Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Γενικός συμφραστικός πίνακας
Αναζήτηση για: "Ψ"
- ψιχαλίζουν (1)
- ΡΙΤ ΓΚΡ07 00 0001 592με τη γυναίκα που χτενίζεται — τα μαλλιά της ψιχαλίζουν διάττοντες | κι αυτός που
- ψιχάλισμα (1)
- ΣΕΦ ΤΓΑ00 05 0004 003άλλες αγάπες | γυαλίζοντας στ’ αργό ψιχάλισμα, | άνθη της πέτρας φυσιογνωμίες
- ψιχαλίσματα (1)
- ΣΕΦ ΤΓΑ00 05 0003 017ένας ύπνος βαρύς από χρυσά ψιχαλίσματα. | Μένει ακίνητο. Κοιτάζει τις ώρες μου.
- ψιχαλισμένο (1)
- ΡΙΤ ΦΡΚ13 00 0001 163πια τα μυστικά τους. | Ένα άσπρο ψιχαλισμένο αδιάβροχο στην κρεμάστρα του διαδρόμου
- ψίχαλο (6)
- ΠΑΛ ΑΣΖ00 03 0012 032ανθείς, ή δείχνεσαι σαν πύργος, | σαν ψίχαλο κι αν είσαι παραπεταμένος, | ή καμάρι
- ΠΑΛ ΔΩΔ00 00 0013 060εγώ· | δεν πιάνω ούτ’ όσο τόπο το ψίχαλο ριχτό. | Εγώ ειμ’ απ’ τη μεγάλη γενιά του
- ΣΛΜ ΣΑΤ01 02 0002 002βλέπω πάντα που κυλάς· | γιά πες μου, ψίχαλο, πού πας; | Πού πας ομπρός οπίσω;
- ΣΛΜ ΣΑΤ01 02 0008 001ανάποδα] | Γιά ψάλε παπαδίστικα, ψίχαλο του πεντάρτου. *
- ΣΛΜ ΓΖΑ03 00 0007 Κεφάλαιον [7] Δε σου δίνω μήτε ένα ψίχαλο | (Άλλη επιγραφή:)
- ΣΛΜ ΓΖΑ03 00 0007 9πόρνη, αποδώ. Δε σου δίνω μήτε ένα ψίχαλο.
- ψίχες (1)
- ΕΛΥ ΑΝΘ00 00 0001 020Τα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.
- ψίχουλα (46)
- ΠΑΛ ΛΙΜ00 00 0031 020κι απόστρατα κι ερείπια, | τα ψίχουλα της θύμησης μοιράζετε μ’ εμέ.— | —Μόνος με
- ΣΧΤ ΛΗΣ01 00 0012 005κύκνους | και τα παιδιά πετάνε ψίχουλα στον ουρανό | οι γιορτινές μέρες έχουν ένα
- ΣΧΤ ΠΑΡ01 00 0004 009με τ’ άστρα στην τσέπη τους βρομισμένα με ψίχουλα | με τις πέτρες των δειλών στα
- ψιχουλάκι (1)
- ΡΙΤ ΥΔΡ03 00 0001 1601πόσο να βαραίνει | ένα ψιχουλάκι | παιδιακίσια λύπη;
- ψίχουλο (15)
- ΣΧΤ ΛΗΣ01 00 0013 004τοίχος ηδονής | δεν είναι αυτό το ψίχουλο ψίχουλο γιορτής | δεν είναι αυτός ο
- ΣΧΤ ΛΗΣ01 00 0013 004ηδονής | δεν είναι αυτό το ψίχουλο ψίχουλο γιορτής | δεν είναι αυτός ο σκύλος
- ΕΛΥ ΤΥΨ00 00 0007 005ραμφί του σπουργιτιού αποσπάσατε το ψίχουλο,και δεν αφήσατε μήτε μια τόση δα
- ψόγος (1)
- ΠΑΛ ΤΕΤ00 00 0030 002δεν είμαι· αταίριαστος για με και ο έπαινος και ο ψόγος. | Του Γκαίτε με ήβρε
- ψόγου (1)
- ΠΑΛ ΤΕΤ00 00 0119 001Και ζω με την αφροντισιά και της συμπάθειας και του ψόγου, | πετραρχικός, και με
- ψου (1)
- ΡΙΤ ΚΩΔ07 00 0001 293δεν τα σηκώνω τα μου και τα ψου | μήτε πιανίστας της αστροφεγγιάς μήτε
- Ψουτ (1)
- ΕΛΥ ΡΩΤ00 05 0001 005χάιντε-χα κι όλο με φυσάνε | Ψουτ τους κάνω και σταματούν | την ουρά τους μόνο
- ψοφάει (1)
- ΡΙΤ ΧΣΦ03 00 0001 1329για να το στύβω μες στου Χάρου το σκουτέλι και να τρώει και να ψοφάει. | Άιντετε,
- ψοφάνε (2)
- ΡΙΤ ΗΕΞ02 02 0002 003Τα γράμματα λίγα. | Οι μύγες ψοφάνε απ’ το κρύο. | Τις βλέπουμε να πέφτουν στο
- ΡΙΤ ΧΣΦ03 00 0001 946και τα στρόγγυλα μάτια τους που θολώνουν και ψοφάνε | σα χλωρά κουκιά που
- ψόφησε (6)
- ΡΙΤ ΤΡΑ01 02 0002 028γυρεύεις πάλι τ’ άτι σου | που ψόφησε, φωνάζει στο σπαθί | στα στήθια σου να πέσει,
- ΡΙΤ ΓΕΡ03 00 0001 367Τίποτες πια. Το φίδι του σπιτιού δε χαρχαλεύει στο ταβάνι. Ψόφησε. | Δεύτερη:
- ΡΙΤ ΑΣΚ03 03 0038 009επισημότητα, | και πάνω στη βδομάδα ψόφησε και τ’ άλογο.
