Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μέν"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μέν, I. 1. σύνδ. ο οποίος χρησιμ. για να δείξει ότι η λέξη ή η πρόταση που συνοδεύει βρίσκει απόκριση σε μια ακόλουθη λέξη ή φράση, η οποία εισάγεται με το δέ· γενικά, τα μέν και δέ μπορούν να αποδοθούν, από τη μια πλευρά, από την άλλη πλευρά, ή, τόσο..., όσο, ενώ ή εφ' όσον, αλλά συχνά είναι απαραίτητο να αφήσουμε το μέν αμετάβλητο. 2. το μὲν δεν βρίσκει πάντοτε απόκριση από το δέ, αλλά από άλλους, παρεμφερείς συνδ., όπως ἀλλά, ἀτάρ ή αὐτάρ, αὖ, αὖθις, αὖτε· επίσης, πρῶτον μέν, εἶτα, σε Σοφ.· πρῶτον μέν, ἔπειτα, στον ίδ.· πρῶτον μέν, μετὰ τοῦτο, σε Ξεν. 3. η πρόταση που αποκρίνεται με το δὲ αφήνεται ορισμένες φορές να συμπληρωθεί, ὡς μὲν λέγουσι, όπως όντως λένε (αλλά εγώ δεν το πιστεύω), σε Ευρ.· αυτό το χωρίς ανταπόκριση μέν είναι συχνά αντων.· ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, εγώ, από την πλευρά μου, (οτιδήποτε και αν μπορεί να λένε οι άλλοι), σε Ξεν.· οὗτος μέν, σε Πλάτ. 4. το μέν ήταν αρχικά το ίδιο με το μήν, και όπως αυτό χρησιμ. σε επίσημες διακηρύξεις, καίμοι ὄμοσσον, ἦ μέν μοι ἀρήξειν, και ορκίσου μου, ότι σίγουρα θα με βοηθήσεις, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. το μέν πριν από άλλους συνδ. ή μόρια· μὲν ἄρα, μέν ῥα, επομένως, και έτσι, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 2. μέν γε, που χρησιμ. κυρίως όπως το γοῦν, σε κάθε περίπτωση, οπωσδήποτε, σε Αριστοφ. κ.λπ. 3. μὲν δή, για να εκφράσουμε βεβαιότητα, σε Σοφ. κ.λπ. 4. μὲν οὖν ή μενοῦν, επιτετ. τύπος του οὖν, έτσι λοιπόν, στον ίδ.·σε αποκρίσεις καταφάσκει έντονα, πάνυ μὲν οὖν, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, διορθώνει μία δήλωση, όχι ακριβώς, αλλά καλύτερα, όπως το Λατ. imo, imo vero, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ, σκούπισε τη μύτη σου στο κεφάλι μου, αποκρ., όχι ακριβώς στο δικό μου, σε Αριστοφ. κ.λπ.· μὲν οὖν δή, σε Σοφ.· ομοίως στην Κ.Δ.· μενοῦνγε, για να αρχίσει μια πρόταση, αλλά καλύτερα, Λατ. quin imo. 5. μέν τοι ή μέντοι, α) συνδ., παρ' όλα αυτά, αλλ' όμως, κι όμως, Λατ. tamen, vero, σε Αισχύλ. κ.λπ. β) επιρρ., φυσικά, βεβαίως, σε Πλάτ. κ.λπ.· με προστ., λέγεται για να επιτείνει την προσταγή, τουτὶ μέντοι σὺ φυλάττου, κοίτα μόνο να προσέχεις..., σε Αριστοφ.· επιτετ. εκτεταμ. μέντοι γε, σε Ξεν.· σε αφήγηση, κ.λπ., λέγεται για να προσθέσει κάτι, καὶ φυλάξασθαι μέντοι..., και φυσικά να προσέχετε..., στον ίδ.