Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Όλες τις αγάπες


Το ποίημα τούτο αφιερώνω στον ποιητή
κύριο Κ. Ν. Κωνσταντινίδη * της Αλεξάντρειας.
Στο βιβλίο του τα «Βάλσαμα» μου έκαμε τιμή που δε μου πρέπει. Είναι
η επιγραφή, με το ασήμαντο όνομά μου, του ύμνου του προς τη δόξα
του ιδεατού Ποιητή. Όμως καλοστόχαστο το συνταίριασμα του ύμνου
του προς την ιδέα Σόλνες του Οικοδόμου, του ιψενικού ήρωα που
εξαίρετα συμβολίζει την αρχή και το τέλος των υψηλότατων ποιητών.
Και το γκρέμισμά τους από τα ύψη θρίαμβος πάντα. Τον είδε η Ίλδα
Σόλνες τον Οικοδόμο, και το φώναξε: «Έφτασε στην κορφή». Τί άλλο;

Όλες τις αγάπες τις αγάπησα, πια δεν έχω τίποτ’ άλλο, σκιάχτρο ή φως να πλάσω μες στη σκέψη μου, μέσα στην καρδιά φωτιά να βάλω. 5 Το διαβατικό μεθύσι μέθυσα, μ’ έδειρε το πάθος το μεγάλο, η καρδιά μου είν’ άδειο γυαλοπότηρο, είν’ ο νους μου σαν τη νεκροθάλασσα, ύστερ’ από κύμα και από σάλο.

10 Τις αγάπες πάρτε μου που αγάπησα, και φυτεύτε ιτιές και κυπαρίσσια γύρω ολόγυρα στο μνήμα μου που το ’σκαψα με τα χέρια μου τα παιδιακίσια. Απ’ τα πρώτα πρώτα νιάτα μου ένα σάβανο 15 σα να το ’χα αρχίσει να το ράφτω· ώς τα χιονισμένα ετούτα χρόνια μου, με τα χέρια μου δεν έπαψα το μνήμα μου να το σκάφτω.

Έτσι κάποιο δειλινό που αγάλια σβήνοταν, 20 μες στα χέρια μου αγκαλιά τα γόνατά μου, να μαζώξω την ψυχή μου σα να γύρευα στην ασκητική την κάμαρά μου, ένα βράδυ που όση η γλύκα του, και η πίκρα του τόση γίνοταν για να με συνεπάρει, 25 πλούσια πριν μου τ’ ασημώσει το έρμο σπίτι μου το ρομαντικό φεγγάρι, με βαρύ σκυμμένο το κεφάλι μου προς τη γη, σα να περίμενα ν’ ανοίξει και να με δεχτεί 30 για να με γλιτώσει από την πλήξη κι απ’ την κούφια συλλογή, τέτοια ψιθυρίσματα ψιθύριζα με το στόμα που δεν ήτανε το λάλο του πουλιού του ψάλτη στόμα· 35 όλες τις αγάπες τις αγάπησα, για να γείρω πια δεν έχω τίποτ’ άλλο από το χώμα.

Και όταν το κεφάλι ξανασήκωσα με τα χέρια μου αγκαλιά στα γόνατά μου, 40 Σ’ είδα καθισμένη αγνάντια μου έξαφνα στην ασκητική την κάμαρά μου, Σ’ είδα καθισμένη ολόλευκη, Σ’ είδα ολόφεγγη μπροστά μου, σαν ερωτικό κρυφοκαρτέρεμα, 45 σαν παθητικό σπαρτάρισμά μου. Και ήτανε τ’ ολάσπρο σου το φόρεμα σαν το φόρεμα ενός γάμου, και τα πόδια σου λευκόφτερα, και γύρευαν σε περιστεριώνες να φωλιάσουν, 50 και τα μπράτσα σου γυμνά κι όλο και ανοίγονταν κάποιον ίσκιο να σφιχταγκαλιάσουν. Και τα μάτια σου και ολάνοιχτα και αμίλητα, και από φως θησαυρισμένα, σα να θέλανε να ειπούν τα δεν τολμούσανε 55 τα χειλάκια σου τα τρεμοσφραγισμένα.

Και τα κόκκιν’ ασπροπλούμιστα γαρούφαλα και τα γιασεμιά τα ολοχιονάτα ψευτοζώντας μέσα στ’ ανθογυάλια τους, πλάνα ονείρατα δροσάτα, 60 σα να περιμέναν κάποιο σύνθημα για το πέρασμά σου, να στρωθούν, να σου γίνουν στράτα.

Όλες τις αγάπες τις αγάπησα, και πια τίποτε σ’ εμέ δε θα μοιράσουν 65 τω’ Μοιρώνε οι Μοίρες, τίποτε, και ω φερμένη σαν απ’ όλες τις αγάπες μου, και σαν όλες μου οι αγάπες Εσύ να ’σουν…