- ΡΙΤ ΜΝΤ06 00 0001 123Β΄ Γυναίκα: | θα ψόφησε κι η γάτα καταμόναχη μες στην κοφίνα της μπουγάδας. | Όλες:
- ΡΙΤ ΝΞΣ06 01 0194 004Ύστερα αρρώστησαν τ’ άλογα· ψόφησε κι η γελάδα. Στους δρόμους κυκλοφορούσαν
- ΣΝΠ ΝΧΤ02 04 0003 του Goldsmith. «Ήταν ένας σκύλος που ψόφησε». Τον είχε νομίζω «μότο» σε κάποιο
- ψοφήσει (4)
- ΣΛΜ ΣΑΤ01 01 0004 161ηθέλησε ν’ αφήσει | το κορμί σου να ψοφήσει | εισέ δρόμο ή σε καλύβα,
- ΡΙΤ ΠΥΡ01 01 0008 032προτού η καρδιά μου για σπουδή στο ανατομείο ψοφήσει. | Να φασκελώσω τους λαούς
- ΡΙΤ ΡΩΓ07 00 0011 014να βρει το μωρουδέλι χελιδόνι, μην ψοφήσει. Κάναν το σταυρό τους. Δε φύγαν.
- ΡΙΤ ΔΜΕ13 00 0023 004τη μαϊμού δεν την είχαν — είχε ψοφήσει πριν δυο μήνες. | Ο Πέτρος πήρε το τρένο
- ψοφήσεις (1)
- ΣΛΜ ΣΑΤ01 01 0001 139Dottor, να ζήσεις | κι από πείνα να ψοφήσεις. | Ξέρω γω εκείνοι οι Άρχοντες
- ψόφια (40)
- ΒΡΤ ΑΣΤ05 00 0001 055μες στο δισάκι | τον Αστραπόγιαννο ψόφια χτυπούν. | Ο κλέφτης άνοιξε το πάτημά του,
- ΒΡΤ ΠΡΦ08 00 0001 003με μας να σκοτωθούνε! | Άλλοι είχαν ψόφια την καρδιά, τα νεύρα παγωμένα, | κι αφού
- ΠΑΛ ΔΩΔ00 00 0002 113κι από τα βάρυπνα κοπάδια, | κι απ’ τα ψόφια τα ειδύλλια, καβαλάρη | σε γκρεμούς
- ψόφιες (10)
- ΡΙΤ ΟΑΣ03 00 0001 308κρύπτες | ή εκεί που κρέμονταν οι ψόφιες μύγες κι οι εχέμυθες, δολοπλόκες αράχνες.
- ΡΙΤ ΜΝΤ06 00 0001 307τηρώντας τα καρφιά και τα χαράκια και τις ψόφιες μύγες | και τις τρανές αράχνες
- ΡΙΤ ΔΚΣ06 00 0069 010ενώ ο ταξιδιώτης | λουφάζει πλάι σε ψόφιες κουκουβάγιες και ταριχευμένα πρόβατα.
- ΡΙΤ ΤΟΙ06 01 0012 006φαίνονταν τα μικρά σκουριασμένα καρφιά, οι ψόφιες μύγες· | ανάποδα, ναι· — σταχτί
- ΡΙΤ ΡΩΓ07 00 0092 001Όταν φύγαν | Μολυσμένα πηγάδια, ψόφιες κότες, καπνισμένα δοκάρια, | βγαλμένες
- ΡΙΤ ΑΚΡ07 00 0032 002λόγια πεταμένα απ’ τις πόρτες σαν τις ψόφιες γάτες. Έξω | ο μικρός κήπος για το
- ΡΙΤ ΛΘΡ09 00 0058 008βροχή βροχή χαλαζοκάρυδα | ψόφιες οι κότες ψόφιες | κούραση οι ετοιμόγεννες
- ΡΙΤ ΛΘΡ09 00 0058 008βροχή χαλαζοκάρυδα | ψόφιες οι κότες ψόφιες | κούραση οι ετοιμόγεννες
- ΡΙΤ ΧΠΤ11 00 0028 006βρήκα χνούδια από κουβέρτες | ψόφιες μύγες αράχνες | κι ένα καρφί —
- ΡΙΤ ΕΦΓ13 00 0028 009αίθουσες της Δημαρχίας, | μαδάνε ψόφιες κότες, τινάζουν τα πούπουλα, γεμίζουν έδρες και ράφια

