Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Παθητικός ύμνος

Και ήταν η ώρα που όλα βραδιάζουν και τρυφεραίνουν. Κι άνοιξε η θύρα… Και ήσουν ντυμένη ντυμένο ως είναι μες στην πορφύρα

5 της ροϊδιάς το άνθος. Και το μετάξι που απαλοσκέπαστη σε κρατούσε και αλαφροσάλευες, το μετάξι γλυκοθροούσε,

σα να συντρόφευε το τραγούδι 10 που τραγουδούσε μου το κορμί σου, κι έβαζε κάποια μυστική χάρη στη μουσική σου,

και ήταν ως να ήταν κρυφό ένα κάλεσμα το φλοίσβισμά του το ακοίμητο όπου 15 ξόβεργα σταίνει κυνηγός πόθος του μαύρου ανθρώπου.

Καλά δεν ξέρω ποιά είν’ η ομορφιά σου, κι αν το κορμί σου κι αν η ψυχή σου, τάχα ποιά δύναμη στην εικόνα σου 20 με πάει, μαζί σου.

Καλά δεν ξέρω ποιά είν’ η ομορφιά σου, κι αν είσαι η χάρη κι αν είσαι η μούσα, κι αν είσαι υγεία κι αν είσαι αρρώστια, Χρυσομαλλούσα.

25 Δεν ξέρω αν είσαι μια ορμή, μια ιδέα, κι αν είσαι η γλώσσα μιας γνώμης θείας, κι αν είσαι η σάρκα κι αν είσαι η γλύκα της αμαρτίας.

Ξέρω πως φύσηξες μέσα μου, όπως 30 μέσα στην κούραση αχνής ημέρας φυσάει βραδιάτικος δέρνοντάς την ένας αέρας.

Αχνής ημέρας κι αν είμαι η κούραση, κι αν ο βραδιάτικος είσαι ο αγέρας, 35 πάθος μού ξύπνησες που ξαφνίζει σα να ήταν τέρας.

Γιατί είναι πάθος που πάει να σμίξει κάποιον Απρίλη με το χειμώνα, κι έτσι μια αγάπη, τη βλέπω, πλάθεται 40 σα μια γοργόνα.

Γοργόνα αγάπη, παιδιού το πρόσωπο, μ’ όλο το χάιδεμα των ματιών του, γοργόνα αγάπη, κορμί γυναίκας με ουρά δρακόντου.

45 Και νά στα μάτια της φαντασίας μου το μεγαλόπρεπο παραμύθι, κι ας είναι σκιάχτρο, κι ας μου πλακώνει βραχνάς τα στήθη.

Στα ονειροπέλαγα ταξιδεύω. 50 Πάει το καράβι, στέκω στην πλώρη, το δρόμο κόβει μου, οργή της θάλασσας, η νεροκόρη.

Και είναι δρακόντισσα κυνηγήτρα του ανθρώπου αχόρταγη πείνα, τρέχει· 55 στο στόμα αλύπητη πάντα ένα ρώτημα για μάντεμα έχει.

Τάχα γλιτώνει κι όποιος απόκριση μπορεί να δώσει στο ρώτημά της; Δεν ξέρω. Ξέρω, χάνεσαι αν άλαλος 60 μείνεις μπροστά της.

Γοργόνα αγάπη στα κύματα όπου καρδιά μου, νους μου, ψυχή μου πλέμε, ρωτάς του κάκου, δε βρίσκω απόκριση, και βούλιαξέ με!

65 Και ήσουν ντυμένη ντυμένο ως είναι της ροϊδιάς τ’ άνθος μες στην πορφύρα, και την καρδιά μου πυρή σε αμόνι χτύπαε μια σφύρα,

και την καρδιά μου πυρή σε αμόνι 70 χτύπαε μια σφύρα για να την κάνει —κι από ποιό μέταλλο;— στα χρυσά σου μαλλιά στεφάνι.

Να σκύψουν είπα στα ωχρά μου χείλια για να φιλήσουν τ’ άνθια σου χέρια… 75 Μα ω γοργοτίνασμα σα να σ’ είχαν γγίξει μαχαίρια!

