Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Στο χειμωνιάτικο πρωί

Στο χειμωνιάτικο πρωί, του Απρίλη κόρη, Αθήνα!

Νά τ’ ακρογιάλι το βραχόσπαρτο ξεχωριστό στα περιγιάλια ανάμεσα, μακριάθε σαν προβάλει, το λες νησάκι ερημικό γραμμένο 5 ζωή να ζήσει που έρχεται, για να καλογερέψει· μα το πατάς κι αισθάνεσαι πως και στις πέτρες του η ζωή για δέηση, για ξεφάντωμα, με όμοιο ξαλάφρωμα εκεί ζει.

Στο χειμωνιάτικο πρωί, του Απρίλη κόρη, Αθήνα!

Νά η θάλασσα! τρεμοσαλεύουν τα νερά της, 10 δεν τα χαϊδεύει η γαληνιά, και η μπόρα δεν τα δέρνει, να γίνουν κύματα ποθούν, μα δεν το αποφασίζουν, και πράα και παιγνιδιάρικα και σαν παραδομένα στο αγκίστρι στέκουν του ψαρά που απάνωθέ τους γέρνει, στο δολερό κυνήγι του βοήθεια να του γίνουν.

15 Μα τα αισθητήρια μέσα μου, θάλασσα εσύ μαγίστρα, πώς τα θολώνεις, πώς τ’ ανακατώνεις! Τα νερά σου αντικρίζοντας αναγαλλιάζω σάμπως φρέσκες βιολέτες αττικές να με μοσκοβολάνε, βαθιές και από το χρώμα τους κι από την ευωδιά τους, 20 στοχαστικές ψυχές θαμμένες μες στα ενδόμυχά τους. Καθώς μου υψώνονται οι ματιές προς τα γλαυκά του απείρου, τα σύγνεφ’ αραχνόυφαντα τις μαγνητίζουν· χέρια λευκά ετοιμάζονται λευκά να μου προσφέρουν κρίνα.

Στο χειμωνιάτικο πρωί, του Απρίλη κόρη, Αθήνα!

25 Και νά το μικροσκοπικό, νά το ιερό ξωκλήσι, θαρρείς, χτιστό για να χωρέσει μόνο δυο καρδούλες, να λειτουργήσει για καρδιές που θα γενούνε ταίρι! Κάτου απ’ τη σκέπη σα να ζει του εσπερινού τού φέγγους πολυόμματο από των κεριών τα θαμπερά ματάκια 30 με τ’ ασημένια τάματα στου αγίου την εικόνα θαυματουργή που τα δεινά της αμαρτίας τα κάνει να λιώνουν καίοντας καθώς λιώνουν τα κεριά αναμμένα, τη φλόγινη σαρκούλα του στάζοντας το καθένα στου αγίου μπροστά τη χάρη.

35 —Μα Εσύ, της ομορφιάς μαργαριτάρι! Στην όψη σου και ή περπατάς και ή στέκεις! Μίλημά σου, γέλιο, σιωπή, το ντύμα σου, πόδια, μαλλιά, η ματιά σου! Σ’ εσέ φωλιάζουν της στεριάς και του πελάου σειρήνες, μες στου χειμώνα το πρωί του Μάη κι Απρίλη Αθήνες! 40 Και μέσα μου ανασταίνονται του πεθαμένου του ποιητή νεκροί κι εκείνοι παλαιοί λησμονημένοι στίχοι για δυο τεράστια μάτια, θεοί! Σε μια νυχτιά ρομαντική τα ’φερ’ εμπρός του η τύχη ν’ αντιφεγγίζουν οραματικά 45 σε μιας γυναίκας θρυλικής βυρωνικής τη ζωγραφιά και τα είπε αστέρια μυστικά, πρωτόφαντα, άστρα νέα μάτια, της όρασης ιδέα! —Στο χειμωνιάτικο πρωί του Απρίλη κόρ’ η Αθήνα, καθιστή πάντα ξάστερη στης δόξας της το θρόνο. 50 Κι Εσύ όλη σαν τα μάτια σου. Μ’ εκείνα μοιάζεις μόνο.