Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

  Γενικός συμφραστικός πίνακας

Αναζήτηση για: "Ψ"

Βρέθηκαν 793 λημματικοί τύποι [601 - 620]
ψιχαλίζουν (1)
ΡΙΤ ΓΚΡ07 00 0001 592με τη γυναίκα που χτενίζεται — τα μαλλιά της ψιχαλίζουν διάττοντες | κι αυτός που
ψιχάλισμα (1)
ΣΕΦ ΤΓΑ00 05 0004 003άλλες αγάπες | γυαλίζοντας στ’ αργό ψιχάλισμα, | άνθη της πέτρας φυσιογνωμίες
ψιχαλίσματα (1)
ΣΕΦ ΤΓΑ00 05 0003 017ένας ύπνος βαρύς από χρυσά ψιχαλίσματα. | Μένει ακίνητο. Κοιτάζει τις ώρες μου.
ψιχαλισμένο (1)
ΡΙΤ ΦΡΚ13 00 0001 163πια τα μυστικά τους. | Ένα άσπρο ψιχαλισμένο αδιάβροχο στην κρεμάστρα του διαδρόμου
ψίχαλο (6)
ΠΑΛ ΑΣΖ00 03 0012 032ανθείς, ή δείχνεσαι σαν πύργος, | σαν ψίχαλο κι αν είσαι παραπεταμένος, | ή καμάρι
ΠΑΛ ΔΩΔ00 00 0013 060εγώ· | δεν πιάνω ούτ’ όσο τόπο το ψίχαλο ριχτό. | Εγώ ειμ’ απ’ τη μεγάλη γενιά του
ΣΛΜ ΣΑΤ01 02 0002 002βλέπω πάντα που κυλάς· | γιά πες μου, ψίχαλο, πού πας; | Πού πας ομπρός οπίσω;
ΣΛΜ ΣΑΤ01 02 0008 001ανάποδα] | Γιά ψάλε παπαδίστικα, ψίχαλο του πεντάρτου. *
ΣΛΜ ΓΖΑ03 00 0007 Κεφάλαιον [7] Δε σου δίνω μήτε ένα ψίχαλο | (Άλλη επιγραφή:)
ΣΛΜ ΓΖΑ03 00 0007 9πόρνη, αποδώ. Δε σου δίνω μήτε ένα ψίχαλο.
ψίχες (1)
ΕΛΥ ΑΝΘ00 00 0001 020Τα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.
ψίχουλα (46)
ΠΑΛ ΛΙΜ00 00 0031 020κι απόστρατα κι ερείπια, | τα ψίχουλα της θύμησης μοιράζετε μ’ εμέ.— | —Μόνος με
ΣΧΤ ΛΗΣ01 00 0012 005κύκνους | και τα παιδιά πετάνε ψίχουλα στον ουρανό | οι γιορτινές μέρες έχουν ένα
ΣΧΤ ΠΑΡ01 00 0004 009με τ’ άστρα στην τσέπη τους βρομισμένα με ψίχουλα | με τις πέτρες των δειλών στα
ψιχουλάκι (1)
ΡΙΤ ΥΔΡ03 00 0001 1601πόσο να βαραίνει | ένα ψιχουλάκι | παιδιακίσια λύπη;
ψίχουλο (15)
ΣΧΤ ΛΗΣ01 00 0013 004τοίχος ηδονής | δεν είναι αυτό το ψίχουλο ψίχουλο γιορτής | δεν είναι αυτός ο
ΣΧΤ ΛΗΣ01 00 0013 004ηδονής | δεν είναι αυτό το ψίχουλο ψίχουλο γιορτής | δεν είναι αυτός ο σκύλος
ΕΛΥ ΤΥΨ00 00 0007 005ραμφί του σπουργιτιού αποσπάσατε το ψίχουλο,και δεν αφήσατε μήτε μια τόση δα
ψόγος (1)
ΠΑΛ ΤΕΤ00 00 0030 002δεν είμαι· αταίριαστος για με και ο έπαινος και ο ψόγος. | Του Γκαίτε με ήβρε
ψόγου (1)
ΠΑΛ ΤΕΤ00 00 0119 001Και ζω με την αφροντισιά και της συμπάθειας και του ψόγου, | πετραρχικός, και με
ψου (1)
ΡΙΤ ΚΩΔ07 00 0001 293δεν τα σηκώνω τα μου και τα ψου | μήτε πιανίστας της αστροφεγγιάς μήτε
Ψουτ (1)
ΕΛΥ ΡΩΤ00 05 0001 005χάιντε-χα κι όλο με φυσάνε | Ψουτ τους κάνω και σταματούν | την ουρά τους μόνο
ψοφάει (1)
ΡΙΤ ΧΣΦ03 00 0001 1329για να το στύβω μες στου Χάρου το σκουτέλι και να τρώει και να ψοφάει. | Άιντετε,
ψοφάνε (2)
ΡΙΤ ΗΕΞ02 02 0002 003Τα γράμματα λίγα. | Οι μύγες ψοφάνε απ’ το κρύο. | Τις βλέπουμε να πέφτουν στο
