Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

  Γενικός συμφραστικός πίνακας

Λημματικός τύπος: "λύχνο"

Βρέθηκαν 40 εμφανίσεις [1 - 40]
ΠΑΛ ΦΛΟ00 02 0010 239το περιστέρι το χρυσό και το χρυσό το λύχνο, | το περιστέρι όλο πετά κι ο λύχνος
ΠΑΛ ΛΙΜ00 00 0028 008αφρόντιστα, και δεν τα ξεχωρίζαν | το λύχνο τον ψαράδικο, το ουράνιο λυχνητάρι. *
ΠΑΛ ΣΑΤ00 02 0016 012φως, και χύστε το έξω! | Κάτου απ’ το λύχνο κάποιας Ιστορίας | μελλόμενης στεφάνια
ΣΕΦ ΗΚΓ00 00 0006 016βρες σπηλιά και βρες μονιά | κρύψε το λύχνο σου. | Δεν είναι αγέρας τούτος του
ΕΛΥ ΑΞΕ00 01 0007 071καθαρά σα να μην ήταν τοίχοι | με το λύχνο στο χέρι να περνούν γερόντισσες | τα
ΕΛΥ ΑΞΕ00 02 0014 027αμήν.» | Αλλά συ μες στο χέρι μας το λύχνο του άστρου | με το λόγο σου άναψες, του
ΕΛΥ ΑΞΕ00 02 0015 001ε΄ | Με το λύχνο του άστρου * στους ουρανούς εβγήκα | Στο αγιάζι των λειμώνων *
ΕΛΥ ΑΞΕ00 02 0015 016μου * το τετράφυλλο δάκρυ! | Με το λύχνο του άστρου * στους ουρανούς γυρίζω
ΡΙΤ ΠΥΡ01 01 0011 074δειλά | για τζάκι κάρβουνο αναφτό, για λύχνο ελαίου δράμι· | κι άδεια η παλάμη μου
ΡΙΤ ΕΠΤ01 00 0001 319Κι ως το ’θελες (ως το ’λεγες τα βράδια με το λύχνο) | ασκώνω το σκεβρό κορμί και
ΡΙΤ ΤΑΔ01 00 0001 072τα μεσάνυχτα | να ψάχνω δίχως λύχνο | ν’ ανακαλύψω τα ίχνη
ΡΙΤ ΔΟΚ01 00 0001 446της ημέρας | ώσπου ν’ ανάψεις με το λύχνο σου | τους λύχνους των φτωχών και ταπεινών
ΡΙΤ ΔΟΚ01 00 0002 051όπως η μητέρα ρίχνει το λάδι στο λύχνο.
ΡΙΤ ΔΟΚ01 00 0002 257άδειο ταγάρι τους. | Έχεις ρίξει στο λύχνο μας λάδι και περιμένεις. | Έχεις στρώσει
ΡΙΤ ΔΟΚ01 00 0010 133της μοναξιάς | προσέχοντας το λύχνο φέγγοντας τα σκαλοπάτια | στη νύχτα που
ΡΙΤ ΜΤΚ02 02 0003 030Κανένας δεν ακούει. Σαν ανάβουμε το λύχνο στο τραπέζι | κοιτάζουμε τον ίσκιο των
ΡΙΤ ΠΧΡ02 00 0021 045σαν το αχ της μάνας που ανάβει το λύχνο πάνου απ’ τα τρία άδεια κρεβάτια των
ΡΙΤ ΑΓΡ02 05 0001 146οι ίσκιοι απ’ τα χέρια των παιδιών που φτιάχναν με το φως του λύχνο | πρόβατα,
ΡΙΤ ΓΕΡ03 00 0001 234Κι έπρεπε να γνοιαστούμε τη φωτιά, το φαγί και το λύχνο, | να κυνηγήσουμε το
