Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Γενικός συμφραστικός πίνακας
Λημματικός τύπος: "λύχνο"
- ΠΑΛ ΦΛΟ00 02 0010 239το περιστέρι το χρυσό και το χρυσό το λύχνο, | το περιστέρι όλο πετά κι ο λύχνος
- ΠΑΛ ΛΙΜ00 00 0028 008αφρόντιστα, και δεν τα ξεχωρίζαν | το λύχνο τον ψαράδικο, το ουράνιο λυχνητάρι. *
- ΠΑΛ ΣΑΤ00 02 0016 012φως, και χύστε το έξω! | Κάτου απ’ το λύχνο κάποιας Ιστορίας | μελλόμενης στεφάνια
- ΣΕΦ ΗΚΓ00 00 0006 016βρες σπηλιά και βρες μονιά | κρύψε το λύχνο σου. | Δεν είναι αγέρας τούτος του
- ΕΛΥ ΑΞΕ00 01 0007 071καθαρά σα να μην ήταν τοίχοι | με το λύχνο στο χέρι να περνούν γερόντισσες | τα
- ΕΛΥ ΑΞΕ00 02 0014 027αμήν.» | Αλλά συ μες στο χέρι μας το λύχνο του άστρου | με το λόγο σου άναψες, του
- ΕΛΥ ΑΞΕ00 02 0015 001ε΄ | Με το λύχνο του άστρου * στους ουρανούς εβγήκα | Στο αγιάζι των λειμώνων *
- ΕΛΥ ΑΞΕ00 02 0015 016μου * το τετράφυλλο δάκρυ! | Με το λύχνο του άστρου * στους ουρανούς γυρίζω
- ΡΙΤ ΠΥΡ01 01 0011 074δειλά | για τζάκι κάρβουνο αναφτό, για λύχνο ελαίου δράμι· | κι άδεια η παλάμη μου
- ΡΙΤ ΕΠΤ01 00 0001 319Κι ως το ’θελες (ως το ’λεγες τα βράδια με το λύχνο) | ασκώνω το σκεβρό κορμί και
- ΡΙΤ ΤΑΔ01 00 0001 072τα μεσάνυχτα | να ψάχνω δίχως λύχνο | ν’ ανακαλύψω τα ίχνη
- ΡΙΤ ΔΟΚ01 00 0001 446της ημέρας | ώσπου ν’ ανάψεις με το λύχνο σου | τους λύχνους των φτωχών και ταπεινών
- ΡΙΤ ΔΟΚ01 00 0002 051όπως η μητέρα ρίχνει το λάδι στο λύχνο.
- ΡΙΤ ΔΟΚ01 00 0002 257άδειο ταγάρι τους. | Έχεις ρίξει στο λύχνο μας λάδι και περιμένεις. | Έχεις στρώσει
- ΡΙΤ ΔΟΚ01 00 0010 133της μοναξιάς | προσέχοντας το λύχνο φέγγοντας τα σκαλοπάτια | στη νύχτα που
- ΡΙΤ ΜΤΚ02 02 0003 030Κανένας δεν ακούει. Σαν ανάβουμε το λύχνο στο τραπέζι | κοιτάζουμε τον ίσκιο των
- ΡΙΤ ΠΧΡ02 00 0021 045σαν το αχ της μάνας που ανάβει το λύχνο πάνου απ’ τα τρία άδεια κρεβάτια των
- ΡΙΤ ΑΓΡ02 05 0001 146οι ίσκιοι απ’ τα χέρια των παιδιών που φτιάχναν με το φως του λύχνο | πρόβατα,
- ΡΙΤ ΓΕΡ03 00 0001 234Κι έπρεπε να γνοιαστούμε τη φωτιά, το φαγί και το λύχνο, | να κυνηγήσουμε το
