Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Γενικός συμφραστικός πίνακας
Λημματικός τύπος: "ψωμί"
- ΑΝΑ ΕΠΧ00 00 0011 005πάντοτε. Εμείς | Μοιραστήκαμε το ψωμί και τον κόπο μας | Κι εγώ μέσα σε σένα και σ’
- ΑΝΑ ΣΝΧ00 00 0003 004οι Θεοί του Ολύμπου. | Κόπηκε το ψωμί και το κρασί μοιράστηκε στις κούπες | Κι όπως
- ΑΝΑ ΣΝΧ00 00 0003 012η προδοσία γίνει— | Μοιράστηκε πάλι ψωμί και τα μαχαίρια περιμέναν | Κρυφά στις
- ΑΝΑ ΣΝΧ00 00 0003 027γενναίοι κι αθώοι). | Πάλι μοιράστηκε ψωμί. Πέρασαν οι ώρες. | (Φαύνοι και Σιληνοί·
- ΒΡΤ ΜΝΗ02 00 0004 009Χριστιανοί, έμαθα να νηστεύω, | και το ψωμί σας δεν ζητώ, δεν θέλω να το πάρω.
- ΒΡΤ ΜΝΗ02 00 0011 139μη τονε παραιτήσεις, | κι απ’ το ψωμί που τρώγαμε δίνε του να χορτάσει… | Πατέρα
- ΒΡΤ ΦΡΟ03 02 0002 622η ψυχή μου· | τους έδωκα να πάρουνε ψωμί και την ευχή μου. | Κι απόψε με το αίμα
- ΒΡΤ ΦΡΟ03 02 0003 114Κόψε με, σου ’πα, κόψε με, δε θέλω το ψωμί σου· | αν έχεις σκύλους ρίξε το, δώσ’
- ΒΡΤ ΦΡΟ03 02 0003 118ύπνο μου, δεν είσαι παλικάρι. | Με το ψωμί τ’ Αλήπασα έγινες χήρα μάνα. | Πώς δε
- ΒΡΤ ΦΡΟ03 02 0003 319ανίσως δε φοβούμουν | να με πινίξει το ψωμί που εφάγαμεν αντάμα, | ένας Δεσπότης
- ΒΡΤ ΣΗΜ03 00 0001 112σα ζαρκάδι, | ρίχνει στο σκύλο το ψωμί, αρμέγει το κοπάδι, | γεμίζει και το
- ΒΡΤ ΕΠΑ04 01 0003 064ποτιστεί η μητέρα. | Μας εμετρούσαν το ψωμί, μην τύχει καμιά μέρα | και φύγει από
- ΒΡΤ ΕΠΑ04 01 0003 078ένα σταυρό στον ώμο, | κομμάτι κρίθινο ψωμί και μακρινόνε δρόμο». | Εκείνη δεν
- ΒΡΤ ΑΘΔ05 00 0002 076’μαι γυναίκα χήρα | και να με πνίξει το ψωμί που εφάγαμε στα πλάγια, | αν λησμονήσω
- ΒΡΤ ΑΘΔ05 00 0003 313—Όχι, Θανάση, μένω εγώ, πὄφαγα το ψωμί μου | και δε μ’ αποζητάει κανείς… Μένει μ’
- ΒΡΤ ΑΘΔ05 00 0004 184να τα σαρκώνει | του ξένου το άτιμο ψωμί, πὄχει προζύμι πάντα | φαρμάκια,
- ΒΡΤ ΑΘΔ05 00 0006 015δύστυχή του η μάνα | μην έρθει ώρα για ψωμί το χέρι της ν’ απλώσει, | και μην
- ΒΡΤ ΑΣΤ05 00 0001 044μια μεριά φορτώνει | το κρίθινό του το ψωμί, στην άλλη ματωμένο | το λείψανό του τ’
- ΒΡΤ ΑΣΤ05 00 0001 101φτέρη ξεφυλλίζει, | παίρνει ένα κρίθινο ψωμί, στη μέση το χωρίζει | και τη μια
- ΒΡΤ ΑΣΤ05 00 0001 125και κοίταξέ με, | φάγε μ’ εμένανε λίγο ψωμί, | φόρεσε τ’ άρματα, χαιρέτησέ με,
- ΒΡΤ ΑΣΤ05 00 0001 165εθέριζε άγρια πείνα | και δεν έχει άλλο ψωμί… | Στο σακί του μέν’ η σφήνα
- ΒΡΤ ΑΣΤ05 00 0001 261στο στουρνάρι, | έχωσε τ’ άρματα και το ψωμί, | στο λείψανο έστρωσε χλωρό γρυπάρι,
- ΒΡΤ ΦΤΝ07 00 0001 007νήστεια, κόποι | γι’ αυτό το έρμο το ψωμί! Και τώρα που προβαίνει | σγουρό, χολάτο
- ΒΡΤ ΦΤΝ07 00 0001 127να ’ναι χυτές οι ζεύλες του. Μόνο ψωμί του, ελπίδα, | ήτανε το ζευγάρι του. Μόνη