ΡΙΤ ΧΣΦ03 00 0001 617Α΄ Γέρος: | κι όταν ανάβουν το βράδυ το λύχνο μοιάζει σα ν’ ανάβουν | τον πιο μεγάλο
ΡΙΤ ΧΣΦ03 00 0001 695που συνάζονται γύρω στο λύχνο,
ΡΙΤ ΧΣΦ03 00 0001 728σπίτι τους — | γι’ αυτό κι ανάβουν το λύχνο τους νωρίς, να διώξουν τους ίσκιους
ΡΙΤ ΧΣΦ03 00 0001 733γιά των ψαριών, γιά των πνιγμένων τα μάτια· — μα ως ανάβουν το λύχνο τους
ΡΙΤ ΜΑΡ06 01 0076 006δεν τις κοιτούν. Κάθονται από νωρίς στα σπίτια τους, μπροστά στο λύχνο, | ακούν
ΡΙΤ ΜΑΡ06 02 0001 001Δείπνησε μ’ ένα ξεροκόμματο κάτω απ’ το λύχνο. Τα ψίχουλα | τα μάζεψε προσεχτικά
ΡΙΤ ΜΑΡ06 02 0097 001Ναυσικά | Σβήσε το λύχνο, γριά Ευρυμέδουσα, τί κάνεις τόσην ώρα; | Μήτε πεινάω, σου
ΡΙΤ ΑΜΗ06 00 0001 068σα να μας κράτησαν εμάς μακριά απ’ τον κόσμο. Ανάβαμε το λύχνο. | Α΄ Γριά:
ΡΙΤ ΜΝΤ06 00 0001 532τρέμιζε, τρέμιζε η φλόγα· | ανάβαμε το λύχνο· — μέσα στο ποτήρι δυο πνιγμένες νυχτοπεταλούδες.
ΡΙΤ ΜΝΤ06 00 0001 535Ήρθαν να νυχτερέψουμε | κι ήβραν το λύχνο μας σβηστό και μας κοιμάμενες. Αχού, ελόου μας τις επνίξαμε.
ΡΙΤ ΤΕΔ08 00 0006 341σαν κάποιος να περνάει το στενόμακρο διάδρομο μ’ ένα λύχνο στο χέρι | κι είναι
ΡΙΤ ΤΕΔ08 00 0007 429της εργόχειρο | κάτω απ’ τον τρίφλογο λύχνο που οι φλόγες του τρέμουν | καθώς
ΡΙΤ ΤΖΜ09 00 0055 004βροχόνερο. | Η γερόντισσα άναψε το λύχνο | στάθηκε στο παράθυρο.
ΣΙΚ ΠΣΖ02 03 0002 074της μουριάς, | σηκώνει να το ιδεί στο λύχνο ομπρός, | ώσπου στο τέλος
ΣΙΚ ΠΣΖ02 03 0004 100της ζωής! | (Καθώς τριγύρα από ’να λύχνο | σε γαλήνιο βράδυ
ΣΙΚ ΠΣΧ02 00 0004 166της | για ν’ αναπάψει ως ήθελε, το λύχνο τότε σβει· | και τ’ άστρα, η φλόγα
ΣΙΚ ΠΣΧ02 00 0008 078σπιτιού που η γλύκα αντιλαρίζει | στο λύχνο, και στα γόνατα καθίζει το παιδί,
ΣΙΚ ΠΣΧ02 00 0012 017απ’ τ’ άπειρο, σαν έρημο νησί, | λύχνο να ιδούμε από μακρά σε σπίτι να σαλεύει,
ΣΙΚ ΛΥΡ02 03 0005 024του τραπεζιού, σαν πίσω από το λύχνο | που οι στρατιές μαζεύονται των άστρων,
ΣΝΠ ΜΤΧ01 00 0010 007φριχτά ρυτιδωμένη επρόσμενε στα χέρια εκράταγε το Λύχνο | κι αμίλητη μ’ οδήγαγε
ΣΝΠ ΜΤΧ01 00 0010 035μπαλκόνι έστεκε ο Γέροντας κι εκράταγε το Λύχνο. Ίδιος φλεγόμενος | ακέριος