενν. οἶκον). Στην Αττ. προσαρτάται στα ονόματα των πόλεων· Ἐλευσῑνάδε, Ἀθήναζε, Θήβαζε (αντί Ἀθήνασδε, Θήβασδε), 2. μερικές φορές δηλώνει μονάχα σκοπό· μήτι φόβονδ' ἀγόρευε, μη μιλάς καθόλου εξαιτίας του φόβου. II. το -δε χρησιμ. επίσης για να επιτείνει τη σημασία ορισμένων αντωνυμιών, ὅ-δε, τοιόσδε κ.λπ.
δέᾰτο, λέξη αμφίβ. προέλ., ερμην. από το ἐδόκει· ἀεικέλιος δέατ' εἶναι, φαινόταν, μου φάνηκε ότι ήταν αξιολύπητος άνθρωπος, σε Ομήρ. Οδ.· πρβλ. δοάσσατο.
δέγμενος, Επικ. μτχ. αορ. βʹ του δέχομαι.
δεδάασθαι, Επικ. Μέσ. ενεστ. του *δάω· -δέδαα, παρακ.
δεδαίαται, γʹ πληθ. Παθ. Επικ. παρακ. του δαίω Β, διαχωρίζω, διαμοιράζω, διαιρώ.
δέδασμαι, Παθ. παρακ. του δατέομαι.
δεδεγμένος, μτχ. παρακ. του δέχομαι.
δεδειπνάναι, απαρ. ανωμ. παρακ. του δειπνέω.
δέδεκα, παρακ. του δέω Α, δένω.
δεδέχαται, γʹ πληθ. Ιων. παρακ. του δέχομαι.
δέδηγμαι, Παθ. παρακ. του δάκνω.
δέδηε, δεδήει, γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. του δαίω Α, καίω, φλέγω, ανάβω.
δέδηκα, παρακ. του δέω Α, δένω.
δέδια, ποιητ. δείδια, παρακ. με ενεστ. σημασία του δείδω.
δεδίδᾰχα, δεδίδαγμαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του διδάσκω.
δεδίσκομαι, = δειδίσκομαι, χαιρετώ, χαιρετίζω, σε Ομήρ. Οδ.
δεδίττομαι, βλ. δειδίσσομαι.
δεδίωγμαι, Παθ. παρακ. του διώκω.
δεδμήατο, γʹ πληθ. Ιων. υπερσ. του δαμάζω· — δέδμητο, γʹ ενικ.