
Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Γενικός συμφραστικός πίνακας
Λημματικός τύπος: "θωρείς"
- ΒΡΤ ΜΝΗ02 00 0011 228από τ’ άλλα | και γίγαντα, για να θωρείς, από ψηλά να βλέπεις | να σέρνονται τα
- ΒΡΤ ΑΝΔ06 00 0001 001Κωνσταντινουπόλεως | Πώς μας θωρείς ακίνητος;… Πού τρέχει ο λογισμός σου, | τα
- ΒΡΤ ΑΝΔ06 00 0001 041Γέροντα τί σου λείπει;… | Πώς μας θωρείς ακίνητος;… Πού τρέχει ο λογισμός σου;…
- ΒΡΤ ΕΠΓ06 00 0013 034φύλλο, | το κυπαρίσσι, π’ άφωνο θωρείς σα μαύρο στύλο | τον ουρανό μας να κρατεί
- ΒΡΤ ΦΤΝ07 00 0003 121ο φτωχός. Πώς τώρα μ’ άλλην όψη | θωρείς του Γένους τη νυχτιά; Μην τώρα δεν πιστεύεις
- ΒΡΝ ΣΚΠ00 04 0001 007όσο κλεισμένο, να ραγεί. | Εκεί ψηλά θωρείς την άγια του Πατέρα γνώμη | στη βαθιά
- ΒΡΝ ΟΡΛ00 01 0008 001Το καμάρι ο Θοδωρής | Τούτ’ η κόλα που θωρείς | γράφει μέσα: «ο Θοδωρής
- ΚΑΡ ΕΦΣ02 00 0033 010σε σκάλα μεταξένια | σιγανεβαίνει και θωρείς —ασύγκριτος μαγνήτης— | να τον τραβάνε
- ΠΑΛ ΤΠΜ00 03 0024 021κρασί και κελαδεί κι αφρίζει. | Και να θωρείς αγνάντια σου δυο αδελφές, κοπέλες
- ΠΑΛ ΤΠΜ00 04 0003 215Τέτοια να λένε τους ακούς, και τους θωρείς γεμάτους | από περίσσια φρίκη,
- ΠΑΛ ΑΣΖ00 07 0002 01('36)36 | Το μέγα ρόδο, που θωρείς αμάραντο | του στήθους μου στολίδι νύχτα μέρα,
- ΠΑΛ ΔΩΔ00 00 0005 111Σκεπασμένα και μακριάθε | τα θωρείς και λες πως είναι | στύλοι, λες βωμοί σβησμένοι
- ΠΑΛ ΦΛΟ00 02 0003 221Γιατί δε δύνεσαι να πεις, καθώς θωρείς τον έτσι, | σκιάχτρο για τ’ αναγέλασμα,
- ΠΑΛ ΠΟΜ00 04 0011 029σου ρέει ο θείος ιχώρ. | Δε βλέπω ό,τι θωρείς, κι ό,τι σε γγίζει εσένα, | εμένα δε
- ΣΛΜ ΜΠΑ01 00 0001 450γύρου πατήματα· | μόν’ τον ίσκιο του θωρείς | οπού απλώνεται στα μνήματα
- ΕΛΥ ΟΞΩ00 00 0009 040χόρτο σκοτεινό τα περιβόλια | Και θολή θωρείς μες στους αιθέρες να | Κατεβαίνει μ’
- ΡΙΤ ΤΡΑ01 01 0005 007σ’ άδειους διαδρόμους οι φωνές της θάλασσας και να θωρείς | ίσκιους χλωμούς
- ΡΙΤ ΕΠΤ01 00 0001 003Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω | και δε σαλεύεις, δε γρικάς
- ΡΙΤ ΕΠΤ01 00 0001 010’φερνες νεράκι στην παλάμη | πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;
- ΡΙΤ ΜΤΚ02 04 0001 278μόνο θωρείς πάνου απ’ το τζάμι ζουγραφισμένη την αντικρινή συκιά και τις
- ΡΙΤ ΧΣΦ03 00 0001 193κουρσάρικα | και στα νερά του καθρέφτη θωρείς ν’ ανεβοκατεβαίνουν μαύρες άγκυρες,
- ΡΙΤ ΤΡΣ06 00 0001 1243Οι Εφτά: | Απλό, — ναι; Να μη θωρείς, να μη μιλείς, να μην είσαι. | Αχ, άσπρη
- ΡΙΤ ΛΘΡ09 00 0059 010του θανάτου του θανάτου | και θωρείς με πίκρα κάτου | τ’ αδειανά κλουβιά στον κήπο
- ΣΙΚ ΛΥΡ01 03 0003 105ολάκερη της Γης η ανατολή, | »που Εσύ θωρείς από ψηλά, στον ουρανό, προφήτης,
- ΣΙΚ ΜΤΘ02 00 0005 037κοιμάται σκεπασμένο!» | Συ, που θωρείς τους ύπνους μου, πρώτη, αδερφή, μαρτύρα | αν
- ΣΙΚ ΛΥΡ02 03 0014 100φωτάν τ’ άλλα αστέρια και τον κόσμο. | Θωρείς τ’ αστέρια· αυτά δε Σε θωρούνε.