- ΡΙΤ ΧΣΦ03 00 0001 617Α΄ Γέρος: | κι όταν ανάβουν το βράδυ το λύχνο μοιάζει σα ν’ ανάβουν | τον πιο μεγάλο
- ΡΙΤ ΧΣΦ03 00 0001 695που συνάζονται γύρω στο λύχνο,
- ΡΙΤ ΧΣΦ03 00 0001 728σπίτι τους — | γι’ αυτό κι ανάβουν το λύχνο τους νωρίς, να διώξουν τους ίσκιους
- ΡΙΤ ΧΣΦ03 00 0001 733γιά των ψαριών, γιά των πνιγμένων τα μάτια· — μα ως ανάβουν το λύχνο τους
- ΡΙΤ ΜΑΡ06 01 0076 006δεν τις κοιτούν. Κάθονται από νωρίς στα σπίτια τους, μπροστά στο λύχνο, | ακούν
- ΡΙΤ ΜΑΡ06 02 0001 001Δείπνησε μ’ ένα ξεροκόμματο κάτω απ’ το λύχνο. Τα ψίχουλα | τα μάζεψε προσεχτικά
- ΡΙΤ ΜΑΡ06 02 0097 001Ναυσικά | Σβήσε το λύχνο, γριά Ευρυμέδουσα, τί κάνεις τόσην ώρα; | Μήτε πεινάω, σου
- ΡΙΤ ΑΜΗ06 00 0001 068σα να μας κράτησαν εμάς μακριά απ’ τον κόσμο. Ανάβαμε το λύχνο. | Α΄ Γριά:
- ΡΙΤ ΜΝΤ06 00 0001 532τρέμιζε, τρέμιζε η φλόγα· | ανάβαμε το λύχνο· — μέσα στο ποτήρι δυο πνιγμένες νυχτοπεταλούδες.
- ΡΙΤ ΜΝΤ06 00 0001 535Ήρθαν να νυχτερέψουμε | κι ήβραν το λύχνο μας σβηστό και μας κοιμάμενες. Αχού, ελόου μας τις επνίξαμε.
- ΡΙΤ ΤΕΔ08 00 0006 341σαν κάποιος να περνάει το στενόμακρο διάδρομο μ’ ένα λύχνο στο χέρι | κι είναι
- ΡΙΤ ΤΕΔ08 00 0007 429της εργόχειρο | κάτω απ’ τον τρίφλογο λύχνο που οι φλόγες του τρέμουν | καθώς
- ΡΙΤ ΤΖΜ09 00 0055 004βροχόνερο. | Η γερόντισσα άναψε το λύχνο | στάθηκε στο παράθυρο.
- ΣΙΚ ΠΣΖ02 03 0002 074της μουριάς, | σηκώνει να το ιδεί στο λύχνο ομπρός, | ώσπου στο τέλος
- ΣΙΚ ΠΣΖ02 03 0004 100της ζωής! | (Καθώς τριγύρα από ’να λύχνο | σε γαλήνιο βράδυ
- ΣΙΚ ΠΣΧ02 00 0004 166της | για ν’ αναπάψει ως ήθελε, το λύχνο τότε σβει· | και τ’ άστρα, η φλόγα
- ΣΙΚ ΠΣΧ02 00 0008 078σπιτιού που η γλύκα αντιλαρίζει | στο λύχνο, και στα γόνατα καθίζει το παιδί,
- ΣΙΚ ΠΣΧ02 00 0012 017απ’ τ’ άπειρο, σαν έρημο νησί, | λύχνο να ιδούμε από μακρά σε σπίτι να σαλεύει,
- ΣΙΚ ΛΥΡ02 03 0005 024του τραπεζιού, σαν πίσω από το λύχνο | που οι στρατιές μαζεύονται των άστρων,
- ΣΝΠ ΜΤΧ01 00 0010 007φριχτά ρυτιδωμένη επρόσμενε στα χέρια εκράταγε το Λύχνο | κι αμίλητη μ’ οδήγαγε
- ΣΝΠ ΜΤΧ01 00 0010 035μπαλκόνι έστεκε ο Γέροντας κι εκράταγε το Λύχνο. Ίδιος φλεγόμενος | ακέριος

