Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ο Ιξίων

Από χάρες ανθρώπων και καλέσματα και αμάλαγος εζούσα και παρθένος, στόμα, τη βορά ξέρω, όχι το φίλημα· και αχάριστος και αναθεματισμένος.

5 Δε με πλάσανε θεοί. Δεν την ορέγομαι τη χαρά, κι ο κλαημός, κι εκείνος ξένος. Όμως θριαμβεύω κι αλαλάζω ακούγοντας, και αχάριστος κι αναθεματισμένος,

τον κεραυνό. Σε λάκκο τον πατέρα μου 10 τον έριξα, τον έκαψα, αφρισμένος, με καίει το μίσος, κι είν’ η οργή καμάρι μου. Και αχάριστος κι αναθεματισμένος.

Απάνου από το μίσος και απ’ τ’ ανάθεμα, θεών και θνητών ο τρισμακαρισμένος 15 του κεραυνού Πατέρας με συμπάθησεν· αχάριστος κι αναθεματισμένος

ας ήμουν. Στο τραπέζι του με κάθισε· την αμβροσία, το νέκταρ ποτισμένος πρόσμενε Ολύμπιος να ροδίσω ισόθεος, 20 ο αχάριστος κι ο αναθεματισμένος.

Τίποτε. Από τον έρωτα που ταίριαζε σ’ εμένα κι εκεί απάνου σαϊτεμένος, με κακό μάτι μάτιασα την άνασσα, και αχάριστος κι αναθεματισμένος,

25 του Ολύμπου, τη θεά μάνα τη λευκώλενη. Κι αγιάτρευτος, του Ολύμπου αποδιωγμένος από τότε στριφογυρίζω ανάερος, και αχάριστος κι αναθεματισμένος

με της θεάς που είχα ματιάσει το είδωλο, 30 σύγνεφο είδωλο, σφιχταγκαλιασμένος το φτερωτό τροχό που πάει μετέωρος, πάντ’ αχάριστος και καταραμένος.

Κι εκεί που βασανίζομαι και σβήνομαι, σαν απ’ τον έρωτά μου αναστημένος, 35 για να τον αγκαλιάσω, λέω, είμ’ εφτάψυχος, και αχάριστος κι αναθεματισμένος

αγκαλιάζω του αγέρα τ’ αγριοφύσημα στα δόντια του τροχού, άτριφτος τριμμένος, κυνηγητής του αχνού, σποριάς του σύγνεφου, 40 πάντ’ αχάριστος και καταραμένος.

Για να μην πάει του κάκου ο σπόρος, το αίμα μου μες στων ανθρώπων το άναντρο το γένος, τους Κενταύρους τους αντρειωμένους έσπειρα, πάντ’ αχάριστος και καταραμένος

45 και πλανευτής και πλανεμένος δέρνομαι της Νεφέλης και στον τροχό δεμένος εραστής, των ανέμων ερμοκύλημα, πάντ’ αχάριστος και καταραμένος.