α΄
Εγύρισε τες πλάτες του·
φεύγει, φεύγει ο προδότης·
αλαμπή σέρνει τ’ άρματα
φαρμακερά, το στήθος του
5 έγινεν άδης.
β΄
Τον σταυρόν και τους Έλληνας
άφησ’ οπίσω, εξάπλωσεν
αδελφικώς την χείρα του
στους Τούρκους, κι επροσκύνησε
10 βάρβαρον νόμον.
γ΄
Τον συντροφεύει ολόμαυρον
μέγα εναέριον σύγνεφον·
κρέμεται ακόμα ατίνακτον
αστροπελέκι επάνω του,
15 κι άγρυπνος μοίρα.
δ΄
Ω Βαρνακιώτη· τρέχεις,
και ο κτύπος των ποδών σου
αντιβομβεί, ωσάν να ’τρεχες
επί τον κούφιον θόλον
20 βαθείας αβύσσου.
ε΄
Αν κοπιασμένος πέσεις
ν’ αναπαυθείς στα χόρτα,
η τιμωρός συνείδησις
με σε πλαγιάζει αλλάζουσα
25 τα χόρτα εις δράκοντας.
ς΄
Το φως εσύ αποφεύγεις
της ημέρας, φοβούμενος
μήπως των προδομένων
ανθρώπων σε ξανοίξουσιν
30 οι μακραί σπάθαι.
ζ΄
Κράζεις την νύκτα, κι έρχεται·
αλλά εις το σκότος μέσα
τυλιγμένους φαντάζεσαι
εχθρούς αρματωμένους,
35 και ως άφρων μένεις.
η΄
Αν μαυροφορεμένης
χήρας, αν βρέφους θρήνον
ορφανικόν ακούσεις,
τρέμεις, και το ποτήρι σου
40 πέφτει σχισμένον.
θ΄
Αν της χαράς τον γέλωτα
ιδείς εις φιλικόν
δείπνον περιπετώμενον,
απ’ ίδρωτα θανάτου
45 στάζουν τα φρύδια σου.
ι΄
Ω, ποίαν ζωήν ηγόρασες
προδότα Βαρνακιώτη!
και τί έλπιζες; το θείον
διά τους ομοίους σου τέτοια
50 δώρα ετοιμάζει.
ια΄
Αν ήθελες χρυσάφι—
πολύν εις τας βαρβάρους
αγαρηνάς σκηνάς
με το σπαθί εις το χέρι
55 εύρισκες πλούτον.
ιβ΄
Πληγωμένος απ’ ύβριν
Ελληνικών στομάτων
αν ήθελες εκδίκησιν—
η καλυτέρα εκδίκησις
60 είναι η συμπάθεια.
ιγ΄
Μέγα, λαμπρόν εάν ήθελες
όνομα, και περνώντας
εσύ κάθε οφθαλμός
με θαυμασμόν να στρέφεται
65 παρατηρώντάς σε
ιδ΄
Σφαλερόν δρόμον, άθλιε,
εδιάλεξας· οι Έλληνες
που επρόδωσας θαυμάζονται
από την οικουμένην
70 κι ήρωες καλούνται.
ιε΄
Και καταφρονημένος
Ο Βαρνακιώτης έγινε.—
Γύρευε από την μοίραν σου
κρυπτόν να σου χαρίσει
75 τάφον εις όλους.
|