Το τίνασμά σου, το αστραποτίνασμα, χώρισμα πήγε σκληρό να κάμει, καθώς χωρίζει δυο που θα ταίριαζαν 80 άκρες, ποτάμι.

Με οργή είπα τότε και ορμή Σατύρου ν’ απλώσω απάνου σου αθέλητά σου και να ζεστάνω τα κρύα μου τα χέρια στα γόνατά σου.

85 Ή, ακόμ’ αδιάντροπα, με τη φόρα του που αγριεμένα χύνεται χτήνους τους ακατάδεχτους να πατήσω κομμένους κρίνους,

τους ακατάδεχτους να πατήσω 90 κομμένους κρίνους της νιότης σου όπως και το ποτήρι κρασί που ρούφηξε σπάει χαροκόπος.

Μα ω! της φουρτούνας το σύγνεφο έσβησε γοργά στα βάθια γλαυκά του ονείρου! 95 Και ω! δετά πάντα σε μια φλογέρα και του Σατύρου,

και του Σατύρου τραχιού τα δάχτυλα και τα κινήματα! Όλα μου φρούδα. Γύρω στα κλώνια σου τρέχει μου η έγνοια 100 σαν πεταλούδα.

Γύρω τριγύρω μας των αιώνων τα μύρια πνεύματα στα βιβλία λαγοκοιμούνταν, ανάκατα όλα, χοϊκά και θεία,

105 σα να προσμέναν χέρια και μάτια να τα ξυπνήσουν, να τα καλέσουν, μυστικούς γάμους μ’ αυτά κι αγάπες για να τελέσουν.

Γύρω τριγύρω μας των αιώνων 110 κι αν όλα σκόρπια λαγοκοιμούνταν παλιά δεφτέρια και θεία βιβλία θα μας θυμούνταν.

Γιατί μας βλέπουν κι εμέ κι εσένα στα ζωντανά τους απάνου φύλλα 115 με τη γαλήνη που τη σαλεύει η ανατριχίλα,

καθώς σαλεύει χωρίς να υψώνει νερά αφρισμένα, κύματα μαύρα τον απλωμένο, συλλογισμένο 120 γιαλό, μιαν αύρα.

Γιατί το γένος μου γένος σου είναι και μας ποτίσαν τα γάλατα ίδια για τα σκαψίματα της Μελέτης και τα ταξίδια.

125 Μα παραπέρα μια ζωή, ζωή άλλη, της γης ο υμέναιος και του αιθέρα, μ’ όλο το φως, μ’ όλο το μάγεμά της έλαμπε η μέρα.

Και των πνευμάτων ας μας κινούσεν 130 αεροδεμένους ίδιο ένα γνέμα. Έβραζε μέσα σου, με της νιότης τη φλόγα, το αίμα.

Και των πνευμάτων κι ας μας κινούσεν αεροδεμένους ίδια αλυσίδα. 135 Με πήρε η σκέψη ξανά· και ολόμακρα σε βάθη σε είδα.

Και ήσουν ντυμένη ντυμένο ως είναι της ροϊδιάς τ’ άνθος μες στην πορφύρα, και την καρδιά μου πυρή σε αμόνι 140 χτύπαε μια σφύρα,

και την καρδιά μου πυρή σε αμόνι χτύπαε μια σφύρα για να την κάνει, σαν τα μαλλιά σου στο μέτωπό σου χρυσό στεφάνι.

145 Και είπα στα ωχρά μου χείλια: —Ωχρά χείλια, μην τα φιλήστε τ’ άνθια της χέρια! Κάτου απ’ τον ίσκιο της είμαι όπως είμαι κάτου απ’ τ’ αστέρια.

—Καρδιά που καίγεσαι, και ποτέ σου 150 δε σώνεσαι, έτσι το θέλει η Μοίρα, πάρε το ντύμα σου μες στη φλόγα κάτου απ’ τη σφύρα,

πάρε το ντύμα σου και το σχήμα κι εσύ, βασίλισσα με πορφύρα, 155 Ιδέα του πάθους, γίνε του κι ο ύμνος, και ζήσε, Λύρα!