Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

  Γενικός συμφραστικός πίνακας

Λημματικός τύπος: "γυμνές"

Βρέθηκαν 91 εμφανίσεις [1 - 50]
ΒΡΝ ΣΚΠ00 03 0001 041της κλεψιάς μαθημένοι. | Κι αδερφούλες γυμνές, της ντροπής αδερφούλες | τ’ αποκοίλι
ΠΑΛ ΔΩΔ00 00 0002 281και ακόμα | σας ξανοίγω, απόκοτες, γυμνές, | να κολάζετε, ω λαγόνες,
ΠΑΛ ΒΩΜ00 05 0001 034χριστιανή η καμπάνα. | Άγιοι σεμνοί, γυμνές ξωθιές, κονίσματα και σκιάχτρα | σαν
ΠΑΛ ΠΕΡ00 03 0011 009σα να τ’ ανάτρεφε η φωτιά. | Ήτανε σα γυμνές βακχίδες | και σαν ξεσκέπαστες καρδιές,
ΣΕΦ ΤΓΑ00 05 0001 052Κι οι σύντροφοι φόρεσαν τ’ αγάλματα φόρεσαν τις γυμνές | άδειες καρέκλες του
ΣΕΦ ΗΚΑ00 00 0015 005στη σκόνη της γης. | Τον περιστοίχιζαν γυμνές γυναίκες με μπρούντζινα φύλλα αραποσυκιάς
ΣΕΦ ΗΚΑ00 00 0015 011ανάμεσα σ’ ακρογιαλιές νησιών γυμνές σαν κόκαλο ψαριού παράξενο στην άμμο
ΣΕΦ ΚΧΛ00 00 0001 025καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές | μ’ ένα κρεβάτι σιδερένιο χωρίς
ΣΕΦ ΗΚΓ00 00 0007 015που υφαίνουν τα κορμιά ζωντανά, οι καρδιές γυμνές | κι η αγάπη που ανήκει και
ΕΓΓ ΚΛΕ01 00 0015 χρωμάτων, και μιαν άσπρη σειρά από γυμνές γυναίκες μάς περιμένει στην
ΕΛΥ ΠΡΟ00 04 0005 049Ένας έρωτας άσπρος και γλαυκός | Με γυμνές ώρες | Που κρατάν στα δάχτυλα την ύπαρξη
ΕΛΥ ΗΛΠ00 02 0003 007τρελοκαμπανάκια… | Και παν αυτές τώρα γυμνές από τη μέση ώς πάνω | Με αλάργα ψάθα
ΕΛΥ ΑΞΕ00 01 0005 007Και είδα | Κόρες όμορφες και γυμνές και λείες ωσάν το βότσαλο | με το λίγο μαύρο
ΕΛΥ ΗΛΗ00 00 0001 021στα δελφίνια του | με τις κοπέλες τις γυμνές | που καίγονται στις αμμουδιές
ΡΙΤ ΕΑΡ01 00 0001 1129Στον πλατύ ερημωμένο κάμπο | οι γυμνές λεύκες | υψώνουν τους κλώνους τους
ΡΙΤ ΕΜΒ01 00 0001 900πεδιάδες με πελώριους κρίνους | και με γυμνές εβένινες γυναίκες. | Εκείνοι κλαίνε
ΡΙΤ ΔΟΚ01 00 0002 213Πιο πέρα δεν ήταν μήτε δέντρα. Πέτρες, μονάχα πέτρες, κοφτερές, γυμνές. | Μόλις
ΡΙΤ ΔΟΚ01 00 0003 141Γυμνές γυναίκες πέρναγαν κάτου απ’ τα δέντρα, ήρεμες και παράξενες σα να ’χαν
ΡΙΤ ΠΧΡ02 00 0023 033των συντρόφων. | Χέρια γυμνά, φλέβες γυμνές στα γυμνά χέρια | σαν τις
ΡΙΤ ΗΕΞ02 01 0013 013Μεγάλες λιακάδες απλωμένες στις γυμνές μυγδαλιές. | Αραιά σύννεφα στο φωτεινό
ΡΙΤ ΓΤΚ02 00 0001 013Οι γειτονιές είναι λυπημένες. | Είναι γυμνές οι γειτονιές. | Τα σύγνεφα κάθουνται
ΡΙΤ ΓΤΚ02 00 0002 068Κι οι πετρωμένοι φρουροί. | Κι οι γυμνές ξιφολόγχες. Θα ’ναι κρύο το μέταλλο | απ’
ΡΙΤ ΓΤΚ02 00 0008 029Οι γειτονιές είναι έρημες. Είναι γυμνές οι γειτονιές. | Τα σπίτια είναι καμένα.
ΡΙΤ ΓΤΚ02 00 0009 062τα πρόσωπα. | Γυμνά τα σπίτια. Οι γυμνές πιπεριές. Ο γυμνός ουρανός. | Όλα βγαλμένα
ΡΙΤ ΣΦΡ02 00 0010 001Παλιοί άνεμοι έχουν πάρει τη θέση μας στις γυμνές πεδιάδες. | Όλα είναι τόσο
ΡΙΤ ΣΦΡ02 00 0013 024IV | Γυμνές γυναίκες κάτου απ’ τη γύμνια των άστρων | παίζαν μια γυάλινη σφαίρα στο
ΡΙΤ ΥΔΡ03 00 0001 813πρόστυχες | γυμνές, | ξύνοντας τον αέρα
ΡΙΤ ΥΔΡ03 00 0003 246οι πνιγμένοι ήταν γυμνοί | οι κραυγές γυμνές | τ’ άστρα γυμνά —
ΡΙΤ ΓΕΡ03 00 0001 575σα γυμνές φλέβες του παλιού καλοκαιριού, κρεμάμενες στον αέρα — κι ανεβαίνεις
ΡΙΤ ΓΔΚ03 00 0003 034πέσαν· | οι βίγλες κοιτάζοντας με γυμνές κόγχες | έξω και μέσα απ’ το κάστρο·
ΡΙΤ ΓΔΚ03 00 0003 257κουβαλούσαν γυμνή την ευνοούμενη εταίρα ανάμεσα σε γυμνές λόγχες. | —Μαρίτσα,
ΡΙΤ ΓΔΚ03 00 0004 031τοποθετημένες πλάι ή πίσω σε γυμνές οικοδομές, | κι ο τοίχος μαζί με τη σκάλα σου
ΡΙΤ ΓΔΚ03 00 0008 142τους — αυτές δε βλέπουν κάτω, | γυμνές μες στην ελευθερία τους, παραδομένες κιόλας στο γαλάζιο,
ΡΙΤ ΑΣΚ03 06 0089 003κλέψει, να κρατήσει. Το βιολί | έχει γυμνές χορδές, σα γυμνό δέντρο. | Έχασε τα
ΡΙΤ ΜΠΡ05 00 0001 098ή φρούτα | κι ένα λευκό καΐκι με γυμνές γυναίκες κι ανοιχτά παράθυρα. | Η ώρα
ΡΙΤ ΜΠΡ05 00 0001 312Άσπρες σιαγόνες | γυμνές — | «Θα σ’ αγαπώ ώς το θάνατο», είπε·
ΡΙΤ ΜΑΡ06 01 0015 003ζεσταμένο δαχτυλίδι του | κι ακόμη τις γυμνές, φαρδιές, ηλιοκαμένες πλάτες ενός νέου αγρότη
ΡΙΤ ΜΑΡ06 01 0028 007και δεν ξεχώριζες αν το ουρλιαχτό ήταν απ’ τον άνεμο στις γυμνές λεωφόρους | ή
ΡΙΤ ΜΑΡ06 02 0074 009την κινούμενη κάτασπρη τέντα. Κι οι γυμνές πέτρες | μας τύφλωναν τα μάτια. Όταν
ΡΙΤ ΜΑΡ06 02 0097 007μικρά χαλίκια | που ’χαν κολλήσει στις γυμνές πατούσες του και να του βάλω | ετούτο
ΡΙΤ ΧΕΙ06 00 0058 001100ή επέτειος | Λέξεις αδρές, γυμνές, υψηλές, αδιάφορες για όλες τις υποψίες μας,
ΡΙΤ ΔΚΣ06 00 0095 001Εξασθένηση | Οι γυναίκες κολυμπούσαν γυμνές. Το νερό —λέγαν— | γλιστράει ωραία
ΡΙΤ ΝΞΣ06 01 0145 006συνθήματα υπήρχαν στους τοίχους. | Γυμνές οι γυναίκες περιμέναν απ’ ώρα στα κρεβάτια
ΡΙΤ ΤΟΙ06 01 0008 002σανιδένια τραπέζια· | παλιές αποθήκες γυμνές· κόκκινος τοίχος μουσκεμένος· | ούτε
ΡΙΤ ΘΥΡ06 00 0001 012πολλαπλασιάζονταν στον ουρανό | γυμνές με τ’ άσπρα τους χέρια πίσω απ’ τα μαλλιά τους —
ΡΙΤ ΘΥΡ06 00 0053 013άσεμνες φωτογραφίες | όλο γυμνές γυναίκες παλιάς μόδας με φαρδιά λεκάνη, | με λεπτή
ΡΙΤ ΘΥΡ06 00 0097 003Μέσα στο ασανσέρ | οι τρεις γυμνές γυναίκες ανεβάζουν γελώντας | ένα τεράστιο κάδρο
ΡΙΤ ΠΡΔ06 00 0107 003επιδέξια αγαλμάτια — το συνηθέστερο | γυμνές γυναίκες μ’ όρθια στήθια· κι ύστερα
ΡΙΤ ΠΡΔ06 00 0109 003ίσως να ’ταν αλλιώς· κι οι λέξεις γυμνές στήθος με στήθος | νιώθοντας τη θηλή
ΡΙΤ ΥΠΟ06 00 0025 008μάρμαρο, η απέραντη αίθουσα, όπου | γυμνές, ξεχτένιστες, βαμμένες γριές κυκλοφορούσαν