Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δειδίσσομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δειδίσσομαι, Αττ. δεδίττομαι, μέλλ. -ίξομαι, αόρ. αʹ ἐδειδιξάμην, αποθ., Ενεργ. του δείδω, τρομάζω, φοβερίζω, κινητοποιώ, ειδοποιώ, αφυπνίζω, μὴ δειδίσσεο λαὸν Ἀχαιῶν, σε Ομήρ. Ιλ.· Ἕκτορα ἀπὸ νεκροῦ δειδίξασθαι, τον τρομάζει από το πτώμα του νεκρού, στο ίδ.· οὔ σε ἔοικε δειδίσσεσθαι, δεν φαίνεται να προσπαθεί να σε τρομάξει, στο ίδ.· με απαρ., φευγέμεν δειδίσσετο, σε Θεόκρ.· στον Αττ. τύπο, σε Πλάτ., Δημ.