- ΒΡΤ ΦΤΝ07 00 0001 201χώματα ζυμώνω | για να τρώγει άλλος το ψωμί, που τρέχω και κεντρώνω | την αγριλίδα
- ΒΡΤ ΦΤΝ07 00 0002 109τότε, αναπαμένος, | έριχνε λίγο κρίθινο ψωμί μες στο σακούλι, | έβαν’ εμπρός τα
- ΒΡΤ ΦΤΝ07 00 0002 170Κοντάραινα και Βουρνικά, τρώμε ψωμί στο Σύβρο. | Είχαμε γίνει δεκοχτώ. Ποιός με
- ΒΡΤ ΦΤΝ07 00 0002 254τη σκύλα… | Δε σ’ ανακράζει για ψωμί… Βαθιά περνά διαβάτης | ή νιώθει λύκου
- ΒΡΤ ΦΤΝ07 00 0002 341σφήνα | οπού της πρόσφερε η κυρά, από ψωμί καθάριο, | τηνε φιλεί γλυκά γλυκά και,
- ΒΡΤ ΠΡΦ08 00 0006 046εκεί σιμά μου | και να ζητούν λίγο ψωμί τ’ άχαρα τα παιδιά μου. | Θα ’σαι σκληρός
- ΒΡΤ ΑΝΕ09 03 0011 001ποτέ ψωμί ξερό…] | Δεν έφαγες ποτέ ψωμί ξερό και μουχλιασμένο, | στον ίδρωτα, στο
- ΒΡΝ ΠΡΣ00 00 0003 021και ρεγάλα χωρίς. Αλλά μια σφήνα | γλυκό ψωμί θα διακονέψω χαμο- | συρτός και μια
- ΒΡΝ ΦΠΚ00 03 0003 029Να σούρνεσαι στα τέσσερα να βγάνεις το ψωμί σου | και της δουλειάς την ατιμία να
- ΚΒΦ ΑΠΚ00 00 0018 023κι ωστόσο δεν κατάφερνα να βγάλω το ψωμί των. | Ο Σταύρος ήταν πλούσιος και με
- ΚΒΦ ΜΤΦ00 01 0001 018έχυνα το φως μου | κι ωστόσο ένα ξηρό ψωμί να βγάλω δεν μπορούσα. | Το ’ξευρ’ ο
- ΚΑΛ ΛΡΚ00 00 0006 032Πόσοι πατέρες δίδουσιν, | όχι ψωμί, φιλήματα | στα πεινασμένα τέκνα τους,
- ΚΑΛ ΛΡΚ00 00 0010 034ξηρή πέτρα το στρώμα, | φαρμάκι το ψωμί | της δουλείας είναι.
- ΚΑΡ ΕΛΣ01 04 0014 015σ’ όλα τα πλάτη, | αγώνες για το ψωμί και το αλάτι, | έρωτες, πλήξη.
- ΚΑΡ ΤΓΠ02 00 0002 010τον πατέρα που δουλεύει | το ψωμί μας για να βγάλει. | Όταν έρθει, στο κεφάλι,
- ΚΑΡ ΤΓΠ02 00 0003 012Τώρα στάθηκε στην πόρτα μας. | Ψωμί λέγει πως δεν έχει, | πως κρυώνει, πως επάγωσε…
- ΚΑΡ ΣΠΜ02 00 0005 017χτύπος κει, | «φέρε τη μπριτζόλα! το ψωμί δεν αρκεί!» | Θέλησε μαζί μου να τα
- ΠΑΛ ΤΠΜ00 01 0007 066ο λεβέντης μες στις συμφορές, | λίγο ψωμί αν θέλει, κάπου θα βρεθεί· | αλλά η κόρ’
- ΠΑΛ ΤΠΜ00 02 0007 112ύστερα να γίνει | της παλικαριάς ψωμί. | Λίμνη μ’ αποκοιμισμένη,
- ΠΑΛ ΤΠΜ00 04 0004 049το Γιάντρα. | Περίσσια έχει άρματα, ψωμί, νερό, ασκέρι, | και γύρω συμβουλάτορες
- ΠΑΛ ΔΩΔ00 00 0002 044το υστερνό, τ’ αγέννητο θησαύρισμα· | το ψωμί. | Αέρα, γη, νερό, φωτιά,
- ΠΑΛ ΔΩΔ00 00 0011 047ό,τι αγνάντια σου βρεθεί, | το ψωμί μας απ’ το ράφι | κι απ’ την πόρτα το καρφί».
- ΠΑΛ ΔΩΔ00 00 0013 020εσύ | το διάφανο νεράκι και το ξανθό ψωμί. | Κι απ’ τον αφρό της λίμνης της αρμυρής
- ΠΑΛ ΔΩΔ00 00 0013 026εσύ | το διάφανο νεράκι και το ξανθό ψωμί· | και στο τραπέζι απάνου, στρωμένο
- ΠΑΛ ΦΛΟ00 01 0001 010αν κλείσει, | δε βρίσκει την πυρή ψυχή ψωμί για να το κάμει. | Κι από κατάκρυα
- ΠΑΛ ΦΛΟ00 02 0006 190και να γίνει | φλόγα, ή να ψήσει το ψωμί, γιά πυρκαγιά ν’ ανάψει. | Φυσώ την τόλμη

