Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Γενικός συμφραστικός πίνακας
Λημματικός τύπος: "όντας"
- ΒΡΝ ΚΡΘ00 02 0007 005νεκρός της σάρκας μου ο βυθός | κι όντας για με συ αιώνιος γρίφος, | σαν σβήνει ο
- ΒΡΝ ΦΠΚ00 00 0001 005Να ’ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερ’, όντας | μετ’ άξαφνη νεροποντή
- ΒΡΝ ΦΠΚ00 01 0001 Με τον καιρό γενήκαμε φίλοι. Κι όντας αργεί να μου έρθει, στενοχωριέμαι. | Μου
- ΒΡΝ ΦΠΚ00 01 0001 Όντας ήμουνα λεύτερος και νιος —και δε με χωρούσε ο τόπος— ξέπεσα κάποτε στη
- ΒΡΝ ΦΠΚ00 01 0001 πιάσουνε και να μ’ αλυσοδέσουν. Κι όντας ετούτ’ οι ανελέητοι μπράβοι του Δία με
- ΒΡΝ ΦΠΚ00 01 0001 Κι όντας με καρφώναν εδώ, ξεφωνούσα, τιναζόμουνα, δάγκωνα. Ήξερα τί αξίζουν η
- ΒΡΝ ΦΠΚ00 01 0001 τη γης… | Εσύ δε θα ’βγαλες τσιμουδιά, όντας σε σταυρώνανε. | Έτσι δεν καρφώσαν ένα
- ΒΡΝ ΦΠΚ00 03 0001 012μα τραγουδάνε τα πουλιά, | όντας τα δείχνω και τα δίνω. | Τ’ αφάλι ετούτο σε κοιλιά
- ΒΡΝ ΦΠΚ00 03 0001 121τρέχω στη μάχη να σφαγώ… | Μα όντας το κάλλιο σου παιδί | σε γνώση, πονηριά κι ειδή
- ΒΡΝ ΦΠΚ00 03 0003 013όπως έζησες, γαμπρός! | Θυμάσαι, όντας αράδιαζες μιλιούνια των αρμάτων | για σε να
- ΒΡΝ ΠΟΙ00 00 0023 061φωτιά τής έβανα στο σπίτι. | Όντας με πήρανε στρατιώτη | στον πόλεμο τον τελευταίο
- ΒΡΝ ΜΤΦ00 00 0005 023Τέταρτη | Όντας βγαίνει, το φακιόλι | χαμηλά να το τραβά,
- ΒΡΝ ΕΛΚ00 02 0006 015Καπετάνιο σου κι άξιο μπροστάρη, | που όντας επέσαν όλοι, υψώθη σπάθα πρώτη
- ΒΡΝ ΕΛΚ00 03 0008 013ατιμία, τόσο και θα τιμιέσαι. | Κι όντας ο ξένος χάροντας κι ο ντόπιος σταυραδέρφια,
- ΒΡΝ ΕΛΚ00 03 0011 029τους βαράνε περσότερο και χαχανίζουν. | Όντας ανάσκελα η ξανθή χαρά του Γκαίτε, | η
- ΒΡΝ ΟΡΛ00 01 0010 025κι αφορεσμένος κι άταφος εγώ. | Αλλ’ όντας σκούζουν, νύχτα, οι χειμωνιάτες | ανέμοι
- ΚΒΦ ΚΡΜ00 01 0071 012ελάτρευαν, | και προσκυνούσαν· πλην μη όντας Χριστιανός | την ψυχική γαλήνη των δεν
- ΚΑΡ ΝΗΠ01 02 0003 015το ποτήρι. | Κλότσα τις μέρες σου όντας | θα σου ’ναι πανηγύρι.
- ΚΑΡ ΝΗΠ01 03 0007 012Ώρα γλυκιά χαράς και αγάπης, όντας | πουλάκια το ένα τ’ άλλο κυνηγούνε
- ΚΑΡ ΕΦΜ02 00 0004 009Θυμήσου με, ομορφούλα μου, κι όντας κακά δαιμόνια | εκεί μακριά στην ξενιτιά θα
- ΚΑΡ ΕΦΜ02 00 0004 011ξενιτιά θα ’ρθούν να με πεθάνουν, | όντας οι λύπες οι άπαυτες, οι στέρησες, τα χρόνια,
- ΚΑΡ ΕΦΜ02 00 0004 020μικρούλα μου, και θρήνησέ με ακόμα | όντας στον τόπο που θα μπουν τα δόλια κόκαλά μου
- ΚΑΡ ΕΦΜ02 00 0005 003πιο μπροστά γεννήθηκε από μένα. | Κι όντας οι όμορφοι βοσκοί ένα άνθος μού χαρίζουν
- ΚΑΡ ΕΦΜ02 00 0005 005μου το, αυτήνε ν’ αντικρίζουν· | κι όντας παινούν τις χάρες μου, τα τόσα μου στολίδια,
- ΠΑΛ ΔΩΔ00 00 0003 137γλώσσα προσταγής. | Κι όντας μες στην αγκαλιά σου | σφιχτοκλείς με ερωτική,
- ΠΑΛ ΔΩΔ00 00 0013 091αλήθεια, προς την ωραία ζωή, | κι όντας μου λείψει η θεία του τραγουδιού πνοή,
- ΠΑΛ ΔΩΔ00 00 0013 093σιωπής η κρύα ταφόπετρα με κλει. | Κι όντας δειλά στον κόσμο κι ανήμπορος βρεθώ
- ΠΑΛ ΦΛΟ00 01 0002 211η βέργα σου για τα δικά μου χέρια | κι όντας μού τύχει αρματωσιά, τη ζώνω του κορμιού μου.
- ΠΑΛ ΠΡΚ00 02 0006 029και χωρίς φυλλωσιές | στην κορφή σου όντας φτάνει | του Κυρ Ήλιου η ματιά,
- ΣΛΜ ΜΠΑ01 00 0001 023αρμάτων την κλαγγή· | τούτον έμπνευσε, όντας νέος, | μία θεά μελωδική.
- ΣΛΜ ΜΠΑ01 00 0001 14537. | και όντας άφαντη στους άλλους, | του Αλκαίου η σκιά,
- ΣΛΜ ΜΠΑ01 00 0001 638για ν’ αρχίσουν τη χαρά τους, | όντας φάσματα ελαφρά, | εμπροστά στο βασιλιά τους
- ΣΛΜ ΜΠΑ01 00 0001 Τέτοιο το ’χε ο Μπάιρον, και όντας νέος, τον κόσμον βιαστικά επερπάτειε
- ΣΛΜ ΛΑΜ01 01 0012 03(32.)που στα βάθη τους μέσα ολόστρωτα όντας | δεν έδειχναν το θείον ανάστημά της.
- ΣΛΜ ΕΛΠ01 01 0004 001[4] | Αμέριμνον όντας | τ’ Αράπη το στόμα
- ΕΛΥ ΜΙΝ00 12 0021 014Αύγουστο | Ξέροντας εσύ πότε χαμένος όντας | Οδοιπόρος εγώ θα με φιλοξενήσεις
- ΕΛΥ ΜΙΝ00 15 0023 ύστατα συστατικά σου —δρόσος, φωτιά— όντας ορατά για όλους, έτσι κι αλλιώς, θα
- ΕΛΥ ΟΞΩ00 00 0013 015κλειδωμένη | Έτσι κι εγώ, μαθημένος όντας να σμικρύνω τα ιώτα και να μεγεθύνω τα όμικρον
- ΡΙΤ ΑΓΡ02 03 0001 123να ’χουμε ψωμί — κι όντας χτυπάει το μεσονύχτι η πόρτα να μην τρέμει το
- ΡΙΤ ΑΓΡ02 03 0001 124όντας χτυπάει η πόρτα να ’ναι τ’ άσπρο χεράκι της γαλήνης γιά τ’ ασημένιο του
- ΡΙΤ ΧΣΦ03 00 0001 052που να μην άκουγα. Ντροπής ν’ ακούω | όντας τ’ αφτιά Του μαύρο χώμα τα ’χει φράξει.
- ΡΙΤ ΧΣΦ03 00 0001 215πικρολούλουδα, καθώς η μέλισσα, | τι όντας αφήσει το κεντρί της κι ο άλλος θα πονέσει κι αυτή θα ποθάνει·
- ΡΙΤ ΧΣΦ03 00 0001 255τον ίσκιο του; Τον ίδιο θέλω. | Όντας γελούσε, τριάντα περιστέρια λούζονταν σε λαζουρένια κρήνη.
- ΡΙΤ ΧΣΦ03 00 0001 256λούζονταν σε λαζουρένια κρήνη. | Όντας την πουκαμίσα του έβγαζεν, ανθίζαν χίλια περιβόλια.
- ΡΙΤ ΧΣΦ03 00 0001 268Β΄ Γέρος: | όντας περνάει μ’ εννιά μιλιούνια φλάμπουρα | μ’ εννιακόσια μιλιούνια
- ΡΙΤ ΧΣΦ03 00 0001 286που ξαφνιάζουνται το μεσονύχτι | όντας ανοίγει η θάλασσα διάπλατα το παράθυρο | και
- ΡΙΤ ΧΣΦ03 00 0001 387Α΄ Γέρος: | Όντας γρικάς τη νύχτα τ’ άστρα χαμηλά να κουδουνίζουνε στη στέγη | Β΄
- ΡΙΤ ΧΣΦ03 00 0001 410Άι, η θάλασσα που όντας ζυγώνει το καλοκαιράκι σουλατσέρνει μόνη της μέσα στο
- ΡΙΤ ΧΣΦ03 00 0001 444όντας εσύ στη βάρκα ορτός κρατάς την πετονιά, με τη ράχη σου στη στεριά
- ΡΙΤ ΧΣΦ03 00 0001 490Κι είναι καλό το σπίτι τότε, όντας σηκώνουν τα σκουτέλια του δείπνου, σαν