ΡΙΤ ΧΣΦ03 00 0001 946και τα στρόγγυλα μάτια τους που θολώνουν και ψοφάνε | σα χλωρά κουκιά που
ψόφησε (6)
ΡΙΤ ΤΡΑ01 02 0002 028γυρεύεις πάλι τ’ άτι σου | που ψόφησε, φωνάζει στο σπαθί | στα στήθια σου να πέσει,
ΡΙΤ ΓΕΡ03 00 0001 367Τίποτες πια. Το φίδι του σπιτιού δε χαρχαλεύει στο ταβάνι. Ψόφησε. | Δεύτερη:
ΡΙΤ ΑΣΚ03 03 0038 009επισημότητα, | και πάνω στη βδομάδα ψόφησε και τ’ άλογο.
ΡΙΤ ΜΝΤ06 00 0001 123Β΄ Γυναίκα: | θα ψόφησε κι η γάτα καταμόναχη μες στην κοφίνα της μπουγάδας. | Όλες:
ΡΙΤ ΝΞΣ06 01 0194 004Ύστερα αρρώστησαν τ’ άλογα· ψόφησε κι η γελάδα. Στους δρόμους κυκλοφορούσαν
ΣΝΠ ΝΧΤ02 04 0003 του Goldsmith. «Ήταν ένας σκύλος που ψόφησε». Τον είχε νομίζω «μότο» σε κάποιο
ψοφήσει (4)
ΣΛΜ ΣΑΤ01 01 0004 161ηθέλησε ν’ αφήσει | το κορμί σου να ψοφήσει | εισέ δρόμο ή σε καλύβα,
ΡΙΤ ΠΥΡ01 01 0008 032προτού η καρδιά μου για σπουδή στο ανατομείο ψοφήσει. | Να φασκελώσω τους λαούς
ΡΙΤ ΡΩΓ07 00 0011 014να βρει το μωρουδέλι χελιδόνι, μην ψοφήσει. Κάναν το σταυρό τους. Δε φύγαν.
ΡΙΤ ΔΜΕ13 00 0023 004τη μαϊμού δεν την είχαν — είχε ψοφήσει πριν δυο μήνες. | Ο Πέτρος πήρε το τρένο
ψοφήσεις (1)
ΣΛΜ ΣΑΤ01 01 0001 139Dottor, να ζήσεις | κι από πείνα να ψοφήσεις. | Ξέρω γω εκείνοι οι Άρχοντες
ψόφια (40)
ΒΡΤ ΑΣΤ05 00 0001 055μες στο δισάκι | τον Αστραπόγιαννο ψόφια χτυπούν. | Ο κλέφτης άνοιξε το πάτημά του,
ΒΡΤ ΠΡΦ08 00 0001 003με μας να σκοτωθούνε! | Άλλοι είχαν ψόφια την καρδιά, τα νεύρα παγωμένα, | κι αφού
ΠΑΛ ΔΩΔ00 00 0002 113κι από τα βάρυπνα κοπάδια, | κι απ’ τα ψόφια τα ειδύλλια, καβαλάρη | σε γκρεμούς
ψόφιες (10)
ΡΙΤ ΟΑΣ03 00 0001 308κρύπτες | ή εκεί που κρέμονταν οι ψόφιες μύγες κι οι εχέμυθες, δολοπλόκες αράχνες.
ΡΙΤ ΜΝΤ06 00 0001 307τηρώντας τα καρφιά και τα χαράκια και τις ψόφιες μύγες | και τις τρανές αράχνες
ΡΙΤ ΔΚΣ06 00 0069 010ενώ ο ταξιδιώτης | λουφάζει πλάι σε ψόφιες κουκουβάγιες και ταριχευμένα πρόβατα.
ΡΙΤ ΤΟΙ06 01 0012 006φαίνονταν τα μικρά σκουριασμένα καρφιά, οι ψόφιες μύγες· | ανάποδα, ναι· — σταχτί
ΡΙΤ ΡΩΓ07 00 0092 001Όταν φύγαν | Μολυσμένα πηγάδια, ψόφιες κότες, καπνισμένα δοκάρια, | βγαλμένες
ΡΙΤ ΑΚΡ07 00 0032 002λόγια πεταμένα απ’ τις πόρτες σαν τις ψόφιες γάτες. Έξω | ο μικρός κήπος για το
ΡΙΤ ΛΘΡ09 00 0058 008βροχή βροχή χαλαζοκάρυδα | ψόφιες οι κότες ψόφιες | κούραση οι ετοιμόγεννες
ΡΙΤ ΛΘΡ09 00 0058 008βροχή χαλαζοκάρυδα | ψόφιες οι κότες ψόφιες | κούραση οι ετοιμόγεννες
ΡΙΤ ΧΠΤ11 00 0028 006βρήκα χνούδια από κουβέρτες | ψόφιες μύγες αράχνες | κι ένα καρφί —
ΡΙΤ ΕΦΓ13 00 0028 009αίθουσες της Δημαρχίας, | μαδάνε ψόφιες κότες, τινάζουν τα πούπουλα, γεμίζουν έδρες